Ο Φεγγίτης του David Hare στο Θέατρο Εμπορικόν
Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
Ο Σερ Ντέιβιντ Χέαρ είναι Άγγλος θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση) υπεύθυνος δραματολογίου και σεναριογράφος. Επίσης έχει μεταφράσει έργα γνωστών συγγραφέων (Chekhov, Pirandello, Brecht). Τα έργα του παίζονται με μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο. Έχει βραβευτεί με πολλά βραβεία για τις θεατρικές και κινηματογραφικές του δημιουργίες. Προσφιλή του θέματα: οι διάφορες δυσκολίες της ζωής και τα προβλήματα στη μεταπολεμική Αγγλία (ηθική, θεσμοί, τύπος, εκκλησία κ.α.).
Τα λάθη, πολλές φορές πληρώνονται ακριβά, τα μεγάλα λάθη ακόμα πιο ακριβά. Σε ό,τι αφορά στο δύσκολο θέμα του επαγγελματικού προσανατολισμού των νέων με το οποίο έχω ιδιαίτερα ασχοληθεί, έχω πολλές φορές γράψει και σε τηλεοπτικές μου εμφανίσεις αναφέρει πως στις περισσότερες περιπτώσεις η γονεϊκή καθοδήγηση μπορεί να αποσοβήσει πολλούς κινδύνους και πιθανές μελλοντικές δυστυχίες. Οι έμπλεοι αγάπης αλλά και έμπειροι γονείς, συνήθως θέλουν το καλό του παιδιού τους. Μπορεί καμιά φορά να σφάλλουν αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις όχι.
Η επιλογή συντρόφου αποτελεί μια άλλη πολύ σημαντική απόφαση. Στις περιπτώσεις που είναι σωστή προσφέρει ευτυχία, στις αντίθετες περιπτώσεις μπορεί να σου κάνει τη ζωή κόλαση.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν θέσφατα αλλά είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι αποτελούν αξιώματα που επηρεάζουν τη ζωή και την ευτυχία μας. Και στις δύο περιπτώσεις οι επιλογές πρέπει να γίνονται μετά από ώριμη σκέψη. Οι απερισκεψίες κοστίζουν.
Το έργο
Του λόγου το αληθές στο θέμα του έργου «Φεγγίτης». Η κόρη επιτυχημένου επαρχιακού δικηγόρου που ο πατέρας της επιθυμεί να γίνει και αυτή δικηγόρος για να πάρει μαζί με την πείρα και την πελατεία του, αντιδρά. Κάνει την επανάστασή της και φεύγει από το σπίτι της προτιμώντας το Λονδίνο. Πρώτο λάθος. Εκεί κάνει διάφορες δουλειές και μία από αυτές είναι η εργασία της σε ένα εστιατόριο όπου τα φτιάχνει με το αφεντικό της, επιτυχημένο εστιάτορα με αλυσίδα καταστημάτων και μυαλό προσανατολισμένο στην επιχειρηματικότητα και μάλλον μόνο σ’ αυτήν. Το αφεντικό της όμως είναι ένας άντρας κάποιας ηλικίας, μεγαλύτερος της τουλάχιστο κατά μια τριακονταετία και όπως είναι γνωστό οι μεγάλες ηλικιακές διαφορές μόνο προβλήματα μπορούν να προκαλέσουν. Δεν είναι μόνο αυτό, είναι και παντρεμένος. Δεύτερο λάθος και μάλιστα μέγιστο. Στις περιπτώσεις αυτές για τους σωστούς ανθρώπους, υπάρχει πάντα κάτι το ανήθικο και όλα αυτά είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα καταλήξουν σε δυσάρεστες καταστάσεις που θα προκαλέσουν πόνο και δυστυχία. Και έτσι γίνεται.
Πάντα πίστευα και πιστεύω πως ο άνθρωπος πρέπει να αποφασίζει και να δρα με οδηγό την ορθή λογική, το μυαλό του. Όταν ο ορθολογισμός πάει περίπατο και οι αποφάσεις παίρνονται μόνο με το συναίσθημα η αποτυχία αποτελεί νομοτέλεια.
Όταν η ηρωίδα του έργου καταλαβαίνει, έστω και πολύ αργά (μετά από σχέση έξι χρόνων!) το λάθος της, μπαίνει στη φάση των τύψεων. Η σύζυγος του αφεντικού και φίλη της, η οποία μαθαίνει τη σχέση είναι άρρωστη και τελικά πεθαίνει, κάτι που αυξάνει το ψυχικό φορτίο. Τελικά η λύση βρίσκεται στη φυγή.
