Το Κουμ Κουάτ, το νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού και της Μαρίας Κοσκινά παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία του ίδιου, με το Γιώργο Γλάστρα και την Μαρία Κοσκινά.
Κριτική της παράστασης Κάτια Σωτηρίου
Το έργο
Βρισκόμαστε εν μέσω της δικτατορίας στην Ελλάδα, την Κυριακή του Πάσχα, 9 Απριλίου 1972. Ένα ζευγάρι λέει ψέματα, για να μην αναγκαστεί να ξαναπάει στο χωριό. Και ενώ πιστεύουν πως τα έχουν καταφέρει να μείνουν έστω και για μία ημέρα μόνοι, αρχίζουν να καταφθάνουν πρώην εραστές, χουντικοί, ένα τάγμα φαντάρων με σούβλες και αρνιά και μία αγάπη από το παρελθόν.
Δύο ηθοποιοί, ο Γιώργος Γλάστρας και η Μαρία Κοσκινά, υποδύονται όλους τους χαρακτήρες, πραγματοποιώντας επί σκηνής αστραπιαίες ολικές μεταμορφώσεις σε μία φάρσα απολύτως χορογραφημένου ρυθμού και ιδιάζουσας κατασκευής, για μία εποχή που υπήρξε εξίσου αστεία όσο και επικίνδυνη.
Η Παράσταση
Το Κουμ Κουάτ , το νέο έργο του Γιάννη Καλαβριανού και της Μαρίας Κοσκινά, είναι μια εκπληκτικά παιγνιώδους πλοκής παράσταση που απαιτεί αλλεπάλληλες και αδιάκοπες μεταμορφώσεις από τους ερμηνευτές της. Ως κωμωδία καταστάσεων, ηθών, ιδεών και ως φάρσα σατιρίζει τις συμπεριφορές (κοινωνικές και ιδιωτικές των Ελλήνων την εποχή του Πάσχα και όχι μόνο), τα ελαττώματα, τα σύνδρομα, τα αδιέξοδα, τις έλξεις και τις απώσεις μέσα στην οικογένεια, τους θεσμούς, τα κυρίαρχα ήθη, τα ερωτικά στρατηγήματα, τις ερωτικές ίντριγκες, τα τερτίπια, και βέβαια τα ερωτικά τρίγωνα.
Είναι μια κωμωδία που χρησιμοποιεί τα υπερβατικής φαντασίωσης «τεχνάσματα» του είδους, τα οποία και παρωδεί με μια γλυκόπικρη ειρωνεία. Πρόκειται για μια παράσταση στην οποία κάθε κωμικός ηθοποιός θα ήθελε να συμμετάσχει, μια παράσταση «πρόκληση» για ερμηνευτική ακροβασία στην «κόψη του ξυραφιού» δύο μόνο κωμικών, σε ένα συνεχές, αλληλοτροφοδοτικό «πάρε – δώσε» μεταμορφωτικής υποκριτικής άμιλλας. Το να «διηγηθούμε» την πλοκή, την «ιστορία» που έπλασε ο συγγραφέας με λεπτομέρειες, θα είναι σαν να παίρνουμε από το στόμα του υποψήφιου θεατή της παράστασης την «μπουκιά» της απόλαυσης, του χορταστικού γέλιου, την έκπληξη που προσφέρουν η γεμάτη σασπένς «ανατρεπτική» πλοκή και τα λογοπαίγνια του ευφυέστατα περιπαικτικού έργου.
Η αμφισβήτηση των ηθών αλλά και των πολιτικών γεγονότων και προσώπων υπήρξε στον πυρήνα της κωμωδίας από την εποχή του Αριστοφάνη. Έτσι η πίκρα του ανθρώπου που συνθλίβεται από τους ηθικοκοινωνικούς κανόνες, και από τις επιταγές κάθε εξουσίας μπορούσε ανέκαθεν να ξεπεραστεί μέσα από το γάργαρο, ανακουφιστικό και θεραπευτικό γέλιο που εξασφάλιζαν οι κωμωδιογράφοι με τα σατιρικά έργα τους. Έτσι και στο Κουμ Κουάτ το γέλιο είναι άμεσο, μεταδοτικό, και εξαιρετικά αποτελεσματικό αφού μπορεί και σχολιάζει διαβρωτικά και αποδομητικά το ιδεολογικό οικοδόμημα των συνταγματαρχών που χτίστηκε για να θεμελιώσει μια παράλογη εξουσία, αλλά και την απείρου κάλλους συμπεριφορά των οικογενειών ειδικά σε γιορτές όπως το Πάσχα. Ο Γιάννης Καλαβριανός, τοποθετεί το έργο σε μια σκοτεινή για την Ελλάδα εποχή, χρησιμοποιεί πολλαπλά διαστρωματωμένες συνθέσεις από παρελθόντες, αλλά και τωρινούς κώδικες παραγωγής νοήματος, για να προβεί σε μια ευχάριστη, και ενίοτε πικρή επανεπεξεργασία του εθνικού μας παρελθόντος. Και όπως απαιτεί μια κωμωδία λεπτών αποχρώσεων, τοποθέτησε τόσο στο σκηνικό χώρο σημεία και σημάδια της εποχής – από το δίσκο με τη Βίκυ Λέανδρος, ως τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν το τρίπτυχο πατρίς – θρησκεία – οικογένεια.
