- Κριτική της παράστασης: Κάτια Σωτηρίου
- Φωτογραφίες για το Mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου
Το Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα παρουσιάζει το έργο «Η Γραμμή», του Israel Horovitz, σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη.
Η υπόθεση
Η πλοκή του έργου δεν θα μπορούσε να είναι απλούστερη. Τίποτα δεν συμβαίνει πραγματικά. «Τίποτα, αλλά τα πάντα» σύμφωνα με τα λόγια του Eugene Ionesco. Εν ολίγοις, ο Φλέμινγκ, ένας κάπως αλαφροΐσκιωτος τύπος, στέκεται αποβραδίς, προκειμένου να είναι πρώτος, πίσω από μια γραμμή. Κατά τη διάρκεια του βραδιού, ένας προς ένας μια ομάδα άγνωστων ανθρώπων φτάνουν για να σταθούν κι εκείνοι πίσω από τη γραμμή αυτή – χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ το σκοπό. Σταδιακά και αδυσώπητα αρχίζει ο αγώνας για την πρώτη θέση και, καθώς βρίσκονται όλοι μαζί στο ίδιο σημείο, εξαπατούν, παλεύουν και πιέζουν για να κερδίσουν το προβάδισμα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό πανόραμα της ανθρώπινης αδυναμίας που γίνεται εκρηκτικά και ξεκαρδιστικά πραγματικό.
Το έργο
Η “Γραμμή” είναι ένα έργο του 1967, το πρώτο του Israel Horovitz. Είναι μια παράλογη μαύρη κωμωδία, η μακροβιότερη στο off-off-Broadway καθώς ανεβαίνει συνεχώς στο Repertory Theatre της 13th οδού από το 1974.
Πρόκειται για ένα πρωτότυπο έργο, μια παράδοξα αντιληπτή αλληγορία, με χιούμορ και πάθος , που σατιρίζει την έλλειψη εμπιστοσύνης και την ευπάθεια της ανθρώπινης κατάστασης μέσα από την περιστασιακή συνάντηση μιας ομάδας διαφορετικών ανθρώπων που περιμένουν στη σειρά για κάποιο απροσδιόριστο συμβάν. Το χιούμορ δίνει τη θέση του στη χλεύη της υπαρξιακής συνθήκης του ανθρώπου που έχει ανάγκη την πρωτιά, συστήνοντας έτσι ένα καλειδοσκόπιο παράλογων πράξεων και ιδεών, που ορίζονται από έναν πρόδηλο κανιβαλισμό.
Σημαντικό στοιχείο του έργου είναι ότι δε μαθαίνουμε ποτέ το σκοπό για τον οποίο στέκονται και αλληλοσπαράσσονται πίσω από μια γραμμή. Ίσως γιατί δεν έχει καμία σημασία, ούτε για το έργο, αλλά ούτε και για τους ήρωες. Η ανάγκη της πρωτιάς, και η αυτοματαίωση που προκύπτει από την απώλεια της είναι πέρα και πάνω από συγκεκριμένους στόχους. Δεν επιθυμούν να φτάσουν κάπου. Για αυτό και δε συζητούν ποτέ για αυτό. Αρκεί να φτάσουν πρώτοι. Διαφορετικές μέθοδοι εξαπάτησης υιοθετούνται από κάθε χαρακτήρα για την επίτευξη του στόχου του.
Αυτός ο ανταγωνισμός και το άγχος εκδηλώνεται με μια παντοδύναμη επίθεση στα τυφλά, από ανθρώπους των οποίων ο βασικός σκοπός φαίνεται να είναι να φροντίζουν τον εαυτό τους και να εργάζονται για το δικό τους καλό – τυφλωμένοι από μια ανάγκη που εξαρτάται από το να επιτύχει το εγώ τους με κάθε κόστος. Μπορεί να μην βλέπουμε ανθρωποκτονίες να διαπράττονται στη σκηνή, αλλά παρατηρούμε πιο λεπτές εγκληματικές πράξεις «ηθικής σφαγής», μικρά εγκλήματα τα οποία διαπράττουν άτομα που χαίρονται να κακομεταχειρίζονται και να κακοποιούν τους άλλους για να επιτύχουν την απεγνωσμένη τους επιθυμία να γίνουν πρώτοι, και να γίνουν δεκτοί ως “κάποιοι” αντί να υποτιμούνται ως “κανείς”.
Εκείνοι που πατάνε πάνω από άλλους για να πάρουν ό, τι μπορούν, είναι ίσως ναρκισσιστές ή κοινωνικοπαθείς. Όλοι όμως οδηγούνται από μια λανθασμένα υιοθετημένη κοινωνική άποψη (στην καθημερινότητα) που βασίζεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους άλλους, καθώς και από συναισθηματικά ζητήματα που τους οδηγούν να δουν οποιαδήποτε σχέση από πλευράς κερδοσκοπίας, κυριαρχίας -δουλοπρέπειας. Πρέπει να κερδίσουν την πρωτιά με κάθε κόστος, διότι η μη πρωτιά φέρνει ντροπή ή ταπείνωση – δύο συναισθήματα που φοβίζουν και τους οδηγούν να κάνουν οτιδήποτε για να τα αποφύγουν.
