στο Θέατρο Εμπορικόν
- Κριτική: Κάτια Σωτηρίου
Ο Γυάλινος Κόσμος θεωρείται ένα από τα πιο ισχυρά έργα του αμερικανικού θεάτρου του 20ου αιώνα. Έχει ερμηνευθεί από μερικούς από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του αιώνα, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και συνεχίζει να ανεβαίνει σε μεγάλες θεατρικές σκηνές σε όλο τον κόσμο. Τι είναι αυτό που συνεχίζει να συναρπάζει το κοινό σε ένα απατηλά απλό έργο ; Ο ίδιος ο τίτλος παρέχει μια σημαντική ένδειξη για την καθολικότητα του. Ο Ουίλιαμς χρησιμοποιεί τον τίτλο για να μας προειδοποιήσει για το πρωτογενές σύμβολο στο έργο και δε σπαταλά χρόνο στην ανάπτυξη της συμβολικής διασύνδεσης μεταξύ της Λόρα και του Γυάλινου Κόσμου της.
Το Έργο
Ο συγγραφέας κατανοούσε τη δυναμική της οικογένειας με αναπηρία, γιατί τη βίωσε. Η Λόρα είναι ένας χαρακτήρας του Ουίλιαμς που βασίζεται στην αδελφή του, Ρόουζ η οποία είχε διαγνωστεί με πρώιμη άνοια και ήταν γνωστό ότι είχε σοβαρές κρίσεις υστερίας, παράνοια, κατάθλιψη από την ηλικία των είκοσι επτά. Η Laura Wingfield, δραπετεύει από την πραγματικότητα της ζωής της, λόγω του κόμπλεξ κατωτερότητας της. Είναι ανάπηρη και μεγεθύνει το ζήτημα με το πόδι της ως λόγο για να αποχωρήσει από την κοινωνία και να δημιουργήσει το δικό φανταστικό κόσμο της, παρά τις αντιδράσεις της μητέρας της, Αμάντα.
Ο κύριος, ωστόσο, ρόλος του έργου είναι ο Τομ Wingfield, ο οποίος ξεφεύγει από την πραγματικότητα της ζωής του. Λατρεύει τις περιπέτειες και θέλει να ακολουθήσει την πορεία του απόντος πατέρα του, ακόμα και αν αυτό απαιτεί το να εγκαταλείψει και εκείνος τις γυναίκες της ζωής του.
Ο Τομ είναι υποκατάστατο του Ουίλιαμς, που στην πραγματικότητα εργάστηκε σε μια αποθήκη παπουτσιών στο Σαιντ Λούις, και υπήρξε μάρτυρας πράγματι μιας καταστροφικής βραδιάς με το μοναδικό άνδρα ο οποίος ήρθε ποτέ για τη Ρόουζ στο σπίτι τους. Thomas ήταν επίσης το πραγματικό όνομα του Ουίλιαμς, και το όνομα Tom, στην αγγλική γλώσσα, σημαίνει δίδυμο – καθιστώντας έτσι τον Τομ παρένθετο ρόλο όχι μόνο για τον Ουίλιαμς αλλά ενδεχομένως και για το κοινό. Αυτός είναι το μάτι μας στην οικογένεια των Wingfields . Το δίλημμα του αποτελεί την κεντρική σύγκρουση του έργου, καθώς ο ίδιος αντιμετωπίζει μια αγωνιώδη επιλογή μεταξύ της ευθύνης για την οικογένειά του και της δικής του ζωής.
