Ηθοποιός, σκηνοθέτης, τα πάντα ποιών σε μια παράσταση…. Ένας άνθρωπος που «μυρίζει» θέατρο και δημιουργία. Όμορφος, ψηλός, ευθυτενής, με άνεση και βλέμμα διερευνητικό. Χειμαρρώδης στο λόγο, ήρεμος και ζεστός. Ο Γιώργος Νανούρης. Έχει υπογράψει σκηνοθετικά τα τελευταία χρόνια μερικές από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές επιτυχίες, με την Κατερίνα του να συνεχίζει να αποσπά θερμές κριτικές, και να καθηλώνει, αλλά και το Χειρόγραφο να συγκινεί βαθιά τους θεατές, που λάτρεψαν το μύθο και πορεύθηκαν για χρόνια με την φωνή της Χαρούλας Αλεξίου.
Συναντηθήκαμε μέσα σε μια περίοδο που και τα δυο αυτά έργα συνεχίζουν την πορεία τους. Το Χειρόγραφο έκλεισε μόλις τον δεύτερο κύκλο του στην Αθήνα, και ξεκινά στις 4 Νοεμβρίου και στη Θεσσαλονίκη, ενώ η Κατερίνα μετά από μια θριαμβευτική πορεία στη συμπρωτεύουσα, ετοιμάζεται να ξαναταξιδεψει Λονδίνο και να επιστρέψει στην Αθήνα για λίγες ακόμα παραστάσεις.
Ακολουθεί η συνέντευξη.
Κ.Σ. Σε γνωρίσαμε αρχικά ως ηθοποιό, μέσα από τη Σπείρα Σπείρα στη συνέχεια, και σε δουλειές διαφορετικού χαρακτήρα. Πώς προέκυψε όμως η σκηνοθεσία;
Γ.Ν. Κάποια στιγμή, οι μαθητές μου στη δραματική σχολή που διδάσκω μου ζήτησαν, επειδή τους άρεσε το μάθημα μου, να τους σκηνοθετήσω μια παράσταση. Τους είπα ότι πέρα από τα πράγματα που κάνουμε στη σχολή δεν είμαι σκηνοθέτης, δεν μπορώ να κάνω ένα έργο συγκεκριμένο. Εκείνη την περίοδο όμως διάβαζα τις συνεντεύξεις μεταναστών, που ήταν αληθινές ιστορίες και τους είπα ότι έχω μαζέψει υλικό από πραγματικές συνεντεύξεις, και αν ήθελαν, θα μπορούσαμε να δουλέψουμε πάνω σε αυτές και να δούμε τι μπορεί να βγει από το υλικό αυτό. Και έτσι φτιάχτηκε το έργο «Εδώ», που ξεκίνησε σε ένα χώρο στο Γκάζι, που μας είχαν δώσει κάποιοι φίλοι για 10 ημέρες – είναι το σημερινό Κ44. Και ενώ ξεκίνησε για 10 ημέρες, η παράσταση παίχτηκε για 2 χρόνια, την πήρε το Φεστιβάλ Αθηνών. Ήταν η πρώτη παράσταση που έκανα με φακούς – γιατί δεν είχαμε καθόλου χρήματα. Πιο πριν είχα δοκιμάσει και κάποια πράγματα μόνος μου, αλλά ουσιαστικά από τότε άρχισε αυτή η ιστορία της σκηνοθεσίας.
Κ.Σ Υπήρξαν άνθρωποι που σε ενέπνευσαν ή σε παρότρυναν να συνεχίσεις;
Γ.Ν. Μετά από αυτήν την παράσταση ήρθε ο Κραουνάκης να με δει, γιατί ήμουν παράλληλα και στη Σπείρα Σπείρα τότε, και μου είπε « θα γίνεις σκηνοθέτης». Το είπε έτσι απλά, με «τελεία», ούτε ως ερώτηση, ούτε υποθετικά. Δεν με παρότρυνε κανείς, αλλά από τότε ξεκίνησε κάτι με τη σκηνοθεσία, που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ… μου ζητούσαν να σκηνοθετήσω, το έφερε η ζωή σιγά σιγά.
