Ο Αρίστος παρουσιάζεται στο θέατρο Αθήναιον στη Θεσσαλονίκη για λίγες παραστάσεις, με τους Φιλαρέτη Κομνηνού, Μιχάλη Οικονόμου και Γιώργο Χριστοδούλου.
Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
Υπάρχουν κάποιες παραστάσεις που όσο περισσότερο τις βλέπεις, τόσο περισσότερες φορές θέλεις να τις ξαναδείς. Δεν συμβαίνει συχνά στη ζωή ενός θεατή ή κριτικού. Ο Αρίστος όμως είναι μια τέτοια περίπτωση. Είναι μια παράσταση που έχει χτίσει ήδη τη δική της ιστορία στην Αθήνα, όπου παίζεται για δεύτερη χρονιά. Φέτος, κι ενώ συνεχίζει στο θέατρο Άνεσις στην Αθήνα, η παράσταση ανέβηκε στην Κοζάνη και τώρα συνεχίζει για λίγες παραστάσεις στην Θεσσαλονίκη, με τη Φιλαρέτη Κομνηνού να αναλαμβάνει στο βορρά τους γυναικείους ρόλους αντί για τη Λένα Ουζουνίδου που συνεχίζει την εξαιρετική της ερμηνεία στις αθηναϊκές παραστάσεις (μπορείτε να διαβάσετε την κριτική μας από την περσινή παράσταση εδώ). Και ήταν αυτή η παρουσία της Φιλαρέτης Κομνηνού που μας ανέβασε στη Θεσσαλονίκη για να δούμε πάλι τον Αρίστο – αυτήν την φορά όμως στην πόλη του.
«Ο Παγκρατίδης Εξετελέσθη Εις το Σέιχ Σου.” Μανούλα μου είμαι αθώος”, ήταν οι τελευταίες του λέξεις». Αυτόν τον τίτλο έδωσε στις 17 Φεβρουαρίου του 1968 ο συντάκτης της εφημερίδας “Μακεδονία”. Έτσι γραφόταν ο τραγικός επίλογος μιας ιστορίας που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Μετά από μια δίκη παρωδία, ο καταδικασθείς ως δράκος του Σέιχ Σου, Αριστείδης Παγκρατίδης εκτελέστηκε πριν 51 χρόνια για τα αποτρόπαια εγκληματα που του αποδόθηκαν.
Η παράσταση βασίζεται στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, Ο Γύρος του Θανάτου: πρόσωπα που συνδέονται με τον Παγκρατίδη, εξομολογούνται τη ζωή και τη σχέση τους με τον ήρωα: ο συμμαθητής και φίλος του από τα παιδικά χρόνια, η μάνα, ένας χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων, ο δοσίλογος περιπτεράς, ένας συντηρητικός αστός της παραλίας, το αφεντικό του στον «Γύρο του θανάτου» και δύο περιστασιακοί του έρωτες, η τραβεστί Λολό και μία λαϊκή τραγουδίστρια, καταθέτοντας τη θέση και τη στάση τους για τη δική τους ζωή, φωτίζουν τις σκοτεινές πτυχές της τραγικής προσωπικότητας του νεαρού Αριστείδη και μεταφέρουν την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα που διαμορφώθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την κατοχή και τον εμφύλιο.
Αυτή τη λαϊκή βάση φωτογραφίζει ο Κοροβίνης στο κείμενο του, παίρνοντας καθαρά θέση υπέρ της μη ενοχής του Παγκρατίδη, σχολιάζοντας εύστοχα την αναντιστοιχία του ψυχολογικού προφίλ του Παγκρατίδη με εκείνο του πραγματικού Δράκου.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου και η Θεοδώρα Καπράλου έκαναν μια διασκευή κομψοτέχνημα στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, που διερευνά τα κοινωνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης του ‘60. Φτώχεια, φόβος, εγκατάλειψη, περιθώριο και καταστολή συνθέτουν με λίγες λέξεις το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα. Τα κατά κοινωνική συνθήκη ψεύδη, η βία, η κοινωνική αδικία και ανισοτιμία της «δημοκρατίας», η ανοχή και συνενοχή της στο φασισμό, η αδιαφορία . Καυστικά «κατηγορώ» που αναδύονται μέσα από μνήμες, σκέψεις, συνειρμούς, υπεκφυγές. Ερωτήματα και απαντήσεις, που διατυπώνονται με απλές, λιγόλογες, μισές, ανολοκλήρωτες, επαναλαμβανόμενες, διερευνητικές, εξομολογητικές, άλλοτε αποκαλυπτικές και άλλοτε συγκαλυμμένες κουβέντες. Η δραματουργική και σκηνοθετική προσέγγιση του Γιώργου Παπαγεωργίου επιδιώκει την υπονόμευση μιας επίπλαστης σοβαροφάνειας που χαρακτηρίζει πολλές παραστάσεις που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου και ο Μιχάλης Οικονόμου έχουν, θεωρώ, αφήσει έντονο το αποτύπωμα τους στην παράσταση. Και ξαναβλέποντας τους φέτος, με την παράσταση να έχει λιώσει μέσα τους ακόμα περισσότερο, παρατηρούμε ακόμα περισσότερο την αφτιασίδωτη διάθεση τους, το εξαίσιο επικοινωνιακό οπλοστάσιο τους που κατάφερε να προσδώσει στις ερμηνείες τους μια σπάνια αμεσότητα και σκηνική άνεση. Η σκηνή της Λολό του Οικονόμου, και ο τελικός μονόλογος του Αρίστου, από τον Γιώργο Χριστοδούλου είναι πραγματικά σπάνιες θεατρικές στιγμές.
