Ο Γιώργος Νανούρης, στην πρώτη του επαφή με το αρχαίο δράμα, σκηνοθετεί τον Αίαντα του Σοφοκλή, με τον βραβευμένο με βραβείο Χορν, Μιχάλη Σαράντη και τον ζωγράφο Απόστολο Χαντζαρά στο ανακαινισμένο Θέατρο Βεάκη, σε παραγωγή Μάριου Τάγαρη .
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Ο Αίας θεωρείται, από τους περισσότερους μελετητές, το παλαιότερο από τα σωζόμενα δράματα του Σοφοκλή. Για την ακριβή χρονολόγηση του έργου δεν υπάρχει ομοφωνία, αφού δεν μπορεί να συνδεθεί με βεβαιότητα με καμία πολιτική κατάσταση. Αρκετοί μελετητές τοποθετούν τον Αίαντα στη δεκαετία 460-450 π.Χ., υποστηρίζοντας πως την πρώιμη περίοδο στην οποία ανήκει, προδίδουν τα αρχαιοπρεπή χαρακτηριστικά της γλώσσας του, η δομή του και η θεματική του.
Ο Αίας, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και της Ερίβοιας, χαρακτηρίζεται ως ἀνδρῶν μέγ’ ἄριστος, (Β 768) και θεωρείται ο δεύτερος μετά τον Αχιλλέα ήρωας του έπους, άξιος αντίπαλος του Έκτορα. Μετά το θάνατο του Αχιλλέα ο Οδυσσέας και ο Αίας, διεκδικούν τα όπλα του. Στην “κρίση για τα όπλα” (ὅπλων κρίσιν),που ανήκει στα πρὸ τοῦ δράματος, αποφασίζεται με δόλο να δοθούν στον Οδυσσέα. Ο Αίας θεωρεί την κρίση άδικη και αποφασίζει να πάρει εκδίκηση σκοτώνοντας εκείνους που τον αδίκησαν, ανάμεσά τους “πρωταίτιους” Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Το σχέδιό του το ματαιώνει η Αθηνά που του ταράζει τα λογικά. Μέσα στη μανία του, βγαίνει μια νύχτα και κατασφάζει τα ζώα του στρατοπέδου, νομίζοντας ότι σφάζει τους εχθρούς του. Όταν συνέρχεται και συνειδητοποιεί τι έπραξε, παίρνει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Εκείνοι που τον αγαπούν μάταια προσπαθούν να τον αποτρέψουν. Κατά τη σοφόκλεια εκδοχή, μετά την αυτοκτονία, οι Ατρείδες απαγορεύουν την ταφή του Αίαντα, αλλά, με παρέμβαση του Οδυσσέα, η απάνθρωπη απόφαση δεν πραγματοποιείται.
Η παράσταση
Αυτό που εξαρχής, με το που μπαίνει το κοινό στην αίθουσα, φαίνεται ενδιαφέρον είναι ότι ο Γιώργος Νανούρης αλλάζει τη θεατρική σύμβαση. Tοποθετεί τον θεατή απέναντι από τον «εαυτό» του, βάζοντας τον να κοιτά την πλατεία. Αν υποθέσουμε ότι η σκηνή ως τόπος ενεργοποιεί την απόσταση που εξ ορισμού ενυπάρχει στη θεατρική συμπεριφορά μεταξύ ηθοποιών και θεατών, ο Νανούρης καταργεί την απόσταση, ώστε να αποκτάται η εικόνα και γνώση ενός του «άλλου» και τελικά με την κατανόηση, την προσέγγιση και την οικειοποίηση του έτερου, να τελείται ένας είδος μετατόπισης, μεταφοράς προς αυτό το «άλλο». Έτσι η σκηνή του Αίαντα είναι ένας τόπος ψυχικής μετατόπισης του θεατή όπου συντελείται το πέρασμα από το αληθινό στο υποδυόμενο, όπου ο θεατής κινείται πια ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, το αληθινό και το υποδυόμενο. Η σκηνοθεσία του επιλέγει μία αμφίδρομη κίνηση: ο θεατής τοποθετείται μέσα στο έργο και το έργο προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να µετατρέψει το «µονόλογο» της σκηνής προς την πλατεία, τις σχέσεις εξουσίας που επιβάλλει το παραδοσιακό θέατρο, µεταξύ εκείνου που κατέχει και διηγείται την αλήθεια και εκείνου που έρχεται για να την ακούσει, σ’ έναν «διάλογο» µεταξύ του κοινού και των ηθοποιών, σε µια σχέση αλληλεπίδρασης.