Οι πράξεις που κανονικά θα θεωρούντο απαράδεκτες είναι, στο μυαλό των χαρακτήρων, δικαιολογημένες από την ανάγκη τους να φτάσουν στην κορυφή της γραμμής. Έτσι, αν και οι χαρακτήρες εμφανίζονται διαφορετικοί στην επιφάνεια, μοιράζονται ένα περίεργο κοινό χαρακτηριστικό – μια ακόρεστη σφοδρή επιθυμία για την αυτοπεποίθηση και την υπερηφάνεια που φέρνει το να είσαι πρώτος. Τελικά, είναι η κακία, η ανταγωνιστικότητα αλλά και η άμετρη σπατάλη μαχών με τις οποίες γεμίζουμε τη ζωή μας που τονίζονται μέσα από τις ακραίες καταστάσεις που περιγράφονται
Η παράσταση
Το έργο ξεκινά ρεαλιστικά, οδεύει σταδιακά προς το θέατρο του παραλόγου, και αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού. Δεδομένου ότι έχει να διαχειριστεί μια αμήχανη κοινωνικά κατάσταση, με την υπερσεξουαλική δράση επί σκηνής, αλλά και τα άμετρα καπρίτσια κάθε ήρωα, ο βαθμός δυσκολίας για το σκηνοθέτη της παράστασης είναι υψηλός, καθώς απαιτεί απόλυτο έλεγχο, ώστε το έργο να μην ξεφύγει προς την υπερβολή, αλλά να απογειώσει την υπερβατικότητα του. Ο έμπειρος Κοραής Δαμάτης κρατά με μαεστρία τα ηνία της παράστασης, επιτρέπει στους ηθοποιούς του να προσεγγίσουν τους ρόλους τους με ζωντάνια, δυναμισμό και χιούμορ, και να αποδώσουν επιτυχημένα τους παρωδιακούς υπαινιγμούς, τις επαναλήψεις, τις επιτηδευμένες χειρονομίες. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρχει σημαντική κάμψη σε ένα έργο με σχεδόν μηδενική πλοκή.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι καθοριστικές. Διαφορετικές σχολές ερμηνειών βρίσκουν μια άριστη ρύθμιση φωνητικά και κινησιολογικά- πρέπει να τονίσουμε την καταπληκτική κινησιολογική διδασκαλία από την Μαρίζα Τσίγκα. Οι ηθοποιοί κατορθώνουν με υπερχειλίζουσα ζωτικότητα να ανεβάσουν την ένταση και να προκαλέσουν αβίαστα γέλιο, αλλά και προβληματισμό.
H Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου σε μια έξοχη ερμηνεία, σαρώνει τη σκηνή με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της. Κινείται με θαυμαστή ισορροπία διογκώνοντας τα κωμικά στοιχεία της ηρωίδας της και πλάθοντας μια ανισόρροπη και αυτοσαρκαστική περσόνα.
Ο Γιάννης Δρίτσας δίνει μια πολύ ενεργητική απεικόνιση του Stephen, ενός ανώριμου για την ηλικία του νέου, που λατρεύει το Μότσαρτ, ενώ ο Αργύρης Αποστόλου υιοθετεί την αμυδρότητα του Flemming με ένα ακατέργαστο αδιαμφισβήτητο τρόπο. Ο Dolan, ένας απατηλά ήρεμος και επιφυλακτικός άνθρωπος, ενσαρκώνεται με πηγαίο χιούμορ από τον πάντα σταθερό Κώστα Κλάδη, ο οποίος αγκαλιάζει σθεναρά αυτόν τον σκιερό χαρακτήρα με τη γλώσσα του σώματος – τον τρόπο που στέκεται, κινείται και σχολιάζει. Ο Νίκος Σταματόπουλος, στον πιο άχαρο, λόγω των συνθηκών, ρόλο του έργου, στέκεται εξαίσια στο ρόλο του συζύγου, με μια σχεδόν αξιαγάπητη αφέλεια και απλότητα.
Η δημιουργική χρήση του φωτισμού και της κίνησης, καθώς οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν φυσικά μεταξύ τους, λειτουργεί εξαιρετικά, όπως και η ενδυματολογική ταύτιση των ηρώων. Διαφορετικοί αλλά ίδιοι μεταξύ τους, μέχρι να καταλήξουν στην ηθική και σωματική απογύμνωση – γεγονός που λειτουργεί εξαιρετικά συμβολικά, αλλά ιδιαίτερα εύγλωττα.
Το αλληγορικό μήνυμα βρίσκει τους αποδέκτες του. Δύσκολα μπορεί κάποιος να φύγει από την παράσταση χωρίς οι σκέψεις στο μυαλό να μη γυρίσουν γύρω από την επαίσχυντη αλήθεια για την ανθρωπότητα και το μέγεθος της μικρότητας και ματαιοδοξίας στο οποίο φτάνουν οι άνθρωποι.
Συνολικά, η εμπειρία της παρακολούθησης της παράστασης είναι όχι μόνο ευχάριστη, αλλά κυρίως πολύτιμη. Το θέατρο, όπως δείχνει πολύ καλά η Γραμμή, είναι ένας καθρέφτης. Σπανίως το κοιτάζει κανείς και φεύγει από αυτόν χωρίς να θελήσει να αλλάξει κάτι.
Μετάφραση: Αλέξης Καλλίτσης
Σκηνοθεσία: Κοραής Δαμάτης
Κινησιολογία: Μαρίζα Τσίγκα
Μουσική επιμέλεια: Κοραής Δαμάτης
Παίζουν: Κώστας Κλάδης, Γιάννης Δρίτσας, Κων/να Σαραντοπούλου, Αργύρης Αποστόλου και Νίκος Σταματόπουλος