- Κριτική Κάτια Σωτηρίου για το mytheatro.gr
Από Μηχανής Θέατρο
Η εταιρεία θεάτρου Sforaris παρουσιάζει στο Από Μηχανής Θέατρο το νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού, Γρανάδα.
Η Γρανάδα, «η πόλη του καλού θανάτου», είναι ο τόπος όπου άρχισε να μπλέκεται η ιστορία μιας σύγχρονης οικογένειας, πριν από 35 χρόνια. Το πρώτο και τελευταίο ταξίδι ενός ερωτευμένου ζευγαριού, ένα ατύχημα που ακολούθησε και μία συμφωνία σιωπής, έδεσαν τις ζωές όλων, με φόντο την ιστορία της Ιωάννας της Τρελής. Ένα τηλεφώνημα είναι αρκετό για να ανατραπούν όλα, υπενθυμίζοντάς μας το απλούστερο: πως από τότε που ξεκίνησε το αέναο ταξίδι της ζωής, είμαστε εκτεθειμένοι στη μεγάλη χαρά και τη μεγάλη λύπη.
Το έργο
Η Ιωάννα, μια Ισπανίδα βασίλισσα χωρίς βασίλειο που πέρασε από την ίδια πόλη και έμεινε κλεισμένη σε ένα κάστρο για 46 χρόνια πενθώντας για την απώλεια του συζύγου της, γίνεται η έμμονη ιδέα του πατέρα της οικογένειας και εν αγνοία της, σημαδεύει την πορεία της οικογένειας , 500 χρόνια μετά. Η μητέρα δύο αυτοκρατόρων και τεσσάρων βασιλέων πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της στη μοναξιά. Από όλες τις μεγάλες βασίλισσες, η ιστορία της είναι ίσως η πιο τραγική.
Η ιστορία της Ιωάννας απέκτησε μυθική σχεδόν διάσταση όσον αφορά στο αν ήταν όντως διαταραγμένη, ή οδηγήθηκε σε παράλογες συμπεριφορές από την καταπίεση που δέχθηκε. Έμεινε όντως νύχτες πολλές πλάι στο φέρετρο του Φίλιππου μιλώντας στο πτώμα του νεκρού συζύγου της – όπως φημολογείται; Μήπως ήταν μάλλον πολιτικό πιόνι, προδομένο από τον πατέρα της, τον σύζυγό της και το γιο της, που υπερέβαλαν για τα συμπτώματά της με σκοπό το πολιτικό κέρδος;
Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν σήμερα ότι η Ιωάννα έπασχε από διπολική διαταραχή που κληρονόμησε μέσω της οικογενειακής γραμμής, ή ότι υπέστη σοβαρή κλινική κατάθλιψη ίσως μετά από επεμβατικές γαμήλιες πρακτικές. Αλλά το πόσο σοβαρά ήταν τα συμπτώματά της – και πόσο αδίστακτα τη χειρίστηκαν εκείνοι γύρω της – δεν θα μάθουμε ποτέ.
Με βάση αυτά τα ιστορικά δεδομένα, το κείμενο του Γιάννη Καλαβριανού παραλληλίζει την ιστορία της Ιωάννας, με αυτή της οικογένειας της Άννας, μιας γυναίκας που συναντάμε να βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης, χωρίς αρχικά να γνωρίζουμε τις γενεσιουργές αιτίες της ψυχολογικής της κατάστασης. Το έργο σιγά σιγά, μέσα από flashback, μας οδηγεί στην αποκάλυψη των μυστικών μιας απλής, καθημερινής οικογένειας, που αναγκάστηκε να συμβιώσει με μυστικά και ψέματα. Η πορεία του έργου διασχίζει, με έμφαση σε συγκεκριμένες χωροχρονικές κάψουλες, τα ανθρώπινα συναισθήματα και την έλλειψή τους, τις απογοητεύσεις και τους ενθουσιασμούς, τις ευχάριστες ή δυσάρεστες εκπλήξεις, κι έναν ακόμη σωρό αντιθέσεων, από αυτές που ορίζουν κάθε ανθρώπινη μονάδα προκειμένου να φτάσει εκεί που (πραγματικά) κρύβεται η αλήθεια.
Από την αρχή γίνεται σαφής η συγκρουσιακή σχέση διαψεύσεων, γκρίνιας, δυσαρέσκειας και κακής επικοινωνίας, μεταξύ της Άννας και της αδερφής της Έλλης. Η ασυνεννοησία επεκτείνεται και στην υπόλοιπη οικογένεια, στις σχέσεις ανάμεσα στην Άννα και τα παιδιά της αλλά και τον σύζυγο της Γιώργο. Στην οικογένεια επικρατεί μια μελαγχολία, μια ατμόσφαιρα ματαίωσης και δυσφορίας, μια πικρή γεύση. Όλοι έχουν προηγούμενα, ανοιχτούς λογαριασμούς με όλους.
Οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται στην οικογένεια είναι ρεαλιστικοί, πρόσωπα καθημερινά και αυθεντικά που γίνονται προσιτά στο θεατή. Αυτό που είναι ενδιαφέρον στο κείμενο είναι ότι οι ήρωες δεν κάνουν αρχικά κανέναν αγώνα για την αναζήτησης της αλήθειας για να βρουν απάντηση στο τραυματικό βίωμα, αλλά όταν η αλήθεια τους βρίσκει μέσα από τυχαία γεγονότα και συμπτώσεις, υπογραμμίζουν σε ταυτοφωνία τη ρεαλιστική συνθήκη της συγγένειας του αίματος στο σχήμα παρελθόν-μέλλον, χρόνος-ανάμνηση, ισορροπία- διαταραχή.
Έτσι, τα μυστικά στην οικογένεια παραμένουν κρυφά, ώστε να μη διαταραχθεί το σύστημα και να μην αναστατωθούν τα πιο ευάλωτα μέλη. Δυστυχώς, τα μυστικά που προορίζονται να διατηρήσουν τη σταθερότητα του συστήματος, αποδεικνύονται γρήγορα ότι είναι η τροχοπέδη του. Ξεκινούν όντας ‘ανείπωτα’, καθώς δε μπορούν να συζητηθούν, αφού το τραύμα που τα δημιουργεί είναι πολύ μεγάλο, και καταλήγουν «ακατονόμαστα» επειδή δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο λεκτικής αναπαράστασης – η ύπαρξη τους γίνεται αντιληπτή μόνο μέσω της διαίσθησης.
Η παράσταση
O Γιάννης Καλαβριανός γράφει και σκηνοθετεί ένα τρυφερό, μελαγχολικό και ευαίσθητο δράμα. Αστείο κάποιες φορές, τραγικό άλλες, ακριβώς όπως και η αληθινή ζωή. Μέσα από μια επιδέξια, ακόμα και αν φαινομενικά απλή, σκηνοθεσία, που αφήνει το κείμενο και τους ήρωες να αναδειχθούν, χωρίς στοιχεία λανθάνοντος εντυπωσιασμού και λοιπά τερτίπια στήθηκε μια παράσταση που καταφέρνει να απευθύνεται, και εν τέλει να γίνεται αποδεκτή και αγαπημένη σε ευρύ κοινό. Ίσως γιατί το συμπεριλαμβάνει στο κρυφτό, τις βολές, τις ανοχές, τις εθελοτυφλίες, μέσα από το ρεαλιστικό «ψάρεμα» βλεμμάτων κι αντιδράσεων στους κόλπους μιας καθημερινής οικογένειας .
O Γιάννης Καλαβριανός κάνει μια απλή, ανθρώπινη παράσταση χωρίς να επιλέγει θέματα μεγάλου μεγέθους και θεάματος, ακολουθώντας μέσους και μέτριους ανθρώπους, μέσα σε απλά και καθημερινά ντεκόρ, κάτι που είναι σήμα κατατεθέν του απέριττου, ρεαλιστικού ύφους του. Η σκηνοθεσία υπογράμμισε τη θεατρικότητα του οικογενειακού μηχανισμού, με πολλές εικόνες-σκηνές και με απλά μέσα, ρούχα και αντικείμενα στο χώρο που παίζουν συμπληρωματικό ρόλο στην αφήγηση της ιστορίας και που αποκτούν νόημα μέσα από τους διαλόγους και τις αποκαλύψεις.