Κ.Σ. Και στο Εδώ, και στην Πέτρα της Υπομονής, στην Κατερίνα, το Χειρόγραφο, έχουμε πραγματικές ιστορίες ανθρώπων, βιογραφίες. Είναι ένα είδος που το επιλέγεις, σε επιλέγει…;
Γ.Ν. Και τα δυο. Επειδή δεν νιώθω ότι είμαι κανονικός σκηνοθέτης, αλλά ένας ηθοποιός που σκηνοθετεί, δε σκέφτομαι τι έργο να ανεβάσω ως σκηνοθέτης, ή να πάρω το τάδε γνωστό έργο να το ανεβάσω γιατί έχω τη ματιά μου να δείξω σε αυτό. Καθόλου. Καταρχάς με ενδιαφέρει να παίρνω κείμενα που δεν είναι γραμμένα για το θέατρο, και που τις περισσότερες φορές δεν έχουν παιχτεί και ποτέ. Αυτό με εξιτάρει πολύ, η διαδικασία δηλαδή της μετατροπής ενός λογοτεχνικού κειμένου σε θεατρικό. Οι ιστορίες αυτές άγγιξαν εμένα, είτε ήταν τα βιβλία που διάβασα, είτε οι συνεντεύξεις, ακόμα και αν δεν τις ανέβαζα στο θέατρο. Και η Πέτρα της Υπομονής βασίστηκε στο βιβλίο που διάβασα για το τι περνούν οι γυναίκες στο Αφγανιστάν. Και η Κατερίνα… είναι πράγματα που μου έκαναν κάτι μέσα μου, και ένιωσα ότι αυτά θα ήθελα να τα επικοινωνήσω κι εγώ με τη σειρά μου στον κόσμο, που μπορεί να μην τα είχε διαβάσει, μέσα από το θέατρο. Επειδή μου άρεσαν εμένα πολύ, κι όχι για να ανεβάσω ένα έργο οπωσδήποτε.
Κ.Σ. Δεν είναι επομένως παραστάσεις που είχες σκεφτεί να ανεβάσεις επειδή αγαπούσες τα έργα αυτά.
Γ.Ν. Όχι γιατί δεν είχα ποτέ όνειρο σκηνοθεσίας εγώ, επομένως δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα ήθελα να σκηνοθετήσω κάποια έργα συγκεκριμένα. Κι επειδή κάπως έτσι ξεκίνησε, με τις ιστορίες αυτές, κάπως έτσι συνεχίστηκε κιόλας. Τι με συγκινεί, τι με κινητοποιεί, για τι θέλω να μιλήσω. Αλλά μου αρέσει αυτό, για μένα είναι κάτι πολύ δημιουργικό, γιατί μπαίνω στη διαδικασία της μετατροπής. Όταν κάνω αυτή τη δραματουργική επεξεργασία και τη διασκευή, εκεί φτιάχνεται και η παράσταση. Και μπαίνοντας μετά στην πρόβα είμαι πολύ πιο έτοιμος, γιατί έχει προηγηθεί όλο αυτό.
Κ.Σ. Είσαι άνθρωπος της πρόβας ή της παράστασης;
Γ.Ν. Και τα δυο… μου λένε όλοι γιατί πάω συνέχεια στις παραστάσεις μου. Γιατί είμαι κάθε μέρα εκεί…
Κ.Σ. Και πρέπει να σου πω ότι μου έχει κάνει κι εμένα μεγάλη εντύπωση αυτό.
Γ.Ν. Θα σου πω τι συμβαίνει, γιατί το έψαξα κι εγώ. Συνειδητοποίησα ότι εγώ έχω μάθει ως ηθοποιός μόλις τελειώσει η πρόβα να είμαι στις παραστάσεις κάθε μέρα. Δεν έχω μάθει να τελειώνει η πρόβα και να τελειώνει και η παράσταση. Οπότε το κανονικό για μένα είναι ότι κάνω τις πρόβες και μετά πάω κάθε μέρα στο θέατρο. Δεν ξέρω κάτι άλλο. Επίσης επειδή όλες αυτές οι παραστάσεις είναι αρκετά προσωπικές, θέλω να είμαι εκεί, τις νιώθω σαν παιδιά μου. Θέλω να τσεκάρω ότι όλα πάνε καλά. Για παράδειγμα χτες είχαμε πρόβλημα με ένα μηχάνημα, δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν ήμουν εκεί. Δεν μπορώ να λείπω, φοβάμαι.
