Το θέατρο Μικρό Χορν παρουσιάζει το έργο Masterclass, με τη Μαρία Ναυπλιώτου στο ρόλο της Μαρίας Κάλλας. Η σκηνοθεσία είναι του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, ενώ το κείμενο μεταφράστηκε από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη.
Κριτική από την Κάτια Σωτηρίου
Το έργο
Το “Μaster Class” αποτελεί θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα Terrence McNally, βασισμένο στο περίφημο σεμινάριο όπου δίδαξε η Μαρία Κάλλας στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του ’70 (1971/72).
Το Masterclass γράφτηκε και παρουσιάστηκε για 1η φορά το 1995, με πρωταγωνίστρια της Ζόι Κάλντγουελ, αρχικά στη Φιλαδέλφεια και μετά στο Μπρόντγουει γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία – Βραβείο Tony, Βραβείο DramaDesk- και διαγράφοντας έκτοτε μια μακρά τροχιά σκηνικών ερμηνειών του σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανάμεσα στις πρωταγωνίστριες που έλαμψαν στον κεντρικό ρόλο, ενσαρκώνοντας τη μεγάλη Ελληνίδα ντίβα, ήταν η Φαίη Ντάναγουέι αλλά και η Φαννύ Αρντάν στο Παρίσι σκηνοθετημένη από τον Ρομάν Πολάνσκι.
Στην Ελλάδα, το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1997-1998 σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, με την Κάτια Δανδουλάκη στον ρόλο της Κάλλας.
Με ραγισμένη φωνή και καρδιά, η Μαρία Κάλλας στα χρόνια του ’70, λίγο μετά το γάμο του άλλοτε πολυαγαπημένου της Ωνάση με τη Τζάκι Κέννεντι και την δική της εμβληματική εμφάνιση στην άτυχη, ωστόσο, εμπορικά κινηματογραφική “Μήδεια” του τραγικού Παζολίνι, η μεγάλη σοπράνο αποφασίζει να δώσει αυτά τα μαθήματα φωνητικής σε νέους τραγουδιστές. Κινήσεις απόγνωσης λίγο πριν την καταβάλει η κατάθλιψη και μας την στερήσει πρόωρα ο θάνατος, πριν καν κλείσει τα 54 χρόνια της.
Το Masterclass είναι ένα κείμενο που πάσχει από θεατρική άποψη, αλλά προσπαθεί να βιογραφήσει την προσωπική ζωή της Κάλλας, από τη στιγμή που έχει εγκαταλείψει τις εμφανίσεις της στη σκηνή: Τις σχέσεις της με τον Μενεγκίνι και τον έρωτά της και την εγκατάλειψή της από τον Ωνάση. Την καλλιτεχνική παιδεία και πορεία της από την Ελλάδα μέχρι την “κορυφή” της “Σκάλας” του Μιλάνου, την αφοσίωσή της και τις θυσίες της για χάρη της τέχνης της. Τον ανταγωνισμό της με άλλες φημισμένες πριμαντόνες, αλλά και με τενόρους. Το μοναδικό ερμηνευτικό μεγαλείο της, αλλά και την έπαρσή της. Τη νοοτροπία της “ντίβας”, την κριτική σκληρότητά της για άλλους ομοτέχνους της, το υψηλής ποιότητας καλλιτεχνικό αισθητήριό της που γνώριζαν οι νέοι λυρικοί καλλιτέχνες που παρακολουθούσαν τα σεμινάριά της. Μοναδικός άξονας του κειμένου είναι η Κάλλας και γύρω της περιφέρονται δορυφορικά, ως συμπληρώματα του ρόλου της Κάλλας , πέντε πρόσωπα, εντελώς αναξιοποίητα από τον συγγραφέα. Ενας πιανίστας, ο φροντιστής, και τρεις νέοι λυρικοί καλλιτέχνες, τόσο άπειροι που να μεγαλύνεται η μνήμη της “ντίβας”.
Ο McNally τονίζει τη μεταιχμιακή στιγμή ενός ιερού τέρατος, πριν γκρεμιστεί σε ένα ύστατο άλμα αυτοκαταστροφής. Στη σκηνή δεν θα βγει μόνο ως μια αυστηρή δασκάλα, αλλά μια γυναίκα που προσπαθεί να γιατρέψει την πληγωμένη της αξιοπρέπεια, ανατρέχοντας στους θριάμβους της και στη μοναδικότητά της. Η Κάλλας της εποχής των Master Classes ήταν μια υπερήφανη γυναίκα που πονούσε, μια κορυφαία καλλιτέχνις που ήθελε να μεταδώσει τα μυστικά της προσωπικότητάς της, γνωρίζοντας ότι καμία δεν μπορούσε να της μοιάσει. Το λέει απερίφραστα.