Το έργο είναι γεμάτο με λυρικό συμβολισμό. Ο Γυάλινος Κόσμος, στην ευθραυστότητα του και τη λεπτή του ομορφιά, είναι ένα σύμβολο για τη Λόρα. Είναι παράξενα όμορφος και, όπως το γυαλί, εύκολο να καταστραφεί. Η έξοδος κινδύνου του σπιτιού των Wingfields είναι πιο στενά συνδεδεμένη με τον χαρακτήρα του Τομ και παραπέμπει στο θέμα της διαφυγής. Η Λόρα σκοντάφτει βγαίνοντας, ενώ ο Τομ τη χρησιμοποιεί για να βγαίνει από το διαμέρισμα και στον έξω κόσμο. Εκεί στέκεται κατά τους μονολόγους του. Η θέση του εκεί δείχνει μεταφορικά τη στάση του ανάμεσα στην οικογένεια του και τον έξω κόσμο, μεταξύ της ευθύνης και της ανάγκης του να ζήσει τη δική του ζωή.
Σε αντίθεση με τους άλλους χαρακτήρες, ο Τομ αντιμετωπίζει μερικές φορές το κοινό άμεσα, επιδιώκει να παράσχει μια πιο ανεξάρτητη εξήγηση και αξιολόγηση για το τι έχει συμβεί πάνω στη σκηνή. Αλλά την ίδια στιγμή, ο ίδιος επιδεικνύει πραγματικά και νεανικά συναισθήματα καθώς παίρνει μέρος στη δράση της παράστασης. Αυτή η δυαδικότητα μπορεί να ματαιώσει την κατανόησή μας για τον Τομ, καθώς είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν είναι ένας χαρακτήρας οι αξιολογήσεις του οποίου θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σοβαρά ή επιτρέπει στα συναισθήματά του να επηρεάσουν την κρίση του. Δείχνει επίσης πώς η φύση της ανάμνησης είναι το ίδιο προβληματική: η μνήμη συχνά, αφορά την αντιμετώπιση του παρελθόντος στο οποίο κάποιος ήταν λιγότερο ενάρετος από ότι είναι τώρα.
Ακόμη και θεωρώντας τον ως έναν ενιαίο χαρακτήρα, ο Τομ είναι γεμάτος αντιφάσεις. Από τη μία πλευρά, διαβάζει λογοτεχνία, γράφει ποίηση, και κάνει όνειρα διαφυγής. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται άρρηκτα δεμένος με τον άθλιο, μικροπρεπή κόσμο του νοικοκυριού των Wingfield. Γνωρίζουμε ότι διαβάζει DH Lawrence και ακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά το περιεχόμενο της πνευματικής ζωής του είναι πολύ δύσκολο να το διακρίνει κανείς. Δεν έχουμε καμία ιδέα της γνώμης του Τομ για τον Lawrence, ούτε έχουμε καμία ένδειξη για το τι αφορά η ποίηση του. Όλα όσα μαθαίνουμε αφορούν το τι σκέφτεται για τη μητέρα του, την αδελφή του, και την αποθήκη όπου εργάζεται, δηλαδή ακριβώς τα πράγματα από τα οποία ισχυρίζεται ότι θέλει να ξεφύγει.
Η στάση του Τομ απέναντι στην Αμάντα και τη Λόρα έχει προβληματίσει τους κριτικούς. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι ενδιαφέρεται σαφώς γι ‘αυτές, είναι συχνά αδιάφορος, ακόμα και σκληρός απέναντί τους. Η ομιλία του κατά το κλείσιμο του έργου καταδεικνύει τα ισχυρά συναισθήματά του για τη Λόρα. Αλλά εγκαταλείπει βάναυσα τις γυναίκες κατά τη διάρκεια του έργου και δε συμπεριφέρεται ευγενικά ή με αγάπη προς τη Λόρα σε κανένα σημείο, ακόμα και όταν σπάει κάποια αντικείμενα από τον γυάλινο κόσμο της.
Ερμηνείες και Συντελεστές
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ενός διττού ρόλου, επιλέγει η Ελένη Σκότη στο φετινό ανέβασμα του έργου στο Εμπορικόν να διαφοροποιηθεί όσον αφορά την επιλογή του ηθοποιού που ενσαρκώνει τον Τομ. Ο Δημήτρης Καταλειφός αποτελεί αναμφισβήτητα έναν δεινό ηθοποιό, με εντυπωσιακό εύρος και βάθος ερμηνείας. Στο Γυάλινο Κόσμο καλείται να σηκώσει στους ώμους του δυο μεγάλα βάρη. Τον εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο του Τομ, αλλά και την μεγάλη διαφορά ηλικίας σε σχέση με το γιο Τομ που αλληλεπιδρά με τη μητέρα Αμάντα και την αδερφή του Λώρα. Ο Τομ αφηγείται και συμμετέχει στο έργο. Ο μεγαλύτερος Τομ θυμάται τα νεανικά του χρόνια και στη συνέχεια γίνεται νεώτερος Τομ, ο οποίος συμμετέχει στη δράση, σε σκηνές από τα νεανικά του χρόνια.
Ο Καταλειφός κατορθώνει όχι μόνο να βγει αλώβητος από τα βάρη αυτά, αλλά να δημιουργήσει επί σκηνής έναν Τομ – αφηγητή συμπαθή, και ίσως πιο πολυεπίπεδο από αυτόν που θα είχε φανταστεί ο Ουίλιαμς, που προκαλεί τη συγκίνηση του θεατή, παρά την ίσως όχι και τόσο κοινά αποδεκτή τελική του πράξη. Παρόλα αυτά, η επιλογή του ως Τομ σε κάποιες στιγμές επιστροφής στο παρελθόν και αλληλεπίδρασης με τη μητέρα του, ίσως ξενίζει, λόγω της σχεδόν ηλικιακής του ταύτισης με την Θέμιδα Μπαζάκα που παίζει το ρόλο της Αμάντα. Διαπιστώσαμε στιγμές που η φωνή του ως γιου ήταν πιο χαμηλή, και η κίνηση πιο βαριά από ότι θα περίμενε κανείς από έναν ασφυκτιούντα νέο εκείνης της εποχής. Παρά, ωστόσο, τους μικρούς αυτούς προβληματισμούς μας για την επιλογή, ο Καταλειφός είναι εξαιρετικός σε αυτό που καλείται να κάνει.
Η Θέμις Μπαζάκα ως Αμάντα είναι χάρμα ιδέσθαι. Η Amanda είναι ο πιο εξωστρεφής χαρακτήρας του έργου, και σίγουρα από τους πολυπόθητους γυναικείους ρόλους στο σύγχρονο δράμα. Η συνεχής γκρίνια της στον Τομ και η άρνησή της να δει τη Λόρα γι ‘αυτό που είναι πραγματικά, είναι σίγουρα κατακριτέα, αλλά αποκαλύπτει επίσης μια τεράστια προθυμία να θυσιαστεί για τους αγαπημένους της, που είναι κατά πολλούς τρόπους απαράμιλλος στο έργο. Έχει υποβάλλει τον εαυτό της στην ταπεινωτική αγγαρεία των πωλήσεων συνδρομών, προκειμένου να βελτιώσει τις προοπτικές του γάμου της Λόρα, χωρίς ποτέ να αρθρώνει μια λέξη διαμαρτυρίας, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι είναι η τυπική Νοτιο Αμερικάνα αριστοκράτισσα “belle”. Η Μπαζάκα ισορροπεί αυτήν την υστερία και την φιλαυτία της Αμάντα, αφήνοντας την αγάπη για τα παιδιά της να φανεί, πέρα και πάνω από την προσωπική της απογοήτευση και το τέλμα στο οποίο περιήλθε μετά το γάμο της. Το βλέμμα της Μπαζάκα, οι κινήσεις της, η αεικίνητη παρουσία της επί σκηνής συνθέτουν μια Αμάντα που ενσαρκώνει την πλήρη διάλυση του αμερικάνικου ονείρου, χωρίς όμως να χάνει τη στοργικότητα και τον άκριτο ρεαλισμό της. Είναι μια εξαιρετικά γοητευτική, και αψεγάδιαστη Αμάντα.
Η Στέλλα Βογιατζάκη παρουσιάζει με ευαισθησία και λεπτότητα τη Λόρα, παρουσιάζοντας την εύθραυστη και συνεσταλμένη, σε μια πιο παιδική εκδοχή, ενώ ο Κωνσταντίνος Γώγουλος καταφέρνει με την ερμηνεία του ως Τζιμ να φέρει τον αέρα αλλαγής που επιζητά η Αμάντα για το σπιτικό της. Είναι εξαιρετικός στις εξάρσεις του, με ακριβείς δόσεις συναισθηματισμού όπου απαιτείται.
Η σκηνοθεσία της Σκότη είναι ρεαλιστική. Αφαιρεί το έντονα ποιητικό – ονειρικό χαρακτήρα του έργου, και φωτίζει πιο «γειωμένους» ήρωες, με όλα τους τα προβλήματα και την ανάγκη τους για διαφυγή από την πραγματικότητα – ο καθένας με το δικό του τρόπο. Τονίζει σε σημαντικό βαθμό το αδιέξοδο των ηρώων της, και οι συνήθως μεγάλες απαιτήσεις από τους ερμηνευτές της πιάνουν τόπο. Για μια ακόμα φορά δημιουργεί το σκηνικό των εσωτερικών συγκρούσεων που απαιτεί το έργο, και τοποθετεί τους ήρωες της σε μια γκρίζα ζώνη – που τονίζεται ιδιαίτερα και από το σκηνικό αποθήκης – όπου καλούνται να ανταπεξέλθουν στην πραγματικότητα των συντετριμμένων τους ονείρων και του ναυαγισμένου παρόντος τους. Δεν είναι τυχαίο που ουσιαστικά δημιουργεί μια παράσταση μέσα στην παράσταση, με τον αφηγητή Τομ πολλές φορές να δίνει και σκηνοθετικές οδηγίες και περιγραφές.
Σε πρώτη εντύπωση, το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη φαντάζει παράταιρο για ένα σπίτι στον Αμερικάνικο νότο, ιδιαίτερα μιας νοικοκυράς σαν την Αμάντα με εμμονή στην τελειότητα, ωστόσο η επιλογή της δημιουργίας μιας σκηνής με καφάσια και μεγάλα κουτιά που κρύβουν τα όποια απαραίτητα έπιπλα, ανταποκρίνεται πλήρως στην άρνηση της στεγνής φωτογραφικής απεικόνισης από τον ίδιο τον Ουίλιαμς. Το σκηνικό πράγματι μεταμορφώνεται και μεταλλάσσεται κατά τις απαιτήσεις των ηρώων και των καταστάσεων, συντελώντας στη διάχυτη μελαγχολία και παραίτηση τους.
Εξάλλου, ο Γυάλινος Κόσμος είναι πρωτίστως ένα έργο μνήμης. Και όπως η μνήμη κάνει ευρεία χρήση ποιητικής αδείας, έτσι και το νέο του ανέβασμα στο Εμπορικόν μας καλεί να ξεχάσουμε αυτό που έχουμε δημιουργήσει ως μνήμη με το μυαλό μας, και να δημιουργήσουμε μια νέα ανάμνηση με την καρδιά, παραλείποντας, κατά τα λεγόμενα του Ουίλιαμς, κάποιες λεπτομέρειες και διογκώνοντας κάποιες άλλες. Είναι σίγουρα μια παράσταση που πρέπει να δει κανείς.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Δήμος Κουβίδης, σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη, σκηνικό: Εύα Μανιδάκη, κοστούμια: Μικαέλα Λιακατά, μουσική: Σταύρος Γασπαράτος, σχεδιασμός φωτισμών: Κατερίνα Μαραγκουδάκη, βοηθός σκηνοθέτη: Λάμπρος Γραμματικός. Ερμηνεύουν: Δημήτρης Καταλειφός, Θέμις Μπαζάκα, Κωνσταντίνος Γώγουλος, Στέλλα Βογιατζάκη.
Θέατρο Εμπορικόν: Σαρρή 11 – Ψυρρή