Κ.Σ. Η Σάρα Κέιν είπε «Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να παίξω με τα συναισθήματα ή με τις απόψεις του κόσμου. Προσπαθώ απλώς να πω την αλήθεια για την ανθρώπινη συμπεριφορά όπως τη βλέπω εγώ»… Πόσο υπηρετείς το έργο στη σκηνοθεσία σου και πόσο μεταφέρεις τη δική σου κατανόηση των πραγμάτων;
Γ.Ν. Όταν διαλέγω ένα κείμενο θέλω να κάνω την παράσταση λόγω του κειμένου. Οπότε το πρώτο μέλημα μου είναι να επικοινωνήσω το κείμενο που με συγκίνησε κι εμένα, που με έκανε να θέλω να το ανεβάσω. Οπότε σέβομαι το κείμενο. Και αν μπορώ να το αναδείξω με τη σκηνοθεσία μου ακόμα καλύτερα. Σε καμία περίπτωση δε θέλω να καπελώσω το κείμενο, δεν μου αρέσουν οι σκηνοθετίλες, και δεν μου αρέσει να κατακρεουργώ τα κείμενα που εγώ έχω επιλέξει να ανεβάσω. Τα σέβομαι, γιατί με έχουν συγκινήσει, και θέλω και στον κόσμο, μέσα από τη δική μου ματιά από αυτό που πήρα από το κείμενο, αυτό να δώσω. Στο βιβλίο για παράδειγμα, η Κατερίνα είναι πιο σκληρή. Εγώ ήθελα να την αγαπήσει ο κόσμος, να καταλάβει δηλαδή ότι αυτή η σκληρότητα της πηγάζει από την αρρώστια της, και όχι από έναν κακό χαρακτήρα. Αν θες, αυτή είναι η ματιά μου για την Κατερίνα. Το έλεγα συνέχεια στη Λένα, ότι θέλω ο κόσμος να την αγαπήσει, θέλω ακόμα και όταν ουρλιάζει ο άλλος να την καταλάβει γιατί το κάνει και να συμπάσχει μαζί της. Από την άλλη, όσον αφορά αυτή την πραγματικότητα που ήθελε η Σάρα Κέιν να τη δίνει με το δικό της τρόπο, θα ήθελα με το θέατρο να δίνω την πραγματικότητα μεν, αλλά με ποιητικό τρόπο. Γιατί αυτό μου λείπει από την ζωή μου, και από τις ζωές όλων μας. Δε μου αρέσει ο ωμός ρεαλισμός. Γιατί τον ζω στην καθημερινότητα μου και δε θέλω να τον αναπαράγω και στο θέατρο. Μου λείπει η ποίηση. Οπότε ακόμα και τις πιο σκληρές ιστορίες που μπορεί να έχω κάνει, με κάποιο τρόπο τις κάνω πιο ποιητικά. Αυτό προσπαθώ.
Κ.Σ. Ας σταθούμε λίγο στην Κατερίνα. Ένα από τα θέματα που πραγματεύεται είναι η ψυχική νόσος, χωρίς όμως να ζητά τον οίκτο του θεατή. Εσύ όταν στέκεσαι ως θεατής απέναντι στην παράσταση αυτή τι συναισθήματα έχεις τώρα πια;
Γ.Ν. Η παράσταση αυτή παίζεται πολύ καιρό, και πια έχει λιώσει, την ξέρουμε απέξω και ανακατωτά, αλλά ο κόσμος την βλέπει για πρώτη φορά. Και επειδή είναι έτσι η παράσταση που εγώ βρίσκομαι ανάμεσα στον κόσμο, με συγκινεί κάθε μέρα η αντίδραση των ανθρώπων που βλέπουν την παράσταση, και με κάνει και εμένα να νιώθω την ίδια συγκίνηση σαν να είναι η πρώτη φορά. Και αυτό που με συγκινεί περισσότερο δεν είναι ότι μπορεί να κλαίνε, αλλά η απόλυτη ησυχία που υπάρχει σε κάποια σημεία της παράστασης, κάτι που συμβαίνει πάντα με όλον τον κόσμο. Και τώρα στη Θεσσαλονίκη που παίζαμε σε ένα τεράστιο θέατρο 500 θέσεων, δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε ανάσα.. είναι το πιο συγκινητικό πράγμα. Νιώθεις ότι το σέβονται, ότι τους έχει πάρει. Και γενικά ό,τι συνέβη με την Κατερίνα είναι ανέλπιστο και συγκινητικό.