Ο Γιώργος Νανούρης και η ομάδα του κατόρθωσαν να δώσουν μια πολυεπίπεδη εκδοχή ενός έργου και να το νοηματοδοτήσουν εκ νέου, για ένα κοινό σύγχρονο και απαιτητικό. Μακριά από κοινές φιλολογικές, θεατρολογικές και θεωρητικές προσεγγίσεις που τόσο συχνά βλέπουμε στις θεατρικές σκηνές, με μέσα λιτά, με ευρηματικότητα, σωματικότητα, σκηνική δράση και συγκεκριμένη σκηνοθετική άποψη, συνεπή σε όλα τα επίπεδα. Απέδωσε με ζωντάνια και αρχιτεκτονική ευρυθμία την ατμόσφαιρα, τις διακυμάνσεις, τις συγκρούσεις αλλά και τα διακυβεύματα του έργου, τονίζοντας το υπαρξιακό πρόβλημα της αστάθειας της ανθρώπινης μοίρας που διακατέχει όλο το έργο
Ο Μιχάλης Σαράντης, ένας ηθοποιός με τεράστιο σκηνικό εκτόπισμα, εισχωρεί βαθιά στην ουσία του έργου και μας αποδεικνύει πόσο σπουδαίος ερμηνευτής είναι υποδυόμενος όλους τους ρόλους. Είναι εντυπωσιακή η ευχέρεια και η ακρίβεια με την οποία κινείται, και διαχειρίζεται τη φωνή του, σαν ένα παλλόμενο και δονούμενο σώμα. Κάθε κίνηση του είναι φορτισμένη με ηλεκτρισμένη ενέργεια. Υποδύεται την υπέρτατης δύναμης Αθηνά, τον διπρόσωπο και ύπουλο Οδυσσέα, την αγωνιούσα Τέκμησσα , τον τυφλωμένο από εξουσία Μενέλαο, τον αποφασισμένο Τεύκρο, τον αυταρχικό Αγαμέμνονα. Ως Αίας όμως περνά από την τρέλα στην έλλογη κατάσταση και τη συνειδητοποίηση της ζοφερής πραγματικότητας, και από εκεί στην οργή και την απελπισία. Μέσω της βαθιάς συγκέντρωσης και της σωματικής του συνέπειας ανάγει τη μορφή του ήρωα του σε φιγούρα διαχρονική και πανανθρώπινη. Είναι ένας ερμηνευτικός άθλος, και θρίαμβος.
Έξοχη ως προς την ιδέα και την εκτέλεση η παρουσία του εικαστικού Απόστολου Χαντζαρά στη σκηνή, που ενορχηστρώνει ευαισθησίες και δεξιότητες προς μια κατεύθυνση απεικονιστική, ζωγραφίζοντας με την τεχνική της μονοτυπίας τα πρόσωπα της τραγωδίας. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο μέσων, του εικονιστικού και του λεκτικού δεν αφορά ακριβώς μια διαδικασία απλής εικονογράφησης. Περισσότερο τονίζεται η αυτοτέλεια των δύο τρόπων έκφρασης μέσω της συνέχειάς του νοήματος κατά τη μετάβασή του από το ένα μέσο στο άλλο. Η παράσταση αναλύεται σαν μια αλληλουχία επεισοδίων σε ένα συνεχές παίγνιο όπου κάθε πίνακας, κάθε μέρος, κάθε σκηνή, κάθε ενότητα πολλαπλασιάζεται ρυθμικά και ανάγεται σε δυνάμεις που τη διευρύνουν και την εντείνουν σε χρονικό άπειρο.
Αυτή η ρυθμολογία χτίζει την αισθητική της παράστασης, επειδή ακριβώς τα αντικείμενα πρόσφεραν την υλική κατανόηση της σκηνικής πραγματικότητας και ταυτοχρόνως μετουσίωναν τα πρόσωπα σε «τρίτες» έννοιες, γενικότερες από τα ίδια θολώνοντας έτσι τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ μύθου και θεάτρου.
Οι φωτισμοί αποτελούν οργανικό στοιχείο των παραστάσεων του Νανούρη. Και στον Αίαντα παίζει με το σκοτάδι και το φως, δημιουργώντας έντονες αντιθέσεις ανταποκρινόμενες πλήρως στις ίδιες τις αντιθέσεις του έργου. Η σκηνή της εισόδου του πάνοπλου Αίαντα είναι αισθητικά συγκλονιστική. Έξοχη, τρυφερή αλλά και συγκινητική η μουσική επένδυση.
Ο Νανούρης πήρε το κείμενο και προσπάθησε να δει τις λεπτότατες λεπτομέρειες που είναι και οι πιο ουσιώδεις, για να το φωτίσει ως το βάθος του, να το ευμενίσει, να το ολοκληρώσει μεταποιώντας τον ποιητικό λόγο σε εικόνα. Η σημασία που μεταφέρει η εικόνα, η ιδέα που συμβολίζει, η βοήθεια που συνεισφέρει, τα συναισθήματα που διεγείρει, το εικονιστικό μήνυμα που κρύβει στις αποσκευές της είναι τόσο ισχυρό και συγκινητικό που εισάγει νέους τρόπους αντίληψης και καταγραφής της τραγωδίας. Είναι μια από τις πιο λιτές, αλλά πιο συγκινητικές και αισθητικά άρτιες παραστάσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, με την εξαιρετική, άφθονη ερμηνεία του Μιχάλη Σαράντη. Είναι μια θεατρική εμπειρία, ένα απόλυτο Must see .
Μετάφραση: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης
Ερμηνεία: Μιχάλης Σαράντης
Ζωγραφική: Απόστολος Χαντζαράς
Βοηθ. Σκηνοθέτη: Χρήστος Ρουμελιώτης, Τίτος Λίτινας
Σκηνική επιμέλεια – Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης