- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
- Φωτογραφίες για το mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου
Ο Γλάρος, το εμβληματικό έργο του Τσέχωφ ανεβαίνει για πρώτη φόρα στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή.
Η υπόθεση
Ένα μοιραίο καλοκαιρινό βράδυ, ο πολλά υποσχόμενος νέος συγγραφέας Τρέπλιεφ ανεβάζει το πρώτο του θεατρικό έργο στον κήπο του εξοχικού της οικογένειας δίπλα από τη λίμνη, με σκοπό να εντυπωσιάσει, μέσα από έναν καινούργιο τρόπο έκφρασης, τους καλεσμένους της μητέρας του, αλλά και την ίδια, την διάσημη ντίβα του θεάτρου Αρκάντινα. Πρωταγωνίστρια του έργου του η αγαπημένη του και επίδοξη ηθοποιός Νίνα. Το πρόωρο και άδοξο τέλος της παράστασης του νεαρού συγγραφέα θα φέρει μια σειρά από συγκρούσεις και ζοφερές συνέπειες για όλους τους παρευρισκόμενους, που θα σφραγίσουν τις ζωές τους για πάντα.
Το έργο
Ο Γλάρος είναι ένα από τα πρώτα έργα του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ « μια κωμωδία σε τέσσερις πράξεις, γεμάτη με πέντε καντάρια αγάπης». Η πρεμιέρα του «Γλάρου» πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1896 στο «Θέατρο Αλεξαντρίισκι, ωστόσο το έργο δεν έγινε αντιληπτό από το κοινό καθόλου, όπως υπέθεταν ο συγγραφέας και οι συντελεστές. Την επομένη της πρεμιέρας όλες οι πρωινές εφημερίδες της Αγίας Πετρούπολης μιλούσαν για «ναυάγιο» της παράστασης, ενώ οι κριτικές επισήμαιναν το μέγεθος και το σκανδαλώδες της αποτυχίας. Το ανέβασμα του «Γλάρου» στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας αργότερα, το 1898 αποκάλυψε στο κοινό την τέχνη του Τσέχωφ – δραματουργού. Η παράσταση πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία. Ο γλάρος έγινε το έμβλημα του «Θεάτρου Τέχνης» της Μόσχας.
Ο Γλάρος είναι εν μέρει εμπνευσμένος από πραγματικά γεγονότα της ζωής του Τσέχωφ. Ο Τσέχωφ γνώριζε για χρόνια μια γυναίκα, τη Λύντια ή «Λίκα» Μιζίνοβα, η οποία προφανώς ήταν ερωτευμένη μαζί του, ενώ ο ίδιος, κατά τα φαινόμενα, ήταν λιγότερο θερμός απέναντι της. Παρότι υπήρξαν πολύ δεμένοι, τον Τσέχωφ δεν τον ενδιέφερε ο γάμος, έτσι η Λίκα έστρεψε το ενδιαφέρον της σε κάποιον άλλον άντρα, τον Ι.Μ. Ποταπένκο., έναν παντρεμένο φίλο του Τσέχωφ. Οι δυο τους συνδέθηκαν σε μια σχέση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εγκυμοσύνη της Λίκα και την εγκατάλειψή της από τον Ποταπένκο. Η Λίκα πήγε στην Ευρώπη για να γεννήσει, όμως το βρέφος πέθανε σύντομα μετά την επιστροφή της στη Ρωσία. Αυτό το επεισόδιο χωρίς αμφιβολία θορύβησε τον Τσέχωφ, ο οποίος ένιωθε ότι τον βάραινε κάποιο μερίδιο ευθύνης για αυτή την εξέλιξη. Η Νίνα, κεντρικός χαρακτήρας στο έργο και η μόνη που βρίσκει κάποια απάντηση για τη ζωή της, είναι βασισμένη στη Λίκα, της οποίας η πραγματική εμπειρία ενέπνευσε το κεντρικό θέμα του Γλάρου.
Ο Γλάρος είναι μια κωμωδία απογοητευμένων ζωών, καθώς κάθε χαρακτήρας πρέπει να αντιμετωπίσει τις δικές του απογοητεύσεις με τον δικό του τρόπο. Όπως και τα περισσότερα από τα έργα του Τσέχωφ, τοποθετείται στην ύπαιθρο και όχι στην πόλη, καθώς εκεί οι άνθρωποι αναγκάζονται να έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται το στυλ ψυχολογικού ρεαλισμού με το οποίο έγραψε ο Τσέχωφ, επηρεασμένος από σπουδαίους Ρώσους Ρεαλιστές όπως ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι και ο Τουργκένιεφ.