Κ.Σ. Είχα δει την Κατερίνα στο Αναλόγιο που είχατε κάνει στον Ιανό, και μετά πάλι ως παράσταση στο Βασιλάκου. Τη βρήκα όχι απλά συγκινητική, αλλά σπαρακτική. Ωστόσο είναι πολύ σημαντικό ότι έχεις κρατήσει το χιούμορ του Κορτώ στην παράσταση, κάτι που είναι αρκετά δύσκολο να βγει επιτυχημένα.
Γ.Ν. Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, γιατί είναι ο σεβασμός που σου έλεγα για το κείμενο. Αυτός ο άνθρωπος έτσι γράφει, άρα πρέπει να αποδώσεις στο θεατή τον τρόπο γραφής. Η Κατερίνα είναι 22 σελίδες, και το βιβλίο 260. Είναι το 10% περίπου, οπότε μέσα από αυτές τις σελίδες ήθελα να περάσει όλο το φάσμα του τρόπου γραφής του Αύγουστου, αλλά και του τρόπου ζωής της Κατερίνας. Σαρκαζόταν και η ίδια. Και όταν ζεις μια κατάσταση κάθε μέρα, αν δεν τη σαρκάσεις και λίγο δεν θα την αντέξεις.
Κ.Σ Έχοντας πια έναν χρόνο μεγάλης επιτυχίας και αποδοχής με το Χειρόγραφο, και καθώς συνεχίζεται ακόμα, όταν σκέφτεσαι όσα σας οδήγησαν μέχρι εδώ, πώς βλέπεις τις δυσκολίες που είχες να αντιμετωπίσεις σκηνοθετώντας έναν μύθο του μεγέθους της Χαρούλας Αλεξίου;
Γ.Ν. Το καλοκαίρι διάβαζα σε ένα site ένα άρθρο με τίτλο «οι 10 τραγουδίστριες με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών στην Ελλάδα». Και νούμερο 1 είναι η Χαρούλα. Διαβάζοντας το, «ξαναθυμήθηκα» ποια είναι η Χαρούλα, και ποιο είναι το μέγεθος που λες. Γιατί όταν αρχίζεις να δουλεύεις με τους ανθρώπους, κάποια στιγμή ίσως λίγο το ξεχνάς, ή πρέπει να το ξεχάσεις, γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου από τη μεγάλη αγωνία. Πρέπει να σκεφτείς ότι αυτός ο άνθρωπος σε έχει φωνάξει ως επαγγελματία, άρα πρέπει εσύ να καταπολεμήσεις αυτό το άγχος, ότι είναι ο μύθος. Πρέπει να το βάλεις στην άκρη, για να κάνεις τη δουλειά σου. Χωρίς να το ξεχνάς, βέβαια, αλλά βρίσκεις μια ισορροπία. Η ίδια η Χαρούλα, όμως, είναι τόσο κανονική στη ζωή της, και τόσο κανονική στις πρόβες, και τόσο έτοιμη… έκανε ό,τι της ζητούσα στις πρόβες, κάναμε πολλές ασκήσεις , και τα έκανε όλα σαν να ήταν μια μαθήτρια. Και αυτό είναι κάτι που με χαλάρωσε κι εμένα. Νομίζω ότι επειδή ακόμα παίζεται το Χειρόγραφο, και είναι τόσο ζωντανό ακόμα, μετά από λίγα χρόνια , όταν θα πάρω μια απόσταση, θα πω «α, τι έκανα τότε, τη ζωή της Αλεξίου…» Τώρα είμαι ακόμα μέσα σε αυτό και προσπαθώ να το χαίρομαι. Γιατί είναι χαρά, συγκίνηση.
Κ.Σ Βλέποντας το Χειρόγραφο, θεωρώ ότι ήταν ένα μωσαϊκό των πραγμάτων που έχουμε διαισθανθεί παρακολουθώντας τη Χαρούλα όλα αυτά τα χρόνια, μια σύνθεση των ψηγμάτων αυτών που είχαμε εμείς καταλάβει για τη ζωή της.