Η παράσταση κινείται όμως σε ευθεία γραμμή υφολογικά, χωρίς εξάρσεις, και χωρίς κορύφωση, που θα βοηθούσε ίσως και το θεατή να καθαρθεί, να πάρει σαφή θέση, να συνταχθεί απέναντι στα μυστικά, και τις αμφιλεγόμενες επιλογές κάποιων ηρώων. Θίγει πολλά ζητήματα από την αρχή, σκύβει περισσότερο σε κάποια από αυτά, και κάποια παραμένουν, κάπως σαν να ξεχάστηκαν στην πορεία, σε ανοιχτό λογαριασμό. Ίσως γιατί θέλησε να καταδείξει πώς μια οικογένεια μπορεί, προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία της, επιλέγει να καλύψει τα ανοιχτά τραύματα αντί να τα αντιμετωπίσει, ή σηκώνει το χαλί και τα πετάει όλα από κάτω, δημιουργώντας την επίφαση της κανονικότητας. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία ευθεία αντιπαράθεση, καμία έξαρση, καμία έκρηξη, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Έτσι, στο τέλος της παράστασης υπάρχει εκείνο το μούδιασμα που νιώθεις όταν κάτι σε άγγιξε μεν, αλλά δεν σε απογείωσε δε. Ταυτόχρονα όμως, αυτή η έλλειψη κορύφωσης «αναγκάζει» το θεατή να δουλέψει λίγο περισσότερο ο ίδιος για να κατανοήσει τα πολλά θέματα που θίγονται, να ερμηνεύσει συμπεριφορές και αιτίες. Σε αυτό, βοηθούν οι κεντρικές ερμηνείες του έργου, που είναι δυνατές και μελετημένες ως την λεπτομέρεια, και που συμπληρώνουν η μία την άλλη, έστω και αν σε κάποιες στιγμές ισορροπούν σε διαφορετικές θεατρικές φόρμες.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της Άννας, πιο γήινη και χωμάτινη από ποτέ, άβαφη, με καθημερινά ρούχα, γίνεται μια γυναίκα της διπλανής πόρτας. Είναι ένα μεγάλο κερδισμένο στοίχημα ο ρόλος αυτός για μια γυναίκα που κουβαλά μια έμφυτη αριστοκρατική αύρα. Ελίσσεται ανάμεσα στην οικογενειακή σύμβαση, την απογοήτευση, την αυτογνωσία για τα τωρινά αλλά και τα μελλούμενα. Η φλόγα της παρερμηνευμένης ελπίδας, η γνώση των συμβιβασμών που χρειάστηκε να κάνει η ηρωίδα της, την οδηγούν σε μια εσωτερικά εκρηκτική αλλά εξωτερικά ήρεμη ένταση, μια εικόνα δυνατή τόσο στις λεκτικές όσο και στις εξωλεκτικές της στιγμές. Στηρίζει την παράσταση με τον αιχμηρό ένυλο λόγο, και τις έλλογες ηχηρές σιωπές της, περνώντας με χαρακτηριστική έλλειψη επιτήδευσης και άνεση από το σκοτεινό χιούμορ – η σκηνή του φίκου είναι μια από τις πιο απαιτητικές σκηνές του έργου – στην βαθιά μελαγχολία και την άρνηση της πραγματικότητας – όπως στη σκηνή του τηλεφωνήματος.
Η Κομνηνού δεν καταφεύγει στην ευκολία της παρουσίασης μιας νευρωτικής γυναίκας, αλλά αντλώντας από τη θεωρία του αποφεύγοντος ανθρώπου του Άντλερ, χτίζει μια ηρωίδα που κρατά απόσταση από τα συνήθη κοινωνικά συμβαίνοντα, σχεδόν με μίσος και απέχθεια για τις καθημερινές στιγμές, που θα συνεχίσουν απρόσκοπτα να λαμβάνουν χώρα ο,τι και αν νιώθει εκείνη, και που τονίζει τη σκοτεινή πλευρά των επιθυμιών και της αμφιθυμίας, με ένταση και μεγάλη εκφραστική ποικιλία, αιωρούμενη στα λόγια, στις σιωπές, στις σκέψεις της, κάτω από το πέπλο της ευπρέπειας και της υπέρβασής της.
«Δε γίνεται εγώ να είμαι τόσο χάλια, να κλαίω, και να έχει μια τέτοια μέρα. Δε γίνεται».
Η Έφη Σταμούλη στο ρόλο της Έλλης, φέρνει τη μεγάλη εμπειρία και ποιότητα της στη σκηνή, αυτοσαρκάζεται, χρησιμοποιεί ένα πικρό χιούμορ γεμάτο οδύνη, φθορά αλλά και ζωντάνια όταν απαιτείται στις σκηνές των flashback, και συμπληρώνει αποτελεσματικά και με ουσία το αινιγματικό δίπολο με την Κομνηνού.
Ο Γιώργος Γλάστρας κινείται σε διαφορετικό τόνο και ύφος από τους υπόλοιπους, έχει μια χαλαρότητα και άνεση επί σκηνής. Ενδύεται έναν άνδρα που έκανε μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη επιλογή, και που για να καλύψει την μοναξιά φτάνει σε επίπεδα εμμονής με την Ιωάννα την Τρελή. Τόσο το ηχόχρωμα της φωνής του, όσο και το ελαφρύ μειδίαμα που έχει στις ιστορικές παρεμβάσεις και αφηγήσεις, ελαφραίνουν το ρόλο του, ενισχύοντας την έννοια της αποστασιοποίησης του πατέρα που καλλιεργείται σε όλο το έργο.
Η Στέφη Πουλοπούλου έχει καθόλη τη διάρκεια του έργου μια εύστοχη και απόλυτα ελεγχόμενη υπερβολή και δραματικότητα, καθώς η ηρωίδα της, η κόρη, καλείται να αντιμετωπίσει την προσωπική της αποτυχία, την ασυνεννοησία με τη μάνα, και την έλλειψη κατανόησης από τους γύρω της.
