Το θέατρο Σταθμός παρουσιάζει την “Απαγωγή της Τασούλας” ένα σύγχρονο ποιητικό έργο, σε κείμενο και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μάρκελλου.
*Κριτική Κάτια Σωτηρίου
*Φωτογραφίες για το mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου
Καλοκαίρι του 1950. Ο Κώστας, αδελφός του βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος, Μανόλη Κεφαλογιάννη, «κλέβει» στο Ηράκλειο την όμορφη Τασούλα, κόρη του βουλευτή των Φιλελευθέρων, Γιώργη Πετρακογιώργη. Ο εμφύλιος στο νησί είναι ορατός. Ο απαγωγέας με την Τασούλα, κρύβονται σε σπηλιές του Ψηλορείτη. Ο γάμος των δύο νέων, κρυφά σε μοναστήρι, δεν έφερε τη λύση όπως θα περίμενε κανείς.
Το ζευγάρι παραδίνεται, τελικά, οικειοθελώς στον αρχηγό της Χωροφυλακής για να τελειώσει η ομηρεία της περιοχής. Οι δυο τους μεταφέρονται, μετά από παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα, στην Αθήνα αεροπορικώς. Οι Αθηναίοι τους επιφυλάσσουν λαϊκή υποδοχή ηρώων. Πλήθος ανθρώπων και δημοσιογράφων σπεύδουν στο αεροδρόμιο. Φιλοξενούνται στην Αρχιεπισκοπή στο Ψυχικό. Ο Αρχιεπίσκοπος συζητάει με το ζευγάρι και «ευλογεί»-επικυρώνει τον γάμο. Πετρακογιώργης, μεταβαίνει στην Αθήνα και ζητά να δει την κόρη του, αλλά ο Κώστας του αρνείται αναγκάζοντάς τον να τον μηνύσει για αρπαγή ανηλίκου (κατηγορία που δε μπόρεσε να αποδειχτεί στο δικαστήριο) και για σύσταση συμμορίας και οπλοφορία (κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυό ετών, έπειτα από την σύλληψή του και την δίκη του στα Χανιά).
Η Τασούλα θα μείνει τον επόμενο ενάμιση χρόνο στην Αθήνα, στα Εξάρχεια, στο σπίτι των Κεφαλογιάννηδων περιμένοντας να βγει ο άντρας της από την φυλακή. Τρεις μήνες μετά την αποφυλάκισή του θα χωρίσουν, θα πάρουν διαζύγιο, θα βρουν νέους συντρόφους, με τους οποίους θα κάνουν οικογένεια και θ’ αποκτήσουν παιδιά. Δεν θα συναντηθούν ποτέ ξανά μέχρι τον θάνατο του Κώστα Κεφαλογιάννη (ή Κουντόκωστα) το 1989. Η Τασούλα ζει μέχρι σήμερα στην Θεσσαλονίκη.
Η υπόθεση του έργου αφορμάται μόνο από το γεγονός της απαγωγής, παίρνοντας ταυτόχρονα αποστάσεις από την πραγματικότητα, για να προσεγγίσει έννοιες όπως Ο Έρωτας, η Αγάπη και η Θυσία από ιδεαλιστική σκοπιά, εντάσσοντας στην ποιητική του φόρμα το μεταφυσικό στοιχείο, όπως όλα τα πρότυπα έργα του είδους του.
Η δραματουργία παρακολουθεί την βαθμιαία αναγωγή της περιπέτειας δυο νέων, του Κώστα και της Τασούλας στο ύψος μιας μυθιστορίας σαν κι αυτή του Ερωτόκριτου, ή μιας τραγωδίας όπως το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα», εστιάζοντας στην καταφανέστατη ανάγκη του μετεμφυλιακού συλλογικού πνεύματος να κατασκευάσει, έστω και με τα πλέον συμβατικά υλικά, μια νέα ηρωϊκή μυθολογία και να γίνει μέρος της.