Γ.Ν. Αυτό ήταν το ζητούμενο. Θέλαμε να δείξουμε λίγο από όλα τα κομμάτια της. Για αυτό έχει και το χιούμορ, και τη θλίψη, τη χαρά, το ερωτικό κομμάτι, τους γονείς. Έχει από όλα, όπως είναι μια ζωή. Και εγώ όταν είδα την πρώτη γενική πρόβα, και κάθισα κι εγώ να το δω στη ροή του, επειδή την παρακολουθώ κι εγώ από πολύ μικρός, συνειδητοποίησα ότι με όλα αυτά τα τραγούδια έχουμε κι εμείς συνδεθεί, και έχουμε συνδέσει έρωτες, επιτυχίες, τσακωμούς, χωρισμούς, σχολές…τα πάντα. Και τώρα που περνάνε όλα αυτά ένα ένα, γίνεται και μια προσωπική δική μας αναδρομή. Είναι η ζωή της, αλλά είναι και η ζωή μας. Αυτό προέκυψε μέσα από την παράσταση. Και αυτό είναι πολύ μαγικό και ωραίο.
Κ.Σ. Tόσο στην Κατερίνα όσο στο Χειρόγραφο, υπάρχουν έντονα δίπολα: Σκοτάδι – φως, μοναξιά – έκθεση σε κόσμο, υπερβολή – εσωτερικότητα. Πώς διαχειρίστηκες εσύ δημιουργικά τα δίπολα αυτά;
Γ.Ν. Στη μια περίπτωση το δίπολο έχει να κάνει με την αρρώστια. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που κλαίει, γελάει, και μέσα του συμβαίνουν χιλιάδες πράγματα. Οπότε εγώ ήθελα να προσπαθήσω να δείξω αυτό στον κόσμο, ότι μπορεί για παράδειγμα να τη βλέπεις περιποιημένη, φτιαγμένη, και εκείνη μέσα της να νιώθει ένα τέρας. Κάπως να επικοινωνήσουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν. Αυτό ήθελα να δείξω και νομίζω ότι το εύρημα με το φακό βοήθησε. Όταν το είχα χρησιμοποιήσει πρώτη φορά ήταν για πρακτικούς λόγους, γιατί δεν είχαμε χρήματα, ενώ τώρα στην Κατερίνα ήταν καθαρά για καλλιτεχνικούς λόγους, ήταν άποψη. Είπα ότι ο μόνος τρόπος να δείξω ταυτόχρονα το μέσα και το έξω της Κατερίνας, το φως και το σκοτάδι, είναι αυτός. Και φαίνεται ότι μάλλον επετεύχθη ο στόχος αυτός. Στο Χειρόγραφο, έχουμε μια γυναίκα κανονική, ένα κορίτσι από μια φτωχή οικογένεια, που το φέρνει έτσι η μοίρα και γίνεται η μεγαλύτερη τραγουδίστρια της χώρας της. Ακόμα και ότι αλλάζει όνομα και γίνεται η Χάρις Αλεξίου, ενώ μέσα της είναι η Χαρίκλεια Ρουπάκα, αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει. Έχουμε πάλι δυο εαυτούς: τη Χάρις Αλεξίου που είναι πάνω στη σκηνή, που την ξέρουμε όλοι ότι είναι αυτή η βασίλισσα, η θεά, το μυθικό πλάσμα, αλλά υπάρχει και η Χαρίκλεια Ρουπάκα που είναι στο σπίτι, που είναι αλλιώτικη, που έχει τα προβλήματα της, τα θέματα της. Υπάρχουν δυο κόσμοι με άλλο τρόπο. Για αυτό η παράσταση είναι η μισή ασπρόμαυρη, και είναι ένα πράγμα που δεν καταλαβαίνεις ακριβώς τι είναι: είναι το μυαλό της, είναι η ψυχή της; Είναι ένα πρόσωπο που μιλά, που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Και μετά υπάρχει ο κόσμος ο χρωματιστός, με τα ωραία χρώματα, τα λαμπερά, τα ωραία ρούχα, που είναι το παραμύθι που ζει.