Ο Διαμαντής Αδαμαντίδης, αντιμετωπίζει με σοβαρότητα το ρόλο του γιού, και ανταποκρίνεται με επάρκεια στην προσπάθεια του γιου να αποφύγει τις συγκρούσεις, αλλά και την αλήθεια.
Η Αλεξία Μπεζίκη φέρνει στη σκηνή ένα καθαρά σπανιόλικο εκρηκτικό ταμπεραμέντο, και αποτελεί τον καταλύτη των αποκαλύψεων, μέσα από μια πιο εύθυμη σκοπιά, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην αποφόρτιση του έντονου -επί της ουσίας- κλίματος.
Ιδιαίτερα έξυπνη η παρουσία της Ιωάννας της τρελής, δια στόματος και εικόνας της έξοχης Λυδίας Φωτοπούλου μέσα από βίντεο, που παρεμβαίνει στην ιστορία, την εξηγεί μέσα από θεωρίες ανθρωπολογίας, αστρολογίας και επιστημολογίας, και που βοηθά στο να πυκνώσει ο χρόνος γύρω από το κεντρικό γεγονός που συμβαίνει σε μια άχρονη χρονική στιγμή, εισάγοντας μας στον αέναο κύκλο της σύμπτωσης που συμβαίνει στον ολικό χρόνο ενός διαρκούς κάποτε. Η εμφανισιακή προσαρμογή της Φωτοπούλου ώστε να μοιάζει με την Ιωάννα, και η υπερβατική της αφήγηση δημιουργούν έναν ευφυή κβαντικό εναγκαλισμό της πραγματικότητας και της ιστορικής επιστήμης, οδηγώντας τελικά το θεατή να σκεφτεί πόσο μοιάζει η ιστορία της Άννας και της Ιωάννας.
Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού είναι λειτουργικά, τόσο ως προς το ύφος όσο και ως προς το δέσιμο με την ιστορία, και επιτελούν ρόλο συνθετικό, με τους πίνακες , όσο και υπαινικτικό, με τις προθήκες τις γεμάτες αντικείμενα που κάποια στιγμή αποκτούν το δικό τους νόημα. Παρομοίως και τα κουστούμια της Ιωάννας Τσάμη δημιουργούν την αίσθηση της καθημερινότητας και οικειότητας, ενώ και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ντύνουν τις σκηνές με ζεστασιά και τη δέουσα μελαγχολία. Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου είναι, όπως πάντα ιδιαίτερη εύηχη, και αποτελεί σε κάποιες στιγμές το ηλεκτρισμένο αντίβαρο στη φαινομενική ηρεμία της σκηνής.
Στο σύνολο της είναι μια σημαντική παράσταση. Αυτό που επιδιώκεται είναι η απλότητα με την οποία θίγονται τα διάφορα ζητούμενα -φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά, υπαρξιακά που εγείρει ο λόγος του Καλαβριανού. Ο κυρίαρχος άξονας της παράστασης είναι η ακινησία που μπορεί να προκαλεί η ανάγκη μας να κρυβόμαστε και οι μετατοπίσεις που μπορεί να συμβούν προκειμένου να διασωθεί η ισορροπία και να μη χαθεί ο προσανατολισμός της οικογένειας. Οι ήρωες, αλλά και κατ’επέκταση οι θεατές πρέπει να βρούν το θάρρος να πάρουν τη θέση που τους αναλογεί. Η Γρανάδα, γίνεται τελικά το σύμβολο της ζωής και των ονείρων που επιλέγει ο καθένας να αφήσει πίσω για να μπορέσει να συνεχίσει.
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Βίντεο: Πάτροκλος Σκαφίδας
Επιμέλεια κίνησης: Αλεξία Μπεζίκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Αναστασία Μποζοπούλου
Βοηθός ενδυματολόγου: Ιφιγένεια Νταουντάκη
Βοηθός σκηνογράφου: Λυδία Τσάτσου
Ιστορικός σύμβουλος: Ελένη Δρίβα
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Παίζουν:
Διαμαντής Αδαμαντίδης, Γιώργος Γλάστρας, Φιλαρέτη Κομνηνού, Αλεξία Μπεζίκη, Στέφη Πουλοπούλου, Έφη Σταμούλη
Σε video, στο ρόλο της Ιωάννας της Τρελής: Λυδία Φωτοπούλου
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου Sforaris
Εκτέλεση παραγωγής: Ζωή Μουσχή
Από Μηχανής Θέατρο
Κάτω Σκηνή
Aκαδήμου 13, Αθήνα