*κριτική της παράστασης από την Κάτια Σωτηρίου
Η λυσσασμένη γάτα, «Cat on a Hot Tin Roof “, που γράφτηκε από τον Tennessee Williams είναι ένα λαμπρό έργο για μια δυσλειτουργική οικογένεια που υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει την απάτη και την υποκρισία που υπάρχουν στα σπλάχνα της. Το ισχυρό αυτό έργο, με ένα Pulitzer στις αποσκευές του, ανέβηκε για πρώτη φορά το 1955 στο Θέατρο Morosco από τον Elia Kazan, και φέτος παρουσιάζεται στο θέατρο Θησείον σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη.
Το έργο είναι σε μεγάλο βαθμό βιογραφικό για τον Tennessee Williams. Ντροπαλός, ευαίσθητος και ευπαθής ως νέος, λόγω μιας εξουθενωτικής μάχης με τη διφθερίτιδα, ο Williams πίστευε ότι ήταν μια απογοήτευση για τον πατέρα του, έναν άνθρωπο γνωστό για τον αλκοολισμό και τη βίαιη ιδιοσυγκρασία του. Η μητέρα του Ουίλιαμς ήταν μια Belle του νότου, γνωστή για την ευκολία της στην κοινωνική – ταξική άνοδο, που επικέντρωσε τις υψηλές προσδοκίες της στο γιο της όταν ο γάμος της δεν ευτύχησε. Έτσι, οι γονείς του θεατρικού συγγραφέα φαίνεται να έχουν δημιουργήσει το περιβάλλον αυτού που γνωρίζουμε ως το Κλασικό Τριαδικό Οικογενειακό Σύστημα, ένα κοινό υπόβαθρο στη ζωή των ομοφυλοφίλων ανδρών, κάτι που είναι ιδιαίτερα έντονο και στο έργο.
Το έργο
Η λυσσασμένη γάτα λαμβάνει χώρα στη φυτεία του Big Daddy στο Δέλτα του Μισισιπή. Ο Big Daddy είναι ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης βαμβακιού και κατέχει επίσης χιλιάδες στρέμματα εύφορης γης σε αυτήν την περιοχή. Το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας του επανενώνεται στο κτήμα για να γιορτάσει τα γενέθλια του και από την αρχή του έργου ο θεατής βυθίζεται σε ένα δίκτυο ψεμάτων που μπερδεύει και παραμορφώνει την αλήθεια, την αντικειμενικότητα και ακόμη και τη συμπόνια. Στην πρώτη πράξη, αποκαλύπτεται ότι ο Big Daddy πεθαίνει από καρκίνο στο τελικό στάδιο ωστόσο, τα παιδιά του αποφασίζουν να αποκρύψουν την κατάστασή του, ενημερώνοντάς τον ότι τα εργαστηριακά του αποτελέσματα επέστρεψαν καθαρά.
Αυτή η κρίση επικαλύπτεται με το κεντρικό θέμα του έργου το οποίο επικεντρώνεται στη δυστυχισμένη σχέση μεταξύ του γιου του Big Daddy, του Brick, και της συζύγου του, της Maggie, που παραμένουν άκληροι. Μετά την αυτοκτονία του καλύτερου φίλου του, Skipper, ο Brick γίνεται αλκοολικός, χάνει κάθε σεξουαλικό ενδιαφέρον για τη σύζυγό του και δεν δείχνει ενδιαφέρον για εργασία ή για χόμπι εκτός από το ποτό. Ο Μπρικ έρχεται σε αντίθεση με τον αδελφό του Gooper, που είναι παντρεμένος και έχει ήδη 5 παιδιά, επειδή ο τελευταίος ενδιαφέρεται να κληρονομήσει την περιουσία του πατέρα ισχυριζόμενος ότι θα ήταν ανεύθυνο να παραχωρήσει όλη αυτή τη γη σε έναν αλκοολικό που δεν έχει παιδιά. Το έργο ολοκληρώνεται με την Maggie να ανακοινώνει ότι είναι έγκυος (ακόμα ένα ψέμα) για να βεβαιώσει ότι μαζί με το σύζυγό της θα πάρουν μέρος του κτήματος του Big Daddy μετά το θάνατό του.
Η υποκρισία είναι ο πυρήνας του έργου και απεικονίζει έξοχα τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι διαστρεβλώνουν, σχηματίζουν, καταστρέφουν ή αγνοούν συνειδητά την αλήθεια για να συμμορφωθούν με τις κοινωνικο-πολιτιστικές απαιτήσεις και προσδοκίες ή για να επιτύχουν τους στόχους τους.