Κ.Σ. Ο μονόλογος, απαιτητικό θεατρικό είδος από την φύση του, αποτελεί δοκιμασία τόσο για τον ηθοποιό καθώς τον αφήνει εντελώς εκτεθειμένο επί σκηνής, αλλά και για το δημιουργό και σκηνοθέτη Ποιες προκλήσεις και δυσκολίες, ενδεχομένως, συνάντησες ως σκηνοθέτης αλλά και δημιουργός στους μονολόγους αυτούς;
Γ.Ν. Στη δική μου περίπτωση επειδή αυτοί οι μονόλογοι δεν ήταν έργα, δεν είχα τίποτα στα χέρια μου. Στη Χαρούλα ειδικά δεν είχαμε ούτε κείμενο, φτιάξαμε τα πάντα από την αρχή. Έπρεπε να γίνει και η δραματουργία από την αρχή. Αν δεις πόσες φορές έχει τυπωθεί το Χειρόγραφο, δεν θα το πιστεύεις… πόσες φορές αλλάξαμε τη σειρά κάποιων πραγμάτων, ποιο τραγούδι θα μπει εκεί, πότε θα μπεί. Επειδή βέβαια έχω κάνει αρκετούς μονολόγους, και με την Πέτρα της Υπομονής και τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, αρχίζει να μου γίνεται πολύ οικείο. Το καλό είναι ότι επειδή έχεις έναν άνθρωπο, έχεις πολύ χρόνο να δουλέψεις μαζί του. Να τον δουλέψεις ως ηθοποιό. Έχεις ευελιξία στο μονόλογο και χρησιμοποιείς όλο το χρόνο σε έναν άνθρωπο. Επίσης, σε όλες τις παραστάσεις που έχω κάνει, νομίζω ότι δε λες σε καμία ότι είδες έναν μονόλογο. Λες ότι είδες μια παράσταση. Νιώθεις ότι βλέπεις μια ολοκληρωμένη παράσταση που δε σου λείπει ο άλλος ερμηνευτής. Αυτό με αφορά εμένα, να μην έχεις την αίσθηση ότι είδες απλά ένα μονόλογο. Κι επειδή ξέρω πως είναι να είναι ο ηθοποιός μόνος του στη σκηνή, προσπαθώ να δημιουργώ πατήματα τέτοια, ώστε να βοηθηθεί, να πηγαίνει από το ένα πράγμα στο άλλο. Όταν έχεις έναν συμπαίκτη, θα σου δώσει μια ατάκα, θα σε πάει παρακάτω. Όταν είσαι μόνος σου, ακόμα και όταν ξεχαστείς δεν έχεις κάποιον να σε επαναφέρει. Πρέπει να υπάρχουν πατήματα μέσα στην παράσταση, ώστε ο ερμηνευτής που είναι μόνος του να έχει δικλείδες ασφαλείας, ώστε και να γίνει κάτι, να ξέρει που να πάει.
Κ.Σ. Παρακολουθώντας κάποια από τα τελευταία σου έργα, διαπιστώνω μια ιδιαίτερα εύστοχη ψυχανάλυση της γυναικείας φύσης.
Γ.Ν Δεν ξέρω πώς γίνεται, αλλά εκ των υστέρων κατάλαβα κι εγώ ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, και γιατί μου το λένε όλοι. Και το κείμενο βέβαια με οδηγεί, γιατί και αυτό όταν το διαβάζω πρέπει να σκάψω, να καταλάβω το κίνητρο, και ό,τι δεν φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση. Αυτό είναι κομμάτι δουλειάς, που ψάχνεις, ανατρέχεις, αφενός, αφετέρου έχω κάτι που ίσως είναι ένστικτο, ή η ψυχή μου που με οδηγεί σωστά να κατανοήσω αυτό το κομμάτι. Ίσως πρέπει να κάνω και έναν ανδρικό μονόλογο να δω τί γίνεται και με αυτό ! (γέλια).
Πάντα βέβαια οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι πιο ενδιαφέροντες γιατί ο τρόπος σκέψης των γυναικών είναι πιο δαιδαλώδης, και είναι πολύ ωραίο να ψάξεις να βρεις γιατί έχει ειπωθεί κάτι, τι γίνεται. Και στη Σονάτα είναι μια γυναίκα που κάθεται σπίτι μόνη της και περιμένει το τέλος. Όλα αυτά θέλει να τα πιάσεις με αγάπη. Δε μου αρέσει έτσι κι αλλιώς η σκληρότητα, έχει υπάρξει πολύ στη ζωή, και θέλω κάτι άλλο. Και θα το ξαναπώ, θέλω να καταλάβει ο θεατής το κίνητρο του άλλου. Για παράδειγμα, όταν έκανα την παράσταση με τους μετανάστες, στο Εδώ, αν έστω και ένας θεατής έλεγε ότι δεν θα ξανακοιτάξει τους μετανάστες με τον ίδιο τρόπο, είχα πετύχει το στόχο μου. Βλέπει ο θεατής από μέσα πια, αυτό που δεν φαίνεται στην επιφάνεια.
