ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
- Κριτική: Ειρήνη Μάρκου
Το Εθνικό Θέατρο μας ταξιδεύει στο Βερολίνο της δεκαετίας του ’30, με μυρωδιές από γερμανικό καμπαρέ, πολιτικές συζητήσεις, καλλιτεχνικούς πειραματισμούς, αχνίζουσα σεξουαλικότητα και ηθική παραφθορά, μέσα από την παράσταση του Νίκου Μαστοράκη πάνω στην διασκευή του «Μεφίστο» από την Αριάν Μνουσκίν.
Το έργο
Το «Μεφίστο» του Κλάους Μαν παραμένει ακόμα και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα για την άνοδο του ναζισμού στην Γερμανία. Ο συγγραφέας έγραψε το συγκεκριμένο έργο στο Άμστερνταμ το 1936, όπου είχε καταφύγει για να γλιτώσει τους διωγμούς των ναζί, κάνοντας έναν ευφυέστατο παραλληλισμό ανάμεσα στο κλασσικό μυθιστόρημα «Φάουστ» του Γκαίτε και την προσωπική πορεία του ηθοποιού Χέντρικ Χέφγκεν, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως προσκείμενος στον κομμουνισμό και την επαναστατική ιδεολογία, για να καταλήξει προστατευόμενος υψηλόβαθμων στελεχών του ναζιστικού κόμματος και ένας από τους ισχυρότερους ηθοποιούς στην Γερμανία. Λέγεται πως η περσόνα του Χέντρικ Χέφγκεν είναι ένα λογοτεχνικό πρόσχημα με το οποίο ο Κλάους Μαν ξεσκεπάζει την υποκρισία του πρώην γαμπρού του, Γκούσταφ Γκρύντγκενς, ο οποίος –θέτοντας υψηλότερα όλων την προσωπική, καλλιτεχνική του φιλοδοξία– θυσίασε κάθε ίχνος ηθικής και ιδεολογικής ακεραιότητας στον βωμό της καριέρας του.
Κι όμως, το «Μεφίστο» του Κλάους Μαν είναι πολύ περισσότερα από ένα κεκαλυμμένο βιογραφικό πορτρέτο φιλτραρισμένο μέσα από την μυθοπλασία. Γιατί η μορφή του Γκρύντγκενς ή του Χέφγκεν, λειτουργεί ως ένα όχημα για να μιλήσει ο συγγραφέας για τον σπόρο του κακού, που δυνάμει ελλοχεύει ενδεχομένως μέσα στον καθένα από εμάς. Η σταδιακή ψυχική κάθοδος του Χέφγκεν συμβαδίζει με την κοινωνική-επαγγελματική του ανέλιξη και είναι ακόμα πιο οδυνηρό να την δεχθεί κανείς, αν λάβει υπ’ όψιν του ότι υπήρξε εντελώς συνειδητή: ο Χέφγκεν δεν ήταν κάποιος που ξεγελάστηκε από τον ναζισμό, απεναντίας αρχικά πόζαρε ως φλογερός πολέμιος του φασισμού, γι’ αυτό και είναι δύσκολο να δικαιολογήσει τις επιλογές του, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό (πόσο εύστοχο να πρωταγωνιστεί στον Φάουστ, το έργο που ο κεντρικός ήρωας πουλάει την ψυχή του στον διάβολο!). Στην κινηματογραφική μεταφορά της ταινίας του 1981, ο Κλάους Μαρία Μπραντάουερ που ερμηνεύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι συγκλονιστικός στην σκηνή που ουρλιάζει «Εγώ δεν είμαι παρά ένας απλός ηθοποιός».
