Η Γιαννούλα η Κουλουρού ανεβαίνει στην Πειραιώς 260 στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών από τις 18-21 Ιουνίου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, με την Ελένη Τοπαλίδου στον ομώνυμο ρόλο.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Η ιστορία
Η Γιαννούλα η Κουλουρού γεννήθηκε το 1868 στην Άνω Πόλη της Πάτρας. Πήρε το όνομα της από τα κουλούρια που πουλούσε. Η ελαφριά νοητική υστέρηση που τη χαρακτήριζε ήταν ένα από τα στοιχεία της προσωπικότητας της που εκμεταλλεύτηκαν οι κάτοικοι και άρχισαν να την περιπαίζουν. Ζούσε με τον καημό να παντρευτεί. Το μαράζι της έφτασε στα αυτιά μιας παρέας Πατρινών που αποφάσισαν να της κάνουν πλάκα και εκμεταλλευόμενοι την κατάστασή της την έντυσαν νύφη και άρχισαν να την περιφέρουν στους δρόμους της πόλης, με ένα πλήθος να μαζεύεται γύρω της και να κοροϊδεύει την άτυχη γυναίκα. Το γεγονός έγινε το 1914 και την επόμενη χρονιά μάλιστα, το περιστατικό έγινε και επιθεώρηση. Τη Γιαννούλα υποδυόταν ένας άνδρας, ο βαυαρικής καταγωγής Εδμόνδος Φυρστ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η ίδια παρέα κατάφερε ξανά να πείσει τη Γιαννούλα ότι της είχε βρει σύζυγό. Την έντυσε νύφη και με τη συνοδεία ενός μεγάλου πλήθους και με όργανα, η Γιαννούλα έφτασε στην εκκλησία και παραδόθηκε στον υποτιθέμενο γαμπρό. Καθώς η εκκλησία ήταν κλειστή, της είπαν ότι θα αναζητούσαν επί τόπου ιερείς για να τους παντρέψουν. Τότε εμφανίστηκαν δύο άλλοι άντρες, που υποδύονταν τους στρατιωτικούς, οι οποίοι σύμφωνα με το σενάριο της φάρσας, πήραν τον γαμπρό.
Η ίδια παρέα συνέχισε να στήνει φάρσες σε βάρος αυτής της γυναίκας, με κατάληξη πάντα τη Γιαννούλα να ξεσπάει σε κλάματα και να γυρίζει σπίτι ντροπιασμένη. Σταδιακά η κατάστασή της επιδεινώθηκε αλλά η όλη διαπόμπευση συνεχίστηκε. Αποκορύφωμα ήταν ένας γάμος-φάρσα με τον Ουίλσον, στον οποίο 10.000 άτομα τη συνόδευσαν στο λιμάνι. Η Γιαννούλα πέθανε μέσα στη φτώχεια και τη μοναξιά στη διάρκεια της Κατοχής.
Η παράσταση
Η Χάνα Αρεντ στο κείμενο της για την κοινοτοπία του κακού έγραψε πως το μεγαλύτερο κακό είναι αυτό που διαπράττεται από μικρούς, ασήμαντους ανθρώπους. Από ανθρώπους δίχως κίνητρα, χωρίς πεποιθήσεις, χωρίς φανατισμό, χωρίς διαβολικές σκέψεις, από ανθρώπους που αρνούνται την ανθρωπιά τους. Από απλούς καθημερινούς ανθρώπους. Κάπως έτσι μπορεί κανείς να αντιληφθεί την αδιανόητα μεγάλη έκταση που πήρε η συλλογική καζούρα, το ψυχρό και απάνθρωπο bullying κατά της Γιαννούλας της Κουλουρούς από μια πόλη. Μια πόλη ανθρώπων καθημερινών, μιας κλειστής κοινωνίας που βρήκε στο πρόσωπο της αλαφροΐσκιωτης Γιαννούλας το ιδανικό θύμα για εμπαιγμό . Μια καζούρα που δε σταμάτησε με το θάνατο αυτής της γυναίκας, αλλά που συνεχίστηκε μέχρι πέρσι, εν είδει διασκεδαστικού δρώμενου στο Αποκριάτικο Καρναβάλι της Πάτρας, όταν και παρενέβη ο Σύλλογος Ψυχικής Υγείας της πόλης για να σταματήσει «ο εμπαιγμός ενός ανθρώπου με ψυχική νόσο και μαζί με αυτήν το άθλιο της συμπεριφοράς μερίδας πολιτών που με τη στάση τους μετέτρεψαν σε μαρτυρική τη ζωή του.»
Είναι άξιο αναφοράς ότι ο Γιώργος Παπαγεωργίου επιλέγει να ανεβάσει και να εκθέσει ιστορίες ανθρώπων που έχουν αδικηθεί, και να «αναγκάσει» το κοινό να αντικρύσει τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί κατά των αδύναμων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο υπάρχουν περιορισμένες ιστορικές αναφορές, μαρτυρίες και ένα κείμενο του Νίκου Πολίτη για τους ωραίους τρελούς της Πάτρας, επομένως το δραματουργικό βάρος έπεσε στην Θεοδώρα Καπράλου, η οποία χειρίστηκε τις πηγές της με φειδώ. Έγραψε ένα κείμενο μικρό, με αρκετές επαναλήψεις, που είχε πολύ δυνατά σημεία, ειδικά στους μονολόγους της Γιαννούλας, στερήθηκε όμως στο σύνολο του, του μεγάλου βάθους που θα μπορούσε να σηκώσει αυτή η ιστορία και που κάπως εξαντλήθηκε στις στιγματιστικές αναφορές για την νοητική αδυναμία της Γιαννούλας και τις επαναλήψεις λόγου και κίνησης στους γάμους.
Τις δραματουργικές αδυναμίες κάλυψε σε μεγάλο βαθμό η έξοχη σκηνοθεσία. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου έχει αποκτήσει ως σκηνοθέτης ένα προσωπικό ύφος το οποίο χαρακτηρίζεται όχι μόνο από εικονοπλαστική ικανότητα, αλλά από υψηλή ενσυναίσθηση. Έχτισε μια παράσταση που η αντίθεση μεταξύ της θλιβερής και συγκινητικής ύπαρξης της Γιαννούλας και της εγκληματικής ελαφρότητας των συμπολιτών της είναι έκδηλη. Για το λόγο αυτό έντυσε τους τρεις αφηγητές – πολίτες ως κομπερ τσίρκου, παρουσίασε την Γιαννούλα σαν «έκθεμα» μέσα στο στρογγυλό πάρκο, και χρησιμοποίησε ήχο δυνατό, φωνές, χορό ρυθμικό, με χάρη και πλατιά χαμόγελα. Οι αφηγητές του σαλτιμπάγκοι, οι οποίοι μπαινοβγαίνουν στην πορεία των γεγονότων, κινούνται παράλληλα μέσα στην ιστορία της Γιαννούλας και της Ελλάδας μέσα από σχόλια που αναφέρονται σε συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά και ιστορικά γεγονότα.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Παπαγεωργίου στην σκηνοθεσία του επέλεξε να παρουσιάσει τη Γιαννούλα όχι ως την τρελή του χωριού, με εξτραβαγκάντσες και ακρότητες, αλλά ως έναν άνθρωπο που υπέφερε, που ονειρευόταν, που έπεφτε θύμα της ανάγκης της για συντροφικότητα, του ονείρου της να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ίσως σε αυτό το κομμάτι να υστέρησε περισσότερο δραματουργικά το έργο, αφού η διερεύνηση της θυματοποίησης της Γιαννούλας έμεινε μετέωρη.
Η ευαισθησία της σκηνοθεσίας απογειώθηκε όμως στα τελευταία λεπτά της παράστασης με μια υπέροχη σκηνή στην ακροθαλασσιά, με τους ήχους της θάλασσας να δημιουργούνται από την κίνηση της πλαστικής κουρτίνας, και την κατάρρευση της Γιαννούλας. Έχοντας χάσει την πιθανότητα του ονείρου πια, η Γιαννούλα θα εκθέσει το γυμνό της σώμα, επιδιώκοντας την καταβύθιση στην απόλυτη γυμνότητα της ύπαρξης – εκεί δηλαδή όπου όλα τα μυστήρια χάνουν τη σημασία και τη γοητεία τους και μένει μόνο μια αλήθεια, η μορφή του συντετριμμένου ερωτικού υποκειμένου που μέσα από λέξεις προσπαθεί να εκφράσει την οδύνη για τον χαμένο έρωτα – μια οδύνη που δεν είναι της τάξης του λόγου αλλά περισσότερο ένας «σωματικός» παροξυσμός. Κι επειδή δεν μπορεί να εκφραστεί και να αποφορτιστεί αλλιώς η Γιαννούλα οδηγείται στη νοητική κατάρρευση, στη διάρρηξη του Εγώ, στην παράνοια, που εκφράζεται με μια κατάρα, με την πλήρη απάρνηση του ονείρου.