Ουσιαστικά όλο το έργο περνά μέσα από τους διαλόγους των ηρώων, καθώς δεν υπάρχει μεγάλη δράση που να λαμβάνει χώρα επί σκηνής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ομιλία γεμίζει με παύσεις, ιδίως μεταξύ των πράξεων. Οι στιγμές σιωπής φέρουν βάρος και συμβάλλουν στη διάθεση και την αίσθηση του έργου. Ο Τσέχωφ χρησιμοποιεί γλώσσα που μπορεί εύκολα να κατανοηθεί και δεν γράφει σε μετρικά μοτίβα. Το λεκτικό του έργου είναι ύψιστης σημασίας και το αίσθημα του τελικού βάρους του έργου έγκειται σε αυτό. Οι χαρακτήρες έρχονται μέσα από μια πραγματική αναπαράσταση της ζωής και επομένως επικοινωνούν με αυτό τον τρόπο. Είναι άνθρωποι όλοι, που θέλουν αλλά είναι ανίκανοι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Άνθρωποι, που πηγαινοέρχονται δειλοί, άπραγοι και άβουλοι.
Αξίζει να παρατηρήσει κανείς το διάλογο των ηρώων στο Γλάρο: δεν μιλούν ολοκληρωμένα, οι διάλογοι είναι γεμάτοι με πράγματα μισοειπωμένα, μοιάζουν σαν συνέχεια από κάτι που ήδη έχει ειπωθεί, λείπει η καθαρά υπογραμμισμένη αρχή και τέλος. Ίσως γιατί, όπως και η ζωή, έτσι και τα γεγονότα που γεννούν τους διάλογους συνεχίζουν πέρα και πάνω από τους ήρωες, πέρα από τη σκηνική δράση. Είναι εντυπωσιακό το πώς στο Γλάρο τα πιο σημαντικά γεγονότα, όπως ο θάνατος του γλάρου, ο γάμος της Μάσα, η εγκυμοσύνη και η απώλεια του παιδιού της Νίνα συμβαίνουν εκτός σκηνής, και τα πληροφορούμαστε μέσα από τα λόγια των ηρώων. Ίσως γιατί ο Τσέχωφ αναζητούσε να δημιουργήσει στα έργα του μια κατάσταση η οποία θα αποκάλυπτε το προσωπικό δράμα που έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα του και το οποίο αναπαρίσταται κάθε μέρα στα τυχαία, τα επιφανειακά και τα ασήμαντα και καθόλου στα δραματικά γεγονότα της καθημερινής μας ρουτίνας.
Για το λόγο αυτό το έργο είναι ένα κείμενο υψηλής ψυχολογικής διορατικότητας και ποιητικής έντασης, έστω και αν όχι δραματουργικά άψογο. Η καινοτομία του Τσέχωφ, όπως την περιγράφει ο Robert Brustein, ήταν «να επιτευχθεί μια σύνθεση μεταξύ θεατρικότητας και πραγματικότητας, καθοδηγώντας γεγονότα που φαίνεται να μην έχουν κανένα ορατό μέσο προώθησης, και αναπτύσσοντας μια φόρμα που φαίνεται να μην έχει καμία φόρμα».
Η παράσταση
Ο Κωνσταντίνος Χατζής επέλεξε με τη σκηνοθεσία του να φωτίσει την άποψη που θέλει το θέατρο του Τσέχωφ όχι μια αμιγή τραγωδία ή καθαρή κωμωδία, αλλά σαν εκείνο το παράδοξο κομμάτι ζωής που ισορροπεί στην κόψη αυτών των δύο: σαν, δηλαδή, την αληθινή ζωή που επίσης είναι πάντα μια περίεργη μείξη χαράς και λύπης. Η καθαρότητα της άποψης του επέτρεψε στο θεατή να αντιληφθεί τη δύσκολη, και σε σημεία βεβιασμένη δραματουργική δομή του έργου. Για το λόγο αυτό επέλεξε ένα σκηνικό λιτό: οι δυο πρώτες πράξεις δεν έχουν ουσιαστικά κανένα σκηνικό, ενώ στις επόμενες δυο, ένα γραφείο, μερικές καρέκλες, και ο σκοτωμένος και βαλσαμωμένος γλάρος εμφανίζονται μόνο στη σκηνή. Με τον ίδιο τρόπο, επιλέγει στις δυο πρώτες σκηνές να μη σβήσει τα φώτα της πλατείας, κάνοντας τους ηθοποιούς και θεατές ένα. Σκοπός του Κωνσταντίνου Χατζή είναι να ενισχύσει την εντύπωση της οικειότητας και της χαλαρότητας, ότι δηλαδή όλα αυτά που ακούμε και βλέπουμε είναι ιστορίες που εκτυλίσσονται αδιάκοπα γύρω μας. Κι ενώ αυτό το καταφέρνει εν μέρει, τα ανοιχτά φώτα, εν είδη in yer face theatre, δεν επιτρέπουν στο θεατή να χαλαρώσει απόλυτα και να εκτεθεί ανεπηρέαστος στους προβληματισμούς των Τσεχωφικών ηρώων, και τον αφήνει κάπως αμήχανο. Η τελευταία σκηνή του έργου είναι επίσης μια στιγμή που ίσως χρειάζεται μια δεύτερη σκέψη ως προς τη χρονική και αισθητική της απόδοση.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών επίσης ακολουθούν το λιτό σκηνοθετικό ύφος, κινούνται όμως αρκετά διαφορετικά υφολογικά και εντασιακά.