Η παράσταση
Η ιστορία του Κεφαλογιάννη και της Τασούλας έγιναν μια συναρπαστική πρώτη ύλη για τον Κωνσταντίνο Μάρκελλο που έγραψε ένα έργο έμμετρου λόγου για την ιστορία αυτή του έρωτα που δεν της έμελλε να καρποφορήσει στο άγονο έδαφος του (αναίτιου) μίσους, μια ιστορία ταιριαστή με τη λαϊκή μας ψυχοσύνθεση. Η εντυπωσιακή έμμετρη, ομοιοκατάληκτη, γλωσσικά ευέλικτη και χυμώδης, γραφή του Μάρκελλου, μας θυμίζει την περιγραφή του Σεφέρη στις δοκιμές του αναφερόμενος στην κρητική έμμετρη γλώσσα « Γιατί δεν είναι απλώς ένας φραστικός, είναι συνάμα ένα ψυχικός και σωματικός τρόπος, που μας φέρνει σύρριζα κοντά στον εαυτό μας». Τα δίστιχα της Αρπαγής της Τασούλας έρχονται να ζωντανέψουν την πιο βαθιά μνήμη, το αίσθημα του ανήκειν, την ελληνική συνείδηση και τη λογο-θεατρική παράδοση.
Η γλώσσα, το χρώμα, η φόρμα, καθώς και τα θρησκευτικά και πολιτικά ήθη, γίνονται εργαλεία και υλικά της ποίησης, εκφράζοντας όλες εκείνες τις ισορροπίες της γλώσσας, και μάλιστα της έμμετρης, που μια κυρίαρχη πνευματική δύναμη, κρυμμένη στην αθέατη φύση του ανθρώπου, κινητοποιεί. Κάτι που πηγάζει από την ίδια τη φύση της γλώσσας. Της γλώσσας που είναι πιο άμεση αναπαράσταση των ενεργειών και των παθών του εσωτερικού μας κόσμου. Ο Μάρκελλος φέρνει ένα νέο κείμενο στη σκηνή, πατώντας πάνω στην ποιητική μυθιστορία και την κρητική τραγουδαφήγηση που πότισε, με τέτοιο απόλυτο τρόπο, τη λαϊκή παράδοση τόσο της Κρήτης όσο και της Ελλάδας, συγκίνησε γενιές ανθρώπων, τους δάνεισε εικόνες και σύμβολα για τον έρωτα, τον ηρωισμό, τη φιλία, τη γενναιότητα, την αξιοπρέπεια, τον πόνο, το σωστό , το λάθος και τελικά υιοθετήθηκε απόλυτα ως σύμβολο-αντιπρόσωπος του πολιτισμού μας.
Ακολουθώντας αυτή τη λαϊκή παράδοση δανείζεται στοιχεία του αφηγηματικού κρητικού θεάτρου, όπου ο ρόλος του αφηγητή (Ποιητή) και η τριτοπρόσωπη αφήγησή του διαχέεται στον ευθύ λόγο, και εντάσσεται μέσα στην ιστορία. Ο Ποιητής, η Τασούλα, ο Κώστας, η ξαδέρφη Φερενίκη και ο αδερφικός φίλος, μαζί με τον μουσικό που παίζει ζωντανά τη μουσική του Νίκου Ξυδάκη είναι τα πρόσωπα που συνθέτουν την παράσταση.
