O Πολυχώρος VAULT παρουσιάζει την παράσταση «Η Λαίδη Μάκβεθ του Μντσένσκ» του Νικολάι Λεσκόφ, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, από τη Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου, έως την Τρίτη 18 Φεβρουαρίου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00, για 20 παραστάσεις.
- Επιμέλεια κειμένου Κάτια Σωτηρίου
- Φωτογραφίες Ελπίδα Μουμουλίδου
Ένα από τα καλύτερα αφηγήματα του Λεσκόφ και παγκόσμια πια αναγνωρισμένο σαν κλασικό αριστούργημα, «Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» είναι ταυτόχρονα, όπως γράφει ο Ντέιβιντ Μάκνταφ «κι ένα παράδειγμα του πιο υψηλού επιτεύγματος της τέχνης του πεζογράφου». Πρώτος θα προσέξει το σκληρό και αριστουργηματικό αυτό διήγημα, με τη δυσοίωνη ομορφιά του, ο Ντοστογιέβσκι και θα το δημοσιεύσει στο περιοδικό «Εποχή».
Βασισμένη σε νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ ασχολείται με τη θέση της γυναίκας στην επαρχιακή προεπαναστατική Ρωσία. Ταυτόχρονα, ο Λεσκόφ σατιρίζει με μεγάλη οξυδέρκεια θεσμούς της ίδιας εποχής, όπως η εκκλησία και η τσαρική αστυνομία. Η υπόθεση αφορά την Κάτια Ισμαήλοβα, σύζυγο ευκατάστατου εμπόρου, η οποία νιώθει παραμελημένη και εγκλωβισμένη στον γάμο της. Ερωτεύεται έναν από τους εργάτες του αγροκτήματός της και για χάρη του φτάνει ως τον φόνο της πεθεράς και του συζύγου της. Η Κάτια παντρεύεται τον αγαπημένο της, όμως οι φόνοι αποκαλύπτονται και το ζευγάρι συλλαμβάνεται. Στον δρόμο για τη Σιβηρία η Κάτια αρπάζεται με μια νέα υποψήφια ερωμένη του συζύγου της και μαζί της παρασύρεται από τα παγωμένα νερά του ποταμού.
H ιστορία της «Λαίδης Μακμπέθ» έχει ξαναειπωθεί με το έναν ή τον άλλον τρόπο, τόσο λογοτεχνικά όσο και κινηματογραφικά. Κυριότερες επιρροές (και της νουβέλας του Λεσκόφ) είναι ασφαλώς η συνονόματή της Λαίδη που μαζί με τον σύζυγό της ξεκινούν έναν άγριο κύκλο αίματος στη «σκωτσέζικη τραγωδία» του Σαίξπηρ, αλλά και η «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ, που επικεντρώνεται στην ομώνυμη ηρωίδα, τον βαρετό γάμο και την παθιασμένη εξωσυζυγική σχέση της που έχει τραγικές συνέπειες. Πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα της, όμως, θυμίζουν ακόμη μια κλασική λογοτεχνική ηρωίδα, μια άλλη Κάθριν, εκείνη από τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι Μπροντέ.
Λίγα Λόγια για τον Λεσκόφ
Ο Νικολάι Λεσκόφ διαμορφώθηκε έξω από το πολιτιστικό κλίμα της πρωτεύουσας. Μεγάλωσε στο επαρχιακό περιβάλλον της περιφέρειας του Οριόλ και καταγόταν, κατά την παρατήρηση του Μ. Γκόρκι, από την οικογένεια «τεσσάρων κοινωνικών τάξεων»20: ο παππούς του ήταν κληρικός, η γιαγιά – από οικογένεια εμπόρων, ο
πατέρας – δημόσιος υπάλληλος και η μητέρα του – από αριστοκρατική οικογένεια. Ως την ηλικία των 30 ετών είχε εργαστεί στη στρατολογική υπηρεσία του Κιέβου, μετά στην αγγλική γεωργική εμπορική επιχείρηση του άντρα της θείας του, ταξίδευε πολύ. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως επαγγελματίας δημοσιογράφος στη Μόσχα κι από το 1862 εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη. Η ίδια η καταγωγή του και οι πολύτιμες εμπειρίες του αποτέλεσαν βιωματικό υπόβαθρο για τα δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά του έργα. Ο Λεσκόφ αντλεί τα θέματα και τους χαρακτήρες από την καθημερινότητα, το έργο του καλύπτει σχεδόν όλο το φάσμα της ρωσικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα προς τα λαϊκά στρώματα, τα ήθη και το φολκλόρ ανταποκρινόταν στην πολιτιστική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη χώρα μετά τη μεταρρύθμιση του 1861. Την εποχή εκείνη οι συλλέκτες και μελετητές του ρωσικού φολκλόρ, όπως ο Α.Ν. Αφανάσιεφ, Π.Ν. Ρίμπνικοφ και άλλοι καταγράφουν και εκδίδουν λαϊκά παραμύθια και θρύλους. Οι συγγραφείς και οι διανοούμενοι της εποχής αναζητούν στο λαϊκό πολιτισμό απαντήσεις για τα φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας.
