- κριτική Κάτια Σωτηρίου
Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν, του Fassbinder παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα με την Λένα Παπαληγούρα στον ομώνυμο ρόλο.
Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν είναι το πρώτο έργο στην Τριλογία του Rainer Werner Fassbinder, μαζί με τη Lola (1981) και την Veronika Voss (1982), η οποία επικεντρώνεται κυρίως στις γυναίκες που ζουν τα χρόνια μετά την ήττα της Γερμανίας. Η ταινία ήταν εμπορική επιτυχία στη Γερμανία, και έλαβε πολλά βραβεία και υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα για καλύτερη ξένη ταινία. Το έργο αυτό θεωρήθηκε ένα από τα πιο επιτυχημένα έργα του Fassbinder στη σύντομη αλλά λαμπρή κινηματογραφική του καριέρα. Η πρώτη σκηνή του έργου φέρνει τους θεατές στο γραφείο μητρώου όπου η Μαρία και ο Χέρμαν πρόκειται να ανταλλάξουν τους όρκους του γάμου τους, και το έργο τελειώνει με το σπίτι της Μαρίας να εκρήγνυται ενώ στο βάθος μεταδίδεται η ενθουσιώδης αναφορά της νίκης της Δυτικής Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου.
Υπόθεση
Η Μαρία παντρεύεται τον Χέρμαν, εν μέσω βομβαρδισμών και ζούνε μαζί «για μισή μέρα και μια ολόκληρη νύχτα». Εκείνος φεύγει για το Ανατολικό μέτωπο και η Μαρία μάταια τον περιμένει να γυρίσει. Έχοντας την πληροφορία πως είναι νεκρός, προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της, μέσα στα ερείπια του πολέμου. Η γνωριμία της με ένα βιομήχανο υφασμάτων της προσφέρει την ευκαιρία που ζητά. Τίποτα δεν τη σταματά μπροστά στην επίτευξη του στόχου. Κοιτάζει μόνο το μέλλον και ξεχνά το παρελθόν, προκειμένου να πετύχει το όνειρό της. Η επιστροφή του συζύγου θα ανατρέψει ριζικά την εξέλιξη των πραγμάτων. Η Μαρία Μπράουν, έχοντας βιώσει την προδοσία, οδηγείται στο αναπάντεχο και τραγικό της τέλος. Το «Οικονομικό θαύμα» αποδεικνύεται, κατά τα λόγια του σπουδαίου μελετητή Τζορτζ Στάινερ, ένα «κούφιο θαύμα».
Το έργο
Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν είναι ένα μελόδραμα, που πραγματεύεται την ιστορία μιας γυναίκας που αγωνίζεται να πετύχει στον κόσμο και την εποχή στην οποία ζει. Ο δημιουργός υφαίνει τις σχέσεις των ηρώων με τέτοιο τρόπο ώστε η ατομική μοίρα της Μαρίας να είναι εμβληματική για την πολιτική ανάπτυξη της Δυτικής Γερμανίας από το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το Οικονομικό Θαύμα (1945-1954), αν και επεκτείνει την κριτική του μέχρι την εποχή της παραγωγής της ταινίας (1978).
Το έργο θεωρείται κυρίως ως αλληγορία για τη Γερμανία, και ο χαρακτήρας της Μαρίας συχνά παρομοιάζεται με τη χώρα της καθώς προσπάθησε να ανοικοδομηθεί μετά την καταστροφή που προκάλεσε ο πρόσφατα καταδικασμένος πόλεμος. Σύμφωνα με τον Fassbinder, στο τέλος της ναζιστικής δικτατορίας, η Γερμανία είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα κράτος, το οποίο θα μπορούσε να ήταν πιο ανθρώπινο και ελεύθερο από οποιοδήποτε γερμανικό κράτος πριν από αυτό, μια πραγματική δημοκρατία.
Χωρίς άλλη επιλογή παρά να προχωρήσει στη ζωή της, η Μαρία έκανε τα πάντα για να εξασφαλίσει τον εαυτό της. Τα εμπόδια δεν την απέτρεψαν από το να προσπαθήσει να επιτύχει αυτό που ήθελε γι ‘αυτήν και για τον σύζυγό της, είτε επρόκειτο για ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες, για χρήματα, είτε για ένα σπίτι. Χρησιμοποίησε αποτελεσματικά τους «πόρους» της για να επιτύχει τους στόχους της, ακόμη και με το τίμημα των ηθικών της αξιών. Έθεσε τον εαυτό της στη θέση του παροχέα μετά τον υποτιθέμενο θάνατο του Hermann και κατέκτησε την κορυφαία θέση στην εταιρεία του Oswald. Κατά κάποιο τρόπο, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τη Γερμανία μετά τον πόλεμο, καθώς δεν είχε χρόνο να συμφιλιωθεί με όλες τις φρίκες που προκάλεσε ο πόλεμος και αντ ‘αυτού χρησιμοποίησε όλους τους διαθέσιμους πόρους της για την ανοικοδόμηση και την ανάκαμψη. Σε κάποιο σημείο ακόμη αναγκάστηκε να δεχτεί αμερικανική βοήθεια στο Σχέδιο Μάρσαλ των ΗΠΑ, όπως η Μαρία που επιτρέπει στον Bill να καλύψει τις ανάγκες της. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι παρόλο που η Μαρία ήταν η “αγαπημένη” του Bill, ήταν ανένδοτη στην απόφαση του να την παντρευτεί, καθώς επιμένει ότι είναι ήδη παντρεμένη. Το ίδιο συνέβη και όταν ο Oswald προσπάθησε να ζητήσει το χέρι της σε γάμο. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η Γερμανία αποδέχτηκε βοήθεια από τους Συμμάχους , κάτι που όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αγκάλιασε την συμπαράσταση τους με πρόθυμο τρόπο, και σε κάθε περίπτωση χωρίς να εκχωρήσει τίποτα.