Εύλογα όμως, το ενδιαφέρον στην παράσταση της Θεσσαλονίκης, για όσους έχουν ήδη δει την παράσταση στην Αθήνα, επικεντρώνεται στην Φιλαρέτη Κομνηνού.
Κυρίαρχη, συνταρακτική, με αμεσότητα, και δραματικότητα είναι η μάνα που υποδύεται η Κομνηνού, σε μια λιτή ερμηνεία βαθύτατης εσωτερικής αλήθειας. Και λίγο μετά, με ένα τίναγμα του μαλλιού μεταμορφώνεται σε Σύλβα. Με βλέμμα ατόφιο ηδονοθηρικό, τονίζει τη θηλυκή, ακατέργαστη φύση της λαϊκής τραγουδίστριας που υπήρξε «δεύτερο όνομα πάντα, ποτέ πρώτο», και αντλώντας από την τόσο οικεία της ντοπιολαλιά, αναδεικνύει τους γλωσσικούς χυμούς της ηρωίδας της και την ασυμβίβαστη αθυροστομία της. Εντυπωσιακές οι εκφραστικές αποτυπώσεις της γνήσιας και παρακμιακής λαϊκότητας της ηρωίδας στην κίνηση του κορμιού της, που το καθιστούν θεατρικά εκφραστικό, εύγλωττο μέρος της συνολικής της παρουσίας και που δημιουργούν μια εξέχουσα σκηνική θερμοκρασία. Η Κομνηνού καταφέρνει μια ερμηνεία με απανωτές καταβυθίσεις και εξάρσεις ανύψωσης , με μια οριτζιναλιτέ που αποδεικνύει τον ανεξάντλητο πλουραλισμό του ταλέντου της, και τη διάθεση της να δοκιμάζεται σε νέα μονοπάτια, να περνάει πήχεις υψηλούς. Είναι ίσως δύσκολο να περιγράψει κανείς την αίσθηση που αφήνει μια ερμηνεία χωρίς να έχει κανείς μπροστά του τη Σύλβα, να τραγουδά α καπέλα, να αυτοσυστήνεται χτυπώντας το ντέφι της, να οργίζεται για την ψευτιά, να τσαντίζεται στα ίσια με την αδικία, να σπαράζει για την εκτέλεση του Αρίστου μέσα στη ντεκαντάνς της. Η ερμηνεία της Κομνηνού με μια εξαίσια πλαστουργική δύναμη μεταποιεί το λεκτικό ένδυμα, σε ψυχικότητα. Ειδικά η Σύλβα της, είναι σπουδή αυθεντικότητας.
Γιατί ξεχωρίζει ο Αρίστος; Γιατί το ψυχικό φορτίο που έχει ανάγκη ως καύσιμη ύλη η σύγχρονη τέχνη είναι εδώ, και με αυτό, οι τρεις ηθοποιοί συνθέτουν μια αφήγηση γύρω από την ιστορία που συγκλόνισε μια πόλη, και που οδήγησε τους εγκληματολόγους της εποχής να συζητήσουν εκ νέου το ζήτημα της θανατικής ποινής στην Ελλάδα. Η παράσταση είχε την ευαισθησία να κατανοήσει τον ασυμβίβαστο και ασύμβατο κόσμο του περιθωρίου της Θεσσαλονίκης, τον τρομακτικό και απροσμέτρητο βυθό του παρακράτους, και τελικά το αναλώσιμο της ανθρώπινης ζωής μπροστά στην ανάγκη συγκάλυψης ενός ενόχου. Αν δεν έχετε δει τον Αρίστο, να τον δείτε. Και πιστέψτε μας, η άνοδος στην Θεσσαλονίκη, για όσους τον έχετε δει και στην Αθήνα, θα ανταμείψει τον κόπο σας, και θα γεμίσει την ψυχή σας.
Ταυτότητα της Παράστασης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου
Μουσικός: Κλείτος Κυριακίδης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση: Μαρίζα Τσίγκα
Σκηνογραφική/Ενδυματολογική επιμέλεια: Κατερίνα Αριανούτσου
Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Προϊστάκη
Παίζουν
Φιλαρέτη Κομνηνού, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Χριστοδούλου
Είδαμε την παράσταση στη Θεσσαλονίκη και μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα από την ερμηνεία της κας Κομνηνου. Ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που ξέρουμε. Εξαιρετική.
Έχοντας δει την παράσταση και με τις δύο διανομές, συμφωνώ μέχρι κεραίας!