Κ.Σ Το «σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη» δημιουργεί εύλογα πια μια μεγάλη αποδοχή. Σε αγχώνει αυτό για τις μετέπειτα επιλογές σου;
Γ.Ν. Με αγχώνει κάθε δουλειά όταν την ξεκινώ, πώς θα την κάνω. Αυτό ναι με αγχώνει. Αυτό που λες εγώ δεν το βιώνω, δεν με παίρνουν τηλέφωνο να μου λένε τι ωραία που σκηνοθετώ. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα κύμα, και αυτό είναι πολύ ωραίο, αλλά είμαι και κάπως προστατευμένος, γιατί και το οικογενειακό μου περιβάλλον δεν ασχολείται με αυτό, άρα με προσγειώνει πολύ και μου κάνει καλό. Με ρωτάνε για παράδειγμα «αυτό που έγινε με την Κατερίνα, πώς θα το ξανακάνεις»… όχι δεν θα το ξανακάνω, δεν μπορείς να κάνεις κάθε μέρα Κατερίνα. Η Κατερίνα είναι αυτόνομη, η Χαρούλα επίσης. Μπορεί να κάνω μια παράσταση αύριο και να μην πατήσει κανείς, να είναι χάλια. Αυτό με αγχώνει, να κάνω την παράσταση καλά, αλλά όχι τόσο καλά όσο την Κατερίνα ή τη Χαρούλα. Αλλά δεν το ξέρεις… την Κατερίνα για ένα μήνα θα την ανεβάζαμε. Κάθε έργο έχει τη δική του πορεία.
Κ.Σ. Τι σε παρηγορεί στις δύσκολες μέρες που ζούμε;
Γ.Ν. Είμαι από τους τυχερούς. Πέρα από το κομμάτι της δουλειάς, που αντικειμενικά δουλεύω πολύ, το να πάνε καλά τα πράγματα, είναι και θέμα τύχης. Να έρθει για παράδειγμα η Αλεξίου να σε δει και να σου πει ότι θέλει να τη σκηνοθετήσεις… είναι τύχη αυτό. Είμαι λοιπόν από τους τυχερούς. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ξέρω τι συμβαίνει δίπλα μου. Κολλητοί μου άνθρωποι δεν είναι από τους τυχερούς. Προσπαθώ να είμαι ήσυχος, ξέρω ότι μπορεί να ανατραπεί από στιγμή σε στιγμή και με παρηγορεί ότι σε αυτές τις δύσκολες στιγμές που ζούμε καταφέρνω να επιβιώνω κάνοντας αυτά που θέλω, έχοντας πια επιλογές. Γιατί πραγματικά επιλέγω αυτά που θέλω να κάνω. Είναι απίστευτο για μένα αυτό.
Κ.Σ Δουλεύοντας με νέους ανθρώπους στα μαθήματα, τι συμβουλές τους δίνεις;
Γ.Ν. Υπάρχει δυστυχώς πολύ μεγάλη απόσταση. Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα, και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν το θέατρο πολλές φορές, ή αυτό που νομίζουν πώς είναι το θέατρο, έχει διαστρεβλωθεί πολύ. Όλα αυτά τα σόου στην τηλεόραση, που έχουν μεγαλώσει μια γενιά πια, κάνουν τα παιδιά να νομίζουν ότι με μια εβδομάδα μπορεί να γίνει κάποιος ηθοποιός και τραγουδιστής. Και δε φταίνε τα παιδιά για όλο αυτό, όταν μεγαλώνουν έτσι, και φτάνουν είκοσι χρονών και νομίζουν ότι έτσι είναι ο κόσμος. Εγώ τους συμβουλεύω να βλέπουν πολύ θέατρο, για να καταλάβουν ποιος κάνει τι. Να δουν όλα τα είδη, έτσι ώστε ξέρουν τι τους πηγαίνει. Η μόνη μας παιδεία είναι να βλέπουμε παραστάσεις. Δεν έχουμε κάτι άλλο. Στις σχολές μαθαίνεις κάποια πράγματα, τεχνικά κυρίως, έρχεσαι σε επαφή με το σώμα σου, τη φωνή σου, τα συναισθήματα, αλλά η πραγματική μας εκπαίδευση είναι το θέατρο. Εγώ έβλεπα όλες τις παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Όλες, κάθε καλοκαίρι. Έτσι εκπαιδεύεσαι. Πρέπει τα παιδιά να γνωρίζουν το θέατρο, να μάθουν τι υπάρχει. Γιατί πολλοί δε γνωρίζουν.