Ο Λεσκόφ, όπως και πολλοί σύγχρονοί του προβάλλουν τον ρωσικό τύπο, το ιδανικό του όχι τόσο με κοινωνικά κριτήρια, αλλά τα ηθικά, τα οποία βρίσκονται στη βάση της κοσμοαντίληψης του ίδιου του συγγραφέα και καθορίζουν την προσέγγισή του στην περιγραφόμενη πραγματικότητα» . Η γνώση «από μέσα» της ποικιλόμορφης ρωσικής πραγματικότητας όμως προίκισε τον Λεσκόφ με σπάνια για την εποχή του ικανότητα να δει τον ρωσικό λαό από διαφορετικό πρίσμα, χωρίς ιδεαλιστικές αυταπάτες πολλών συγγραφέων και διανοούμενων της εποχής του22. Όπως επισημαίνει ο Λ. Άννινσκι, ο Λεσκόφ δε συμμεριζόταν τόσο με τις εξιδανικευμένες εθνοκεντρικές παραστάσεις για τον «γνήσιο ρωσικό» τύπο, όσο και με τις ξενόφερτες επαναστατικές θεωρίες· αντιστεκόταν σε οποιοδήποτε δογματισμό, ιδεολογικό ή θρησκευτικό.
Στην Ελλάδα το έργο του Λεσκόφ δεν είναι ακόμα ευρύτερα γνωστό, παρόλο που ορισμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει. Στον εικοστό αιώνα η πρώτη παρουσίαση του Λεσκόφ στην Ελλάδα πραγματοποίησε η Αννα Ι. Σαραντίδη, η οποία είχε μεταφράσει στα ελληνικά τα έργα πολλών Ρώσων συγγραφέων, όπως Φ. Ντοστογιέφσκι, Α. Τσέχοφ, Μ. Γκόρκι κι άλλους. Το 1940 στη Νέα Εστία σε πέντε συνεχόμενα τεύχη δημοσιεύτηκε η μετάφραση της Λαίδη Μάκβεθ από το χωριό Μτσενσκ. Την πιο εκτεταμένη ως σήμερα παρουσίαση του έργου του Λεσκόφ στον ελλαδικό χώρο επιχείρησε ο Α.Α. Πάλλης στον τόμο Νικολάι Λεσκόφ, Διηγήματα και νουβέλλες (Δίφρος, Αθήνα 1960). Το βιβλίο περιλαμβάνει τα εξής έργα: Λιεβσά, Ο Καλλιτέχνης κομμωτής, Η
ληστεία, Ο σκοπός, Μια μεγαλοφυΐα του παλιού καιρού, Ο στοιχειωμένος προσκυνητής. Στην σύντομη εισαγωγή ο Α.Α. Πάλλης τοποθετεί βιογραφικό σημείωμα του Ν. Λεσκόφ, όπου τον προβάλλει σαν ισάξιο των μεγάλων Ρώσων και δυτικοευρωπαϊκών συγγραφέων (Τολστόι, Τσέχοφ, Μωπασάν), ειλικρινή και παρατηρητικό ρεαλιστή-ηθογράφο, προικισμένο με λεπτό και σατιρικό ύφος.
Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι
Διασκευή: Μαρία Σκαφτούρα
Σύμβουλος δραματουργίας: Κάτια Σωτηρίου
Πρωτότυπη μουσική: Γιώτα Κοτσέτα- Αλέξης Αλεβιζάκης
Σκηνικός χώρος – κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης
Φώτα: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Άντα Γιαννουκάκη
Φωτογραφίες: Ελπίδα Μουμουλίδου
Σχεδιασμός Αφίσας: Στράτος Τρογκάνης
Trailer: Νικήτας Χάσκας
– Το ομώνυμο τραγούδι της παράστασης ερμηνεύει η Σοφία Παπάζογλου
– Η διασκευή στηρίχτηκε στο βιβλίο του Νικολάϊ Λέσκοφ με τίτλο «Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές σε μετάφραση Άννας Ραδίτσα
Παίζουν: Μαρία Σκαφτούρα, Άγγελος Ανδριόπουλος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μαρία Σωτηριάδου, Άντα Γιαννουκάκη, Βασίλης Τσιάκας, Αγάπη Παπαθανασιάδου