Ο Fassbinder θέτει ερωτήματα για το πώς ένα άτομο μπορεί να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ηθική στη γέννηση του καπιταλισμού. Έτσι η επιτυχία της Μαρίας αποτελεί παρά μόνο μια Πύρρειο νίκη αφού εξαρτιόταν από τη θυσία της ίδιας της ανθρωπιάς της. Η αναζήτηση ταυτότητας είναι στην πραγματικότητα το κεντρικό θέμα αυτού του έργου, τόσο σε προσωπικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο.
Η παράσταση
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα επιλέγει τη φόρμα, την αποστασιοποίηση από τον εαυτό και το συναίσθημα, σε προσπάθεια να απογυμνώσει το πραγματικό του θέμα, την αναζήτηση ταυτότητας, την εκμετάλλευση. Το γοητευτικό στοιχείο της σκηνοθεσίας και της προσέγγισης του Σκεύα είναι ότι η σκηνική παραγωγή του δεν επιχειρεί να ταιριάζει με την κλίμακα της ταινίας ή να αναπαράγει την πολυδιάστατη επίδρασή της. Είναι ένα είδος νεο-Μπρεχτικής άσκησης στον θεατρικό μινιμαλισμό που θίγει τα αρχετυπικά θέματα του έρωτα, της ζήλιας, της προδοσίας,και που κρατά το θεατή σε ένταση, με την εναλλαγή των σκηνών, αλλά και την υφέρπουσα κοινωνική και προσωπική έκρηξη, που δεν έρχεται παρά μόνο στο τέλος.
Η αποστασιοποίηση συνίσταται ακριβώς στην εκμετάλλευση της δύναμης που έχει η αναστολή της αφηγηματικής συνέχειας για να δοθεί βάση στη δυνητική αντίρρηση του θεατή, στην αναίρεση του οικείου χαρακτήρα των γεγονότων, στην υπονόμευση της ταύτισης, της συμμετοχής. Έτσι, με τον τρόπο αυτόν αναγνωρίζουμε την τυποποιημένη επιχειρηματική συναλλαγή, την εκβιασμό, που απεικονίζεται στο ύφος του δράματος με λόγο και ύφος στυλιζαρισμένο. .
Οι ερμηνείες ταιριάζουν με τη σύνθετη συμβολική φύση του έργου και τη σίγουρη κατεύθυνση του Fassbinder.
Η Λένα Παπαληγούρα, σε έναν από τους πιο απαιτητικούς ρόλους της μέχρι σήμερα, είναι γοητευτική ως Μαρία , απολύτως πιστευτή ως μια γυναίκα σχεδόν αδιαπέραστη. Απογυμνώνει την ερμηνεία της, για να απογυμνώσει την αλήθεια, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη χειριστική πλευρά της ηρωίδας της. Η λεπτή συναισθηματική ακρίβεια της ερμηνείας της, αλλά και η αμυδρή ειρωνεία και ο σαρκασμός της, δημιουργούν στην πραγματικότητα υψηλές εντάσεις στο θεατή, ο οποίος καλείται να ερμηνεύσει τα υποδηλούμενα των συχνά αμφίσημων λόγων της. Είναι μια πολύ ξεχωριστή στιγμή για την Παπαληγούρα, μια δουλεμένη ερμηνεία.
Η ερμηνεία του Μάξιμου Μουμούρη χαμηλόφωνη, πολλές φορές με ύφος απαξιωτικό, και σχεδόν ψυχρό, συμπληρώνει το αίσθημα αποστασιοποίησης της παράστασης. Ίσως όμως ο ήρωας του να μην φωτίζεται όσο θα έπρεπε στο έργο, και να αφήνει μια αίσθηση ανολοκλήρωτου.
Ο Γιάννης Νταλιάνης, έμπειρος, σοβαρός, αισθαντικός όπου απαιτείται, ακριβής, δίνει μια εξαίσια ερμηνεία ως Οσβαλντ, και ο Γιώργος Συμεωνίδης εμφανίζεται στιβαρός, με άνετο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων στους διαφορετικούς του ρόλους.
Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη κινείται με άνεση μεταξύ της αγωνίας, αλλά και του υποκριτικού καθωσπρεπισμού που επιβάλλει ο Fassbinder στο κείμενο, ενώ ο Νίκος Γεωργάκης έχει μια βαθιά εσωτερικότητα και απλότητα που συγκινεί.
Τα λιτά σκηνικά του Άγγελου Μέντη είναι απολύτως λειτουργικά και συντελούν στην ένταση της ψυχρότητας και αποστασιοποίησης που επιχειρείται στην παράσταση, ενώ εξίσου γοητευτικά είναι και τα κουστούμια του. Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη δημιουργούν ένα όσο πρέπει πνιγηρό και απειλητικό περιβάλλον.
Στο σύνολο της πρόκειται για μια υψηλής αισθητικής παράσταση, που ισορροπεί εξαίσια ανάμεσα στην αλαζονεία αλλά και τον ξεπεσμό της εποχής, αναδεικνύει το κείμενο, αλλά και μας βοηθά να το τοποθετήσουμε στα δικά μας κοινωνικοπολιτικά ζητούμενα, και τη δική μας αναζήτηση ταυτότητας.
Συντελεστές
Μετάφραση – Διασκευή – Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας
Σκηνικά – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Φιλμ: Γιώργος Σκεύας
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουιδάκης
Διεύθυνση παραγωγής: Όλγα Μαυροειδή
Παραγωγή: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος – ΛΥΚΟΦΩΣ