Είναι και η σκηνή που η Ελένη Τοπαλίδου είναι απόλυτα σπαρακτική. Καθ’όλη τη διάρκεια της παράστασης η Τοπαλίδου διατήρησε τον έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, αλλά κατάφερε να αποδώσει την ορμή, την ένταση, την οργή, τη θλιβερή μοναξιά της ηρωίδας της. Μια ερμηνεία με εσωτερικότητα που έφτασε στα όρια του εσωτερικού σπαραγμού για την τελεσίδικη και αθεράπευτη μοναξιά .
Ο Μιχάλης Συριόπουλος έξοχος αφηγητής, με γοητεία και δυναμική, ο Κίμωνας Κουρής εκφραστικός, με άνεση και πλαστικότητα, η Αθανασία Κουρκάκη με μια υφέρπουσα ειρωνεία που καταδείκνυε όλη την περιφρόνηση και τον εμπαιγμό της κοινωνίας της Πάτρας.
Ειδική μνεία στο σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού που έστησε ένα σκηνικό ξεχασμένου καρναβαλιού, με τα άρματα και τους βασιλείς καρνάβαλους, και που κάλυψαν επιτυχημένα τον τεράστιο χώρο Η του φεστιβάλ.Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, άξιοι αναφοράς, συνέβαλαν τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα, και ειδικά στο τέλος στη σταδιακή αποκάλυψη – ξεγύμνωμα της Γιαννούλας και των συναισθημάτων της. Τα κουστούμια ταιριαστά στη σκηνοθετική προσέγγιση. Η μουσική της Ματούλας Ζαμάνη που, εύστοχα παίχτηκε ζωντανά, πολύτιμη για το λαϊκό θέατρο που έστησε ο Γιώργος Παπαγεωργίου.
Στο σύνολο της πρόκειται για μια παράσταση που παρά τις δραματουργικές της αδυναμίες κατάφερε, μέσα από την πολύ ευαίσθητη σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Παπαγεωργίου, να συγκινήσει, και να στηλιτεύσει τη νομιμοποίηση της αρρωστημένης συμπεριφοράς απέναντι σε έναν ψυχικά πάσχοντα άνθρωπο, που επέβαλλε μια ολόκληρη κοινωνία για έναν αιώνα, προσφέροντας μια μικρή δικαίωση στη βασανισμένη ψυχή αυτής της γυναίκας.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Κείμενο: Θεοδώρα Καπράλου
Σκηνογράφος: Ευαγγελία Θεριανού
Ενδυματολόγος: Βασιλική Σύρμα
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Ηχολήπτης: Δημήτρης Δημητριάδης
Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα
Μουσική: Ματούλα Ζαμάνη
Βοηθός σκηνογράφου: Έλλη Παπαδάκη
Α’ βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Καλακίδης
Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννης Λατουσάκης
Εκτέλεση παραγωγής: Νίκος Συμεωνάκης
Επικοινωνία Μαρία Τσολάκη
Παραγωγή: Goo Theater Company
Παίζουν: Έλενα Τοπαλίδου, Μιχάλης Συριόπουλος, Κίμωνας Κουρής, Αθανασία Κουρκάκη
Μουσικοί: Μένιος Γούναρης, Γιάννης Κονταράτος, Ρία Ελληνίδου, Παναγιώτης Τσάκος
Συμμετέχουν οι εθελοντές: Δημήτρης Φριτζέλας, Θησέας Παπαπαναγιώτης, Ζαχαρίας Γουέλα, Σπυρίδων Κεκρίδης, Δημήτριος Κυπραίος, Μύριαμ Τσούμπου, Ναταλία Σουίφτ, Σεμέλη Μητροπούλου, Χρήστος Ρενέσης, Αιμιλία Κεφαλά, Ιωάννης Τομάζος, Άδωνης Χατζηπόπης