Η παράσταση
Η παράσταση στο θέατρο Θησείον, επικεντρώνεται στο αιώνιο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, της απελπισίας και της ελπίδας, της γονιμότητας και της στειρότητας, της φιλίας και της οικογένειας. Ο αλκοολισμός και η ομοφυλοφιλία, είναι βασικά ζητήματα του έργου. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία είναι ότι στο έργο οι μη κανονιστικοί, περιοριστικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται ως τα μόνα άτομα ικανά να επικαλούνται την αλήθεια και την ειλικρίνεια των άλλων, αν και δεν είναι σε θέση να χειριστούν τις δικές τους αλήθειες και την πραγματικότητα.
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης παρουσιάζει με γήινο τρόπο τη δραματική ένταση, και το χείμαρρο των συναισθημάτων των ηρώων, με σκοπό να τονίσει ότι η οικογενειακή ευτυχία, που πηγάζει από τη φαινομενική εικόνα που χτίζει η θεσμική θέση της οικογένειας στην κοινωνία, δεν είναι παρά ένα ψέμα. Αναδεικνύει τη δραματουργία του Ουίλιαμς, που ωθεί το θεατή να ταυτιστεί με τη Μάγκι, μια γυναίκα απελπισμένη από την απουσία της αγάπης, μαζοχικά δεσμευμένη στον άνθρωπο που δεν την θέλει. Στα πολύ θετικά της σκηνοθεσίας συγκαταλέγεται ότι ενώ επιλέγει μια πλήρως ρεαλιστική προσέγγιση, κλείνει το μάτι προς τη μεταμοντέρνα, για την εποχή του, ουσία του πρωτότυπου κειμένου όσον αφορά την εξερεύνησή της αδυναμίας της αλήθειας και των δομών της αυτονομίας που βασίζονται στην υποκρισία. Οι χαρακτήρες του έργου έχουν την ευκαιρία να αγκαλιάσουν την αλήθεια, αλλά αρνούνται να το πράξουν για να συμμορφωθούν με τις κοινωνικο-πολιτιστικές απαιτήσεις και προσδοκίες. Η σκηνοθεσία, απλή και εύρυθμη, επιτρέπει τη φυσική ροή του κειμένου, αλλά και την ενστικτώδη προσέγγιση των ρόλων από τους σπουδαίους ερμηνευτές.
Ο Νικήτας Τσακίρογλου ως Big Daddy, αριστοτέχνης, με τη στόφα του σπουδαίου ηθοποιού, δίνει μια πολύ δυνατή ερμηνεία ως μεγαλοκτηματίας: μυρίζει αμερικάνικο όνειρο, Νότο και πατριαρχία. Ενσαρκώνει έναν παθιασμένο άνθρωπο που έχει αγωνιστεί να ξεφύγει από τη φτώχεια, έναν άνθρωπο που μιλά ελεύθερα σε ένα σπίτι μυστικότητας και εξαπάτησης. Όπως και η Μάγκυ, είναι ζωντανός, και τα ελαττώματά του προσθέτουν διάσταση και πολυπλοκότητα σε αυτόν τον χαρακτήρα. Ο Τσακίρογλου, άλλοτε γλυκός, και άλλοτε με υψηλή ένταση, αποτυπώνει τόσο την άκαμπτη πατριαρχική κοινωνικότητα όσο όμως και την μεγάλη του κατανόηση και ζωντανή αντίληψη για την υποκρισία της κοινωνίας.
Η Μαρία Κίτσου είναι μια ηθοποιός με μεγάλο βάθος και εύρος εκφραστικών μέσων, κάτι που της επιτρέπει να ελιχθεί εύστοχα στη σκηνή. Με την εκφραστική και επικοινωνιακή της δύναμη αναδεικνύεται σε «απελπισμένη γάτα», που πάσχει από την έλλειψη αγάπης και ενδιαφέροντος από το σύζυγο της, που παλεύει με το αίσθημα ζήλιας που την κυριεύει λόγω της ατεκνίας της, και κατορθώνει, χρησιμοποιώντας το σώμα της ως πηγή δράσης και έκφρασης συναισθημάτων, αλλά και υπερτονισμούς και εκφορές, να αποδώσει την παλινδρόμηση μεταξύ της άμυνας και επίθεσης της ηρωίδας της. Κυρίως όμως καταφέρνει να ισορροπήσει εξαίσια τον πόνο της ηρωίδας της, με τη ζωή που κρύβει μέσα της, το χαρακτηρισμό που διττά αποδίδεται στη Μάγκι στο τέλος του έργου.
Ο Ορέστης Τζιόβας λιτός στην ερμηνεία του, κατορθώνει να πιάσει την ουσία του χαρακτήρα του ήρωα του. Δεν είναι ούτε ορθολογιστής , ούτε παραγωγικός, ούτε φιλικός. Είναι το αγόρι, με μια σχεδόν αρχέτυπη αρρενωπότητα, κολλημένο σε έναν νεανικό ναρκισσιστικό κόσμο, ένας επαναστάτης ενάντια στον παγκόσμιο νόμο, που αντικαθιστά τη λογική με τη φαντασία και διατηρεί έτσι ζωντανές τις ναρκισσιστικές ψευδαισθήσεις του. Υποστηρίζει σωστά τη γριφώδη σιωπή του ήρωα του, όσο και τη γοητεία και την αποστασιοποίηση που δημιουργούν επίσης μια ανεκπλήρωτη αγάπη στους άλλους.
Η Ελένη Κρίτα ως Big Mamma, είναι εξαιρετικά ισορροπημένη ανάμεσα στον καθωσπρεπισμό αλλά και την αγάπη προς την οικογένεια της και το δίκαιο, με κωμικά στοιχεία όπου χρειάζεται, ενώ ο Γεράσιμος Σκαφίδας ενσαρκώνει εύστοχα το ρόλο του Γκούπερ, καταφέρνοντας να διαχειριστεί με άνεση την εικόνα του καλού γιου, που επιζητά όμως την αναγνώριση και την αγάπη, έστω και άστοχα, υπακούοντας στις απαιτήσεις της συζύγου του.
Η Μπέτυ Αποστόλου απέδωσε σωστά την νευρωτική επιφάνεια της Μέυ, μιας υλίστριας αμερικανίδας του Νότου, και ο Δημήτρης Ραφαήλος ως γιατρός ήταν σοβαρός, και σωστά αποστασιοποιημένος από τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της οικογένειας.
Εύστοχα ενοχλητικοί στους ρόλους των παιδιών οι Μαρίας Νίκα και Δημήτρης Σταματελόπουλος, και επαρκείς στους ρόλους τους – υπηρέτρια και αιδεσιμότατος αντίστοιχα.
Λειτουργική η μετάφραση του Χανιωτάκη , και σημαντική η δραματουργική συνδρομή της έμπειρης Μαριλένας Παναγιωτοπούλου, που αν και αφαίρεσαν κάποια κομμάτια από το πρωτότυπο κείμενο, δημιούργησαν ένα κείμενο που έχει δυναμική, πάθος και ρυθμό.
Κομψό και λειτουργικό το σκηνικό της Έλλης Λιδωρικιώτη, αφαιρετικό και συγχρόνως λειτουργικό, που τοποθετεί στο κέντρο και επίκεντρο το κρεβάτι, συμβολικό στοιχείο στο έργο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σκηνή του θεάτρου δεν βοηθά το ανέβασμα κλασικών έργων, όμως η σκηνική κατασκευή και δράση έχουν οργανωθεί με μαεστρία για να εκμεταλλευτούν ως πλεονέκτημα το φυσικό μειονέκτημα του θεάτρου, φέρνοντας την παράσταση κοντά στο θεατή.
Έξοχα ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα, και πολύ κομψά και ταιριαστά τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα. Η όμορφη μουσική του Γιώργου Σιτώτη κούμπωσε απόλυτα με την ατμόσφαιρα του έργου.
Στο σύνολο της η παράσταση είναι μια εύστοχη απόδοση της ουσίας του έργου, με σαφή προσανατολισμό, με ρυθμό και εντάσεις που επιτρέπουν στο θεατή να κατανοήσει τα ζητήματα των ηρώων, και που αφήνει το πεδίο ανοιχτό στους έξοχους ερμηνευτές να αναδείξουν τη συναισθηματική φόρτιση των ηρώων τους, μέσα από ένα πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων αγάπης και μίσους, δημιουργίας και αυτοκαταστροφής.
Συντελεστές
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Δραματολογική συνεργασία: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σκηνικά: Έλλη Λιδωρικιώτη
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Σιτώτης
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Εύα Οικονόμου – Βαμβακά
Βοηθός Σκηνογράφου: Σοφία Κατάκη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Ειρήνη Γεωργακίλα
Βοηθός παραγωγής: Έμμα Μαυρέλη
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
* Η μουσική θα παίζεται ζωντανά από τους ηθοποιούς
Παίζουν:
Μπιγκ Ντάντι: Νικήτας Τσακίρογλου
Μάγκι: Μαρία Κίτσου
Μπρικ: Ορέστης Τζιόβας
Μπιγκ Μάμα: Ελένη Κρίτα
Γκούπερ: Γεράσιμος Σκαφίδας
Μέη: Μπέτυ Αποστόλου
Γιατρός Μπόου: Δημήτρης Ραφαέλος
Αιδεσιμότατος Τούκερ – παιδί: Δημήτρης Σταματελόπουλος (τρομπέτα)*
Υπηρέτρια Σάλυ – παιδί: Μαρία Νίκα (βιολί)
Παραστάσεις:
Τέταρτη: 19:00
Παρασκευή 21:15
Σάββατο 21:15
Κυριακή 19:00
Διάρκεια: 100 λεπτά (με διάλειμμα 10 λεπτών)