Η παράσταση
Όλο το έργο είναι γεμάτο από τη μουσική του Βέρντι, του Πουτσίνι, του Μπελίνι, καθώς παρελαύνουν πρόσωπα μύθοι της όπερας όπως ο Βισκόντι, πρόσωπα σεβαστά της ζωής της όπως η Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο, πρόσωπα χρήσιμα για την καριέρα της αλλά και καταπιεστικά για τη φύση της όπως ο Μενεγκίνι, πρόσωπα εφιάλτες του βίου της όπως η μητέρα και η αδελφή της, πρόσωπα αγάπης-μίσους όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Τι πάθος, αλλά και ποια εσωτερική ανάγκη οδήγησε την Κάλλας να ερωτευτεί τόσο τον Ωνάση, που όχι μόνο δεν αγαπούσε την Όπερα, αλλά περιφρονούσε και την ίδια, και ό,τι ήταν σημαντικότερο για εκείνη; Αυτό είναι ένα ερώτημα που ίσως και η ίδια η Κάλλας να ψάχνει να απαντήσει μέσα στο έργο.
Οι δυο άριες, από τη Sonambula, και την Λαίδη Μάκβεθ λειτουργούν ως αφορμές για βύθιση στον κόσμο της μνήμης. Τα πολύχρωμα φαντάσματα της ζωής της Κάλλας ζωντανεύουν μέσα από τους μαθητές που απλά ενδιαφέρονται να πετύχουν τις νότες, αδιαφορώντας ίσως για την ουσία των ηρώων. Εδώ ο McNally κάνει μια σαφή δήλωση για την τέχνη: τί είναι αυτό που έκανε την Κάλλας να ξεχωρίζει τόσο, αν όχι το πάθος της για την τέχνη και τη ζωή, και η ανάγκη της να γίνει καλύτερη από αυτό που της προδιέγραφαν οι άλλοι.
Οι σκηνές αυτές είναι εξαίσια σκηνοθετημένες από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, αλλά και ιδιαίτερα προκλητικές ερμηνευτικά για μια μεγάλη ηθοποιό. Και εδώ ακριβώς είναι που η Μαρία Ναυπλιώτου συγκινεί βαθιά, καθώς καταφέρνει να στρέψει όλα τα βλέμματα πάνω της με μια φλογερή ερμηνεία, που βυθίζει στο σκοτάδι οτιδήποτε άλλο βρίσκεται στη σκηνή.
Συγκινητική αλλά και με το αναγκαίο χιούμορ στις μεταπτώσεις της, με σπαρακτική αναγλυφικότητα στην ερμηνεία της, η Ναυπλιώτου αποκαλύπτει την Κάλλας, και τη δεύτερη ζώνη άμυνας που έχτισε, μέσα από την οποία η σπουδαία αυτή γυναίκα προσπάθησε να σταθεί όρθια από την αφόρητη πίεση των προσδοκιών και της δημοσιότητας, αλλά και πέρα από το βάρος των προσωπικών της δραμάτων. «Όταν τραγουδάω δεν είμαι χοντρή. Δεν είμαι άσχημη. Δεν είμαι η γυναίκα ενός γέρου. Είμαι η Κάλλας, είμαι όσα ήθελα να γίνω». Η φλογερή προσωπικότητα και ο σαρκασμός είναι παρόντα στην ερμηνεία της, όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι σε ένα ρόλο που απαιτεί μεγάλες δόσεις δεξιοτεχνίας και χιούμορ. Αλλά είναι η ταπεινωτική απομόνωση και η συσσωρευμένη απογοήτευση κάτω από όλη την αυτο-δραματοποιημένη μεγαλοπρέπεια και βύθιση στο σκοτάδι που καθιστούν την ερμηνεία της Ναυπλιώτου τόσο λεπτοδουλεμένη. Οι παύσεις της, το βλέμμα της χαμένο στο κενό, το κορμί της να καμπουριάζει και αμέσως μετά να ορθώνεται ευθυτενές και σίγουρο. Κατάφερε με σπάνια ποιότητα να αγγίξει τις αιχμηρές γωνίες της Κάλλας, και να αποδώσει τα ύψη και τα βάθη της. Σπουδαία, άφθονη ερμηνεία, που υψώνεται πέρα και πάνω από το κείμενο. Αν κάθε παράσταση είναι μάχη με το κοινό, η Ναυπλιώτου την κέρδισε με κατάθεση ψυχής.
Δίπλα της, η Βάσια Ζαχαροπούλου (στη βραδιά που είδαμε εμείς την παράσταση), έξοχη φωνή και παρουσία ως πρώτη μαθήτρια σοπράνο, και η Δάφνη Δαυίδ, που ήταν απολαυστική στο κωμικά δοσμένο μέρος του ρόλου της ως δεύτερης μαθήτριας. Ο όμορφος και ιδιαίτερα ζεστός στην ερμηνεία του Νικόλας Μαραζιώτης έπαιξε το ρόλο του μαθητή τενόρου, ενώ ο Πέτρος Μπούρας ήταν εξαιρετικός στο πιάνο, αλλά και στην ερμηνεία του πιανίστα βοηθού στα μαθήματα. Στο ρόλο του φροντιστή ο Βαγγέλης Δαούσης.
Η σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου ήταν συνεπής στο κείμενο (εξαιρετικά ζωντανή η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη), και φανερώνει το σεβασμό του και την αγάπη του για την Κάλλας, αλλά και την τέχνη, αφού φροντίζει να ακουστεί το κείμενο πλήρως, και όσα ο McNally ευφυώς βάζει στο στόμα της Κάλλας, της ικανότερης ίσως γυναίκας να μιλήσει για την τέχνη ως τρόπο ζωής. Για την τέχνη που δεν είναι απλά απόδοση ενός έργου, αλλά κομμάτι και μέρος του καλλιτέχνη, «μια μάχη σώμα με σώμα με το κοινό». Ίσως η μόνη μας διαφωνία ο υπερβολικά κωμικός τρόπος του φροντιστή.
Το ενδυματολογικό κομμάτι της παράστασης έχει σαφώς μεγάλο ενδιαφέρον ως προς την Κάλλας. Θα φορούσε άραγε η Κάλλας ένα φόρεμα με πέρλες στο μάθημα; Όχι, προφανώς. Και οι εικόνες που έχουμε από τα μαθήματα, δείχνουν πώς η Κάλλας ήταν πιο απλά ντυμένη. Ειδικά μάλιστα αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για την πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής της, που πάλευε με τα φαντάσματα της. Ίσως, για αυτό η επιλογή να ντυθεί η Ναυπλιώτου τόσο υπέροχα, να φαντάζει, ποιητική αδεία, τελικά ίσως η ιδανική επιλογή. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επιτομή της κομψότητας – μια δήλωση της ποιότητας της Κάλλας που δεν χάθηκε ποτέ στο μυαλό μας. Εξάλλου, η ίδια η Κάλλας στους εσωτερικούς μονολόγους της έχει την ανάγκη να νιώσει όμορφη, και αριστοκρατική. Όσα δεν της είχαν επιτρέψει να είναι. Και είναι τόσο καθηλωτική η ερμηνεία της Ναυπλιώτου που αποδεικνύει περίτρανα ότι το τσαλάκωμα της ψυχής είναι μεγαλύτερο στοίχημα από την τσαλακωμένη όψη.
Στα θετικά της παράστασης οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασσόπουλου που λειτουργούσαν έξοχα στην απόδοση των εκάστοτε σκηνών, αλλά και το λιτό και διακριτικό σκηνικό της Όλγας Μπρούμα που έδινε την αίσθηση ωδείου.
Στο σύνολο της πρόκειται για μια συγκινητική παράσταση με τη Μαρία Ναυπλιώτου, να σαρώνει τη σκηνή, σε ένα ρόλο που θα τολμούσαμε να πούμε ότι είναι ο ρόλος της καριέρας της και η καλύτερη ερμηνεία της χρονιάς.
ΚΕΙΜΕΝΟ: Στρατής Πασχάλης
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
ΣΚΗΝΙΚΑ: Όλγα Μπρούμα
ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Νίκος Βλασόπουλος
ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Πέτρος Μπούρας
ΠΑΙΖΟΥΝ
Μαρία Κάλλας
Μαρία Ναυπλιώτου
Σοπράνο Α’ (Διπλή διανομή)
Βάσια Ζαχαροπούλου
Εύα Γαλογαύρου
Σοπράνο Β’ (Διπλή διανομή)
Λητώ Μεσσήνη
Δάφνη Δαυίδ
Τενόρος
Νικόλας Μαραζιώτης
Πιανίστας (Διπλή διανομή)
Πέτρος Μπούρας
Αλέξανδρος Αβδελιώδης
Stage Hand
Βαγγέλης Δαούσης
Μία πολύ καλή ηθοποιός για μια υπέροχη ερμηνεία!!!