Η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου πιστή στο πνεύμα του Τσέχωφ ενσαρκώνει με λεπτό χιούμορ και ειρωνεία μία εγωκεντρική, αφοπλιστική Αρκάντινα, με υψηλών τάσεων ταμπεραμέντο. Η Αρκάντινα είναι μια από τις πιο ναρκισσιστικές μητέρες της θεατρικής λογοτεχνίας και όμως η Βασιλακοπούλου την καθιστά ανθρώπινη, δείχνοντας ωστόσο την ένταση μεταξύ της περσόνας και του απελπισμένου ατόμου που αγωνιά να κρατήσει τη μάσκα της ντίβας στη θέση της.
Ο Κλέων Γρηγοριάδης ενσαρκώνει το γιατρό Ντόρν με την ηρεμία – και το νοσηρό χιούμορ που επιβάλλει η γνώση αλλά και η εμπειρία του. Ίσως θα θέλαμε μια υφολογική διαφοροποίηση στην τελευταία σκηνή.
Η ερμηνεία του Γιώργου Παπαπαύλου, έντονη και ζοφερή, μας παρουσιάζει τον Τρέπλιεφ φλογερό οραματιστή τη μια στιγμή, θλιβερό και απογοητευμένο από τη ζωή του στη συνέχεια. Είναι μια δουλεμένη στη λεπτομέρεια ερμηνεία, με εκφραστική ευστροφία τόσο λεκτικά όσο και σωματικά, που τονίζει την ευαισθησία και την αγωνία του αδικαίωτου νέου, που αποζητά την αγάπη και την αποδοχή της μητέρας του και της Νίνας, αλλά και την αυτολύπηση του όταν εισπράττει τελικά την απόρριψη όλων.
Ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος ερμηνεύει τον Τριγκόριν ως έναν μάλλον άβουλο ήρωα, παρά ως κυνικό χειριστή. Η σκηνή της αντιμετώπισης του εαυτού του είναι ίσως η πιο διεισδυτική του στιγμή.
Η Τζίνα Θλιβέρη αποδίδει την αθωότητα και το ρομαντισμό της Νίνας στην πρώτη πράξη, αλλά δεν καταφέρνει να διερευνήσει την ψυχολογική μετάπτωση και τις ρωγμές της ηρωίδας της, και ειδικά στην τελευταία πράξη που η Νίνα διαλύεται από την προσωπική και καλλιτεχνική αποτυχία της, παρουσιάζεται κάπως ερμηνευτικά αποστασιοποιημένη.
Ο Θανάσης Δήμου, εύστοχα κατατονικός ως Σοριν, με την πικρία και το σαρκασμό του ανθρώπου που έχει αποδεχθεί τη μοίρα και τη μοναξιά του. Η Ηλέκτρα Νικολούζου αποδίδει με νευρική πληρότητα τον χωρίς ελπίδα έρωτα της Μάσα για τον Τρέπλιεφ, αλλά και το συμβιβασμό της με μια ζωή που επέλεξε κατ’ανάγκη.
Ο Ένκε Φεζολλάρι έχει την ένταση και την ενέργεια του πιο προσγειωμένου στην πραγματικότητα και υλιστή επιστάτη, ενώ ο Νικόλας Μακρής καταφέρνει να εκφράσει την ευαισθησία του ερωτευμένου δασκάλου, αλλά και το κοινωνικό προβληματισμό του Τσέχωφ για την οικονομικο κοινωνική ανισότητα της εποχής του. Η Μάγδα Λαδά υπηρέτησε με επάρκεια το ρόλο της.
Έξοχος ο βαλσαμωμένος γλάρος του Γιώργου Μπούνια, ρέουσα η μετάφραση του Γιάννη Χαρτοδιπλωμένου, ταιριαστά τα κουστούμια της Βασιλικής Σύρμα.
Στο σύνολο του πρόκειται για ένα τίμιο και ειλικρινές ανέβασμα του Γλάρου, που έσκυψε πάνω από το λόγο του Τσέχωφ με σεβασμό, αφαίρεσε φτιασίδια και περισπασμούς, και έδωσε στους ηθοποιούς πεδίο ανάπτυξης της δικής τους κατανόησης και εμβάθυνσης, αλλά και στο κοινό τη δυνατότητα να προσεγγίσει την έκφραση της κοινωνικής και φυσικής παθολογίας του κειμένου.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία/Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Χατζής
Μετάφραση από τα Ρώσικα: Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος
Απόδοση: Κωνσταντίνος Χατζής -Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σκηνική Εγκατάσταση: Γιώργος Μπούνιας
Κίνηση: Χριστίαννα Φελούκα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μελίνα Γκαζά, Γιάννης Κουκουράκης
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Υπεύθυνος Επικοινωνίας Παράστασης: Δημήτρης Χαλιώτης
Διεύθυνση Παραγωγής: Κωνσταντίνα Αγγελέτου
Παραγωγή: Ομάδα Χρώμα, Hunds Up
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Κλέων Γρηγοριάδης, Θανάσης Δήμου, Τζίνα Θλιβέρη, Μάγδα Λαδά, Νικόλας Μακρής, Ηλέκτρα Νικολούζου, Γιώργος Παπαπαύλου, Ένκε Φεζολλάρι, Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος