Κριτική της παράστασης από την Κάτια Σωτηρίου
Το «Φως του Γκαζιού» ανεβαίνει στο θέατρο Βεάκη σε μετάφραση-σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Κοέν.
Ο βρετανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Πάτρικ Χάμιλτον, έγραψε το Φως του Γκαζιού κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα ζοφερή δεκαετίας ζώντας μια δυστυχισμένη ζωή, έξι χρόνια αφού τον χτύπησε ένας μεθυσμένος οδηγός σε ένα ατύχημα που τον άφησε μόνιμα παραμορφωμένο και τέσσερα χρόνια μετά την αυτοκτονία της μητέρας του. Η σκοτεινή και ταραγμένη ψυχολογία του εκφράζεται απόλυτα μέσα από την κλειστοφοβική και έντονη ατμόσφαιρα του έργου.
Προϊόν ενός αρκετά ζοφερού πνεύματος, το Φως του Γκαζιού παίχτηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1938, σε μια επίσης ταραγμένη περίοδο για την Ευρώπη, και έχει στο ιστορικό του έναν αρκετά μεγάλο αριθμό θεατρικών ανεβασμάτων, τόσο στην Αγγλία όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική. Το Φως του Γκαζιού, δεν είναι μόνο ένα έργο μυστηρίου, αλλά θίγει θέματα χειραγώγησης, πραγματικότητας και ελέγχου, ως αυθεντικό βικτοριανό – γοτθικό έργο. Ο Χάμιλτον επίσης δραματοποιεί επίσης ένα πολύ βασικό τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας: αν μπορεί κάποιος να παρατηρήσει και να ερμηνεύσει τα γεγονότα, αν μπορεί να κατονομάσει τι γίνεται γύρω του, τότε μπορεί να αντισταθεί στις πλεκτάνες που στήνουν οι άλλοι γύρω του.
Η Υπόθεση του Έργου
Στο σκοτεινό Λονδίνο του 1890 κάθε βράδυ, όταν ο Τζακ πηγαίνει στην πόλη, η γυναίκα του η Μπέλλα μένει μόνη στο σπίτι και προσπαθεί να εξηγήσει τη μυστηριώδη εξαφάνιση αντικειμένων, τα βήματα που ακούγονται στον πάνω όροφο που είναι άδειος, και τις αυξομειώσεις που έχει το φως του γκαζιού. Μήπως τελικά έχει αρχίσει να τρελαίνεται; Η απειλή βρίσκεται στη φαντασία της ή μήπως αυτό το σπίτι κατοικείται από σκοτεινά μυστικά; Η απροσδόκητη εμφάνιση του αστυνομικού επιθεωρητή Ραφ θα φέρει στην επιφάνεια αποκαλύψεις που θα κλονίσουν τη σχέση του ζευγαριού.
Η παράσταση
Το Φως του Γκαζιού είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπουμε ερμηνευτικές «μονομαχίες» ηθοποιού εναντίον ηθοποιού σε μια σειρά περιστρεφόμενων διπλών πράξεων. Η συνάντηση των Rough και Bella παρέχει στον σκηνοθέτη Αλέξανδρο Κοέν την ευκαιρία να εξερευνήσει την ψυχολογική βλάβη που έχει υποστεί η Bella από τον σύζυγό της Jack. Στην παρουσία του επιθεωρητή Ραφ, η Bella αισθάνεται ολοένα και περισσότερο ικανή να διερευνήσει τις ιδιοσυγκρασίες της σχέσης της και να εκφράσει τις αμφιβολίες της, ακροβατώντας συναισθηματικά ανάμεσα στην κακοποιημένη φρενίτιδα και την αμυντικότητα.
Η σκηνοθεσία του έργου από τον Αλέξανδρο Κοέν ανταποκρίνεται με ακρίβεια στην συναισθηματική κλειστοφοβία της Bella. Το υπέροχα στημένο σκηνικό – εξαιρετική δουλειά από τη Χριστίνα Κωστέα – με τα βαριά ξύλα, τους δίσκους τσαγιού και τα βελούδα παραπέμπει σε ένα απομονωμένο δωμάτιο ενός βικτωριανού σπιτιού που έχει ζήσει πλούσιες ημέρες.
Ο Κοέν αντιμετωπίζει το έργο ξεκάθαρα ως μια ιστορία αγωνίας, βλέποντας τον Manningham ως κάποιον που λατρεύει τα χρήματα και θα έκανε τα πάντα για αυτά. Δεν δίνει τόσο έμφαση στα περιρρέοντα θέματα, αλλά τονίζει και το υφέρπον χιούμορ της παράστασης, ειδικά με την έλευση του επιθεωρητή Ραφ. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι με τη βοήθεια του Στέφανου Κυριακίδη που κινείται με χαρακτηριστική άνεση σε διαφορετικά υφολογικά επίπεδα, καταφέρνει τελικά να αναδείξει και την ανδρική περιφρόνηση της ανώτερης τάξης για τις γυναίκες: έχοντας οδηγήσει την Bella σε φαινομενική τρέλα, ο σύζυγος παίζει με τη νεαρή υπηρέτρια και προτίθεται να την πάρει ως ερωμένη του. Θα χρειαζόταν μια μεγαλύτερη βοήθεια από τους φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, που είναι ίσως πιο μονότονοι από όσο θα έπρεπε, και δεν δημιουργούν τη σκοτεινή και υποβλητική ατμόσφαιρα που θα περίμενε κανείς δεδομένου του κειμένου.
Οι ερμηνείες είναι από τα πολύ δυνατά χαρτιά της συγκεκριμένης παράστασης.
Η απεικόνιση του Τζακ από τον έμπειρο Στέφανο Κυριακίδη που εντείνει ακόμα περισσότερο την ένταση μιας ήδη τεταμένης παραγωγής. Ο Τζακ του Κυριακίδη συστήνεται ως φυσικός κακοποιός, περιστασιακά περιβάλλει τους θηλυκούς χαρακτήρες στη σκηνή με αυταρχισμό, και κινείται με αύρα κτητικότητας σε όλο το έργο. Έχει απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων τόσο όταν ενεργεί πιο τρυφερά προς τη σύζυγο του Μπέλλα όσο και όταν υιοθετεί την πιο σκοτεινή και δηλητηριώδη του συμπεριφορά. Σε πολλές σκηνές ακόμα και η στάση του σώματος του δηλώνει την ανεντιμότητα και διπροσωπία του, ενισχύοντας σημαντικά τη δυσοίωνη διάθεση του έργου.
Στο ρόλο της Bella Manningham, η Τάνια Τρύπη καλείται να περιορίσει την εγγενή της ένταση και να την υποτάξει στην ηττοπάθεια και εύθραυστη ανισορροπία της ηρωίδας της, και τα καταφέρνει απόλυτα. Με τη χλωμή ομορφιά της, υιοθετεί τη συμπεριφορά βικτοριανών νευρωτικών γυναικών, και κινείται ρευστά μεταξύ της ήσυχης, συναισθηματικής μοναξιάς και της υστερίας που φέρνει η απελπισία της Μπέλλα. Καταφέρνει επίσης με μεγάλη άνεση να αλληλεπιδράσει με το συνδυασμό χιούμορ και μυστικότητας που φέρνει ο επιθεωρητής του Παναγιώτη Πετράκη. Οι σκηνές των δυο τους είναι πράγματι απολαυστικές.
Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι η πολύ ευχάριστη έκπληξη του έργου. Είναι γοητευτικός, ορμητικός στην ερμηνεία του, με μεγάλο πλουραλισμό κινητικά, χειρονομιακά, και σημασιακά. Είναι ο κύριος υπεύθυνος για το σκοτεινό χιούμορ που διακρίνει τελικά την παράσταση, και δίνει την αίσθηση μιας ιδιαίτερα ευφυούς ερμηνείας.
Αξιόλογες ερμηνευτικά, η Μελίνα Βαμβακά και η Αλίκη Μπομποτά, υπηρετούν με σταθερότητα τις απαιτήσεις των ρόλων τους.
Το φως του γκαζιού δεν μπορεί θα θεωρηθεί κλασικό έργο με τη στενή έννοια, αλλά η κατανόηση του κειμένου από τον Κοέν κατάφερε τελικά να δημιουργήσει ένταση και να αναδείξει τις παλιομοδίτικες αρετές του και να αποδείξει ότι είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό έργο μυστηρίου. Ο Κοέν χρησιμοποιεί μια ήπια μελοδραματική μορφή για να υποδηλώσει ότι η απληστία οδηγεί στην τρέλα και οι σκοτεινοί δαίμονες κρύβονται κάτω από το βικτωριανό σκηνικό. Είναι μια πολύ ευχάριστη θεατρική στιγμή, με πολύ καλές ερμηνείες.
Συντελεστές
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά-Κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Βοηθός σκηνοθέτη: Τίφανη Δανιήλ
Φωτογραφίες: Νικόλας Κομίνης
Παίζουν: Στέφανος Κυριακίδης (Τζακ), Τάνια Τρύπη (Μπέλλα), Παναγιώτης Πετράκης (Ραφ), Αλίκη Μπομποτά (Νάνσυ) και η Μελίνα Βαμβακά (Ελίζαμπεθ).