Εκείνη, στα τρία χρόνια που έχουν περάσει από το τέλος της σχέσης, έχει φύγει σωματικά, όμως ακόμα υπάρχει ο συναισθηματικός δεσμός από τον οποίο δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί. Ως τρόπο εξιλέωσης βρίσκει καταφύγιο στην προσφορά διδακτικού έργου, εργαζόμενη ως δασκάλα σε σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών του Λονδίνου όπου ζει και η ίδια κλεισμένη μέσα σε ένα παγωμένο διαμέρισμα. Φτάνει αυτό για να απαλλαγεί από τις ερινύες της; Δύσκολο έως ακατόρθωτο.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά παρουσιάζεται και το αφεντικό-εραστής προσδοκώντας επανασύνδεση. Με την, όπως περίτρανα φαίνεται, αδέξια προσπάθειά του προσωρινά την παρασύρει αλλά στην εξέλιξη των πραγμάτων, μεταξύ μακαρονάδας, ποτού και ατελείωτης αερολογίας φαίνεται πως δεν μπορούν να ξανακτιστούν οι γέφυρες και έτσι αναπόφευκτα αλλά πολύ σωστά ακολουθεί το τέλος μιας αρρωστημένης κατάστασης που δεν θα έπρεπε να υπάρξει ποτέ. Δε έπρεπε να υπάρξει λόγω όλων των άλλων παραγόντων αλλά και λόγω της διαφοράς των χαρακτήρων, των πολιτικών πιστεύω και γενικότερα των αντιλήψεών τους για τη ζωή (φυσικά εδώ προκύπτει το ερώτημα πως δημιουργήθηκε αυτή η σχέση, υπάρχουν απαντήσεις αλλά η ανάλυση χρειάζεται πολύ περισσότερο χώρο από τα στενά όρια της κριτικής παρουσίασης μιας θεατρικής παράστασης).
Στην αρχή και στο τέλος εμφανίζεται και ο γιός του εστιάτορα που με μια παράξενα ιδιοτελή τοποθέτηση επιδιώκει την επιστροφή της ερωμένης του πατέρα του, χωρίς να δείχνει κανένα σεβασμό στη μνήμη της νεκρής μητέρας του!
Το θέμα θα έλεγα ότι είναι τετριμμένο. Η διάρκεια του έργου μεγάλη με πληκτικούς και ατελείωτους διαλογομονολόγους. Λόγια, λόγια, λόγια χωρίς έξυπνες κουβέντες, χωρίς κάποια φιλοσοφία, χωρίς κάτι το καινούργιο, χωρίς ανατροπές. Τελικά κουράζει τον θεατή του οποίου διασπάται η προσοχή και χάνετε το ενδιαφέρον.
Συντελεστές & Θεατρική κριτική :
Στη μετάφραση της Μιρέλλας Παπαοικονόμου δεν διέκρινα ψεγάδια. Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, ίσως να φταίει η πολυδιάσπαση. Τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή εξυπηρετούν σωστά την παράσταση μολονότι η σκηνή είναι μεγάλη. Η μουσική σύνθεση του Μίνου Μάτσα πολύ καλή. Νομίζω πως θα έπρεπε η ένταση να είναι πιο χαμηλή και τα μηχανήματα καλύτερα ρυθμισμένα.
Βοηθός σκηνοθέτη: Έλενα Σκουλά
Βοηθός σκηνογράφου: Γιώργος Θεοδοσίου
Παίζουν:
Ο Δημήτρης Καταλειφός όπως τον ξέρουμε. Η Λουκία Μιχαλοπούλου σωστή στην ερμηνεία της, το ίδιο και ο Μιχάλης Πανάδης. Στις εντυπώσεις μου πιθανότατα να έπαιξε ρόλο το ότι παρακολούθησα την πρεμιέρα καθώς και ότι καθόμουν σε ένα ανεπίτρεπτα στενό κάθισμα που δεν μπορούσα να κουνηθώ και ας ανήκε στην κατηγορία των ακριβών θέσεων. Απαράδεκτο. Σειρά και αριθμός θέσεων στη διάθεσή σας.
Συμφωνώ με την κριτικη του κ Αντωνιαδη ως προς τη δομή του έργου ,αλλα οι ερμηνείες των ηθοποιών ηταν εξαιρετικές κ του καθένα χωριστά κάτι Πολυ δύσκολο να αποδώσεις τόσο λεπτές αποχρώσεις συναισθημάτων κ καταστάσεων ! Πολυ καλη παράσταση