Η λιτή αλλά ευφάνταστη σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού, τα πολύ πετυχημένα για την εποχή κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα, το μακιγιάζ και οι περούκες, στοιχεία που στηρίζουν τις υποκριτικές μεταμορφώσεις, το ευρηματικά δραστικό για την εξέλιξη της πλοκής σκηνικό της Τίνας Τζόκα, η εύστοχη μουσική επιμέλεια, η έξοχη επιμέλεια κίνησης από την Αλεξία Μπεζίκη, στηρίζουν δημιουργικά την «οργιαστική» πλοκή και συνεργούν στην κλιμάκωση και κορύφωση των συνεχών υποκριτικών μεταμορφώσεων, σε αρκετούς ανδρικούς και γυναικείους ρόλους, το συνεχές κωμικό «πάρε – δώσε» μεταξύ των δύο, πολύ ταλαντούχων ηθοποιών.
Τα έντονα στοιχεία φάρσας και σουρεαλισμού προκαλούν αβίαστα το γέλιο του κοινού καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Το σκηνικό αξιοποιήθηκε πλήρως, όλα λειτούργησαν με ακρίβεια χωρίς να χαθεί στο ελάχιστο ο ρυθμός και το στοιχείο της έκπληξης. Δημιουργείται λοιπόν η αίσθηση πως βρίσκεσαι στο σαλόνι της οικογένειας και παρακολουθείς τις συζητήσεις και τις αντιδράσεις μέσα στην γενικότερη ατμόσφαιρα έντασης και ταραχής που επικρατεί.
Ολοι, όμως, οι παραπάνω συντελεστές, ευνοήθηκαν και καρποφόρησαν χάρη στις κωμικά ευρηματικές και απολαυστικές ερμηνείες των δύο ηθοποιών. Της άμεσης, φυσικής με έντονη θεατρική χάρη και αίσθηση του χιούμορ – ενός χιούμορ λαϊκών χυμών, Μαρίας Κοσκινά, που έφερε και την Κορφιάτικη τρέλα επί σκηνής – μαζί με τα κουμ κουάτ – και κυρίως του δαιμόνιου Γιώργου Γλάστρα ,που εκπλήσσει με την υποκριτική του «τρέλα», με τη μεταμορφωτική του τόλμη, με τα εύπλαστα μέσα του (φωνή, κίνηση, έκφραση προσώπου), αποδεικνύοντας ότι διαθέτει πλούσιο κωμικό ταλέντο.
Στο σύνολο της πρόκειται για μια λαϊκού – με την καλή έννοια – χαρακτήρα φαρσοκωμωδία που χαρτογράφησε με αμεσότητα την εθνική αντιεποποιία και τον υποκριτικό παλμό μιας παρακμιακής εποχής της ελληνικής κοινωνίας με την αμεσότητα του ευθυμογραφήματος. Ζωντανοί διάλογοι, εύθυμες καταστάσεις, εύστοχη κριτική ματιά και πικρός σατιρικός λόγος. Μια ευφρόσυνη παράσταση, που προσφέρει καθαρή διασκέδαση, αλλά κλείνει το μάτι και στο θεατή θυμίζοντας του ότι αυτή η εποχή υπήρξε, και ότι πρέπει να ανήκει στο παρελθόν και μόνο. Δείτε την!
Συντελεστές της παράστασης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Σκηνικά: Τίνα Τζόκα
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Επιμέλεια κίνησης – Βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξία Μπεζίκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Αναστασία Μποζοπούλουκρ
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Γιώργος Γλάστρας
Μαρία Κοσκινά