Πρόκειται για μια υποδειγματική δουλειά. Αποτελεί σπουδαίο “υλικό” για σοβαρή άσκηση των ηθοποιών, ώστε να μπορούν να καθιστούν θεατρικά φυσική, εύστροφη και άμεση την εκφορά του έμμετρου ποιητικού λόγου. Και αυτή την άσκηση την έκαναν, και μάλιστα επιτυχώς, οι ηθοποιοί της διανομής, υπό τη λεπτομερειακή υποκριτική καθοδήγηση του Μάρκελλου. Η σκηνοθεσία του σε κάποια σημεία πιο εύρυθμη, σε κάποια πιο στατική, αλλά σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, συνδυάζει στοιχεία μοντέρνου κώδικα με την παράδοση αλλά, δίνει το βάρος στο λόγο και την ερμηνεία των προσώπων. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που η δραματουργία ( πόνημα του Μάρκελλου και της Στεργίου) έχει δουλευτεί τόσο προσεκτικά, ώστε η μεγάλη διάρκεια του έργου να μην βαραίνει στη συνοχή και στο συναίσθημα. Κι αν ακόμα το τέλος δεν είναι αισιόδοξο, όπως και στην πραγματικότητα, η αίσθηση της γλυκύτητας του συναισθήματος, και της προσμονής της αγάπης είναι κάτι που μένει.
Οι ερμηνευτές στο σύνολο τους επιδεικνύουν μια άνεση πάνω στην σκηνή και πειθαρχικά, με αίσθηση του χιούμορ, εκφραστικό λόγο και κίνηση, ατομικά και συλλογικά έδωσαν την αξιέπαινη ερμηνευτική κατάθεσή τους. Ο καθάριος, έμμετρος λόγος που βγαίνει απνευστί από το στόμα τους, μετουσιώνεται σε σύγχρονο υποκριτικό κώδικα.
Στιβαρός, γήινος, εκφραστικός με άδολο συναίσθημα ο Δημήτρης Καπετανάκος στο ρόλο του Κώστα. Με σκηνικό «νεύρο» και αμεσότητα έπλασε η Ελένη Στεργίου την Τασούλα, εντάσσοντας και μια χιουμοριστική ελαφράδα όπου έπρεπε.
Έξοχη η Ελένη Βλάχου με δυναμική λιτότητα, εσωτερικότητα και τεχνουργημένο λόγο , ενώ η ερμηνεία του Νικολή Αβραμάκη στο ρόλο του φίλου ήταν ανθρώπινη, στοργική, και δυναμική. Με την απαραίτητη σοφία, καθαρότητα και ποιητικότητα στο λόγο του ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος ως αφηγητής,
Η μουσική (ιδιαίτερη μνεία στο υπέροχο τραγούδι του τέλους), η κίνηση, οι φωτισμοί, τα σκηνικά, και τα αρμονικά κοστούμια εξυπηρετούν έξοχα την παράσταση. Ο σκηνικός χώρος λιτός και λειτουργικός μεταφέρει τους ήρωες στον εκάστοτε τόπο και χρόνο.
Στο σύνολο της πρόκειται για μια έξοχη παράσταση με μια άρτια, καλοδουλεμένη ομάδα με εξαιρετική εκφορά του έμμετρου λόγου και της μουσικότητας του κειμένου, με πηγαίο συναίσθημα που χτυπά ακριβώς στην καρδιά της παράδοσης με ματιά όμως στραμμένη προς το μέλλον. Δείτε την οπωσδήποτε.
Κείμενο-Δραματουργία-Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Παίζουν: Δημήτρης Καπετανάκος, Ελένη Στεργίου, Ελένη Βλάχου,
Νικολής Αβραμάκης, Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Μουσικός επί σκηνής: Οδυσσέας Κωνσταντόπουλος
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Φιλολογικός Σύμβουλος: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνικά-Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Σχεδιασμός Φωτισμών: Μελίνα Μάσχα
Φωνητική Διδασκαλία: Νίκος Γαλιενάνος
Επιμέλεια Κίνησης: Λαμπρινή Γκόλια
Βοηθός Σκηνογράφου: Βίκυ Πάντζιου
Κατασκευή Σκηνικών: Γαβριήλ Τσακλίδης
Επικοινωνία-Δημ. Σχέσεις: Ευαγγελία Σκρομπόλα