Κ.Σ. Κάθε χρόνο οι παραστάσεις στην Αθήνα αυξάνονται εντυπωσιακά. Κατά τη γνώμη σου η στροφή αυτή προς το θέατρο είναι μία ανάγκη ή μία «μόδα» που με την πάροδο του χρόνου θα δώσει τη θέση της σε κάτι άλλο ή είναι μια ανάγκη έκφρασης;
Γ.Ν. Καταρχάς η πληθώρα παραστάσεων υπήρχε πάντα, είχαμε από παλιά πολλές παραστάσεις αναλογικά με το μέγεθος της πόλης μας. Ως λαός έχουμε παράδοση στο θέατρο, όπως οι Ιταλοί στην όπερα, ή οι Αμερικάνοι στο σινεμά. Ο κόσμος πηγαίνει θέατρο σε σχέση με άλλες πρωτεύουσες, οπότε το έχουμε μέσα μας, ευτυχώς. Ότι ο κόσμος προσπαθεί να πειραματιστεί, ότι μαζεύεται και κάνει παραστάσεις εμένα μου αρέσει πολύ. Από εκεί και πέρα, μέσα σε αυτήν την υπερπληθώρα κάτι καλό μπορεί να χαθεί, αλλά και κάτι καλό μπορεί να αναδειχθεί. Γιατί όλοι από εκεί προερχόμαστε. Κι εγώ έτσι ξεκίνησα, σε θέατρο 30 θέσεων. Ήμουν και είμαι ένας από αυτούς. Δεν ξέρεις από όλα αυτά τι θα γεννηθεί, και ποιο διαμαντάκι μπορεί να λάμψει. Το ότι είναι δύσκολα, ναι είναι για όλους.
Κ.Σ. Χρησιμοποιώντας έναν τίτλο από παλαιότερο έργο σου… από τι ζουν οι άνθρωποι τελικά σήμερα?
Γ.Ν. Καθένας ζει από αυτό που του επιτάσσει η ψυχή του και το μυαλό του. Δυστυχώς μια μεγάλη μερίδα ζει με το ψέμα, και την απάτη, μια άλλη μερίδα ζει με την αγάπη. Θα ήθελα να ζω χωρίς εντάσεις, με ηρεμία, κάνοντας τα πράγματα που αγαπώ. Αυτό που ζω τώρα θα ήθελα να συνεχιστεί, να κάνω αυτό που μου αρέσει και να έχω επιλογή, και να ζω με ανθρώπους με τους οποίους νιώθω συμβατός, και με τους οποίους δε χρειάζεται να εξηγώ πολλά πράγματα. Ότι είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Αυτό με χαλαρώνει και με ηρεμεί.
Κ.Σ. Αυτός είναι και ένας τρόπος με τον οποίο επιλέγεις τους συνεργάτες σου;
Γ.Ν. Ναι πια καταλαβαίνεις ποιοι είναι συγγενείς σου καλλιτεχνικά. Δε μου αρέσουν ούτε στις πρόβες οι εντάσεις, και όποτε έχει συμβεί αυτό έχω περάσει πολύ άσχημα. Οπότε φροντίζω να μη συμβαίνει αυτό όσο γίνεται. Μεγαλώνοντας δε γίνεται να μην περνάς ωραία με αυτό που κάνεις. Θέλεις από τη δουλειά που κάνεις να περνάς όμορφα. Και το φροντίζω αυτό, το θέλω, το επιδιώκω δηλαδή.
Κ.Σ. Σε ευχαριστώ πολύ!
Γ.Ν. Κι εγώ
Αποκλειστική Συνέντευξη & φωτογράφιση στην Κάτια Σωτηρίου για το mytheatro.gr
- Δείτε τις Φωτογραφίες σε μεγάλη ανάλυση στο facebook.com/mytheatro/
- Ευχαριστούμε την Ελπίδα Μουμουλίδου για τη φωτογράφιση
Πολυ ωραία συνεντευξη, και οι φωτός σούπερ!! Μακάρι να συνεχιζόταν το χειρόγραφο κι αλλο! Τρομερή σκηνοθεσία της Χαρουλας!
Πολύ ταλαντούχο παιδί! Καταπληκτικές οι τελευταίες του παραστάσεις!