Η θεατρική διασκευή της Μνουσκίν δυστυχώς αποδυναμώνει σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό το έργο του Κλάους Μαν, παίρνοντας το focus από τον βασικό ήρωα και διευρύνοντας τον φακό εστίασης προκειμένου να συμπεριλάβει μία ομάδα ανθρώπων που συνδέεται μαζί του από τις μέρες του στο θέατρο του Αμβούργου. Μπορεί να δημιουργούνται έτσι περισσότερες σχέσεις και ευκαιρίες να παρουσιαστούν διαφορετικές αντιδράσεις και στάσεις ανθρώπων απέναντι στα τεκταινόμενα και σίγουρα με αυτόν τον τρόπο δίνεται μια θαυμάσια αφορμή για να σκιαγραφηθεί και να ζωντανεύσει η καλλιτεχνική –και όχι μόνο– ατμόσφαιρα της εποχής. (Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι μάλιστα το γεγονός πως στο έργο, πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι άνθρωποι που φαίνεται να τον υποστηρίζουν προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά και πιο καταπονημένα οικονομικά στρώματα.) Το μειονέκτημα όμως είναι πως το έργο σχεδόν χάνει το κέντρο του και ο εξαιρετικά ενδιαφέρων για έναν ηθοποιό ρόλος του Χέφγκεν γίνεται σχεδόν διακοσμητικός. Η λειτουργία των προσώπων ως ανώνυμοι ήρωες για να μπορούν να αναχθούν σε κάτι μεγαλύτερο περιορίζεται λιγάκι από την άμεση αναφορά στα πραγματικά πρόσωπα στον κύκλο του Κλάους Μαν (ο οποίος παίζει και ο ίδιος στην διασκευή της Μνουσκίν), τα οποία αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και το σημείο εκκίνησης. Το έργο αποκτάει έτσι ένα άλλου είδους ενδιαφέρον, σχεδόν κουτσομπολίστικο (χωρίς το αρνητικό φορτίο του όρου) εις βάρος μιας αναγωγικής λειτουργίας των προσώπων.
Η παράσταση
Αν και απογοητευτήκαμε από την διασκευή της Μνουσκίν, η παράσταση του Νίκου Μαστοράκη διατηρεί πολύ υψηλά τον πήχη σε όλους τους τομείς: από τα σκηνικά και τα κοστούμια, που φέρουν την υπογραφή του σκηνοθέτη, έως τις ερμηνείες ενός μεγάλου θιάσου ηθοποιών. Το πρώτο μέρος λειτουργεί περισσότερο ως μια εισαγωγή στην προβληματική του έργου, συστήνει τα πρόσωπα και χτίζει μια εξαιρετική ατμόσφαιρα, θα μπορούσε όμως να είναι αρκετά πιο σύντομο, καθώς η μεγάλη του διάρκεια (για κάτι που τελικά είναι περισσότερο πρόλογος στο θέμα) ίσως να κουράσει. Μια μεγαλύτερη οικονομία θα σήμαινε και μεγαλύτερη πυκνότητα και ίσως θα έπρεπε να θυσιαστούν κάποια στιγμιότυπα, προκειμένου να αποκτήσει το σύνολο μεγαλύτερη δύναμη. Το δεύτερο μέρος, που αγγίζει την καρδιά και το κέντρο του έργου, είναι αρκετά πυκνό και ο σκηνοθέτης αποσυμπιέζει την σημασία των γεγονότων, παρουσιάζοντάς τα σχεδόν μπρεχτικά, βάζοντας τους ηθοποιούς να σπάνε ανά στιγμές τον τέταρτο τοίχο και να αφηγούνται στο κοινό κομμάτια της ιστορίας. Η τεχνική της αποστασιοποίησης, καθώς και εξπρεσσιονιστικά στοιχεία (με αποκορύφωση το θέατρο εν θεάτρω στο πρώτο μέρος), φαίνονται αρκετά ταιριαστά για ένα έργο που μιλάει για την Γερμανία της δεκαετίας του ’30, ενώ τα μουσικά ιντερμέδια συμβάλλουν με την σειρά τους στην δημιουργία ατμόσφαιρας, με την εύστοχη ζωντανή μουσική συνοδεία του πιάνου από την Λήδα Μανιατάκου.
Ο θίασος, που αποτελείται από ηθοποιούς του βεληνεκούς των Υβόνη Μαλτέζου, Μηνά Χατζησάββα, Άλκη Παναγιωτίδη, Νίκου Ψαρρά, Βίκυς Βολιώτη, Μαρίνας Ασλάνογλου, Γιούλικας Σκαφιδά, υπηρέτησε με συνέπεια το σκηνοθετικό όραμα, έχοντας αναπτύξει σκηνική χημεία διατηρώντας παράλληλα και την διαφορετικότητα των χαρακτήρων τους, πράγμα αρκετά δύσκολο σε ένα τόσο πολυάριθμο σύνολο. Ο Θάνος Τοκάκης στον πρωταγωνιστικό ρόλο, δυστυχώς λόγω διασκευής κατέστη περισσότερο περιφερειακός χαρακτήρας και δεν του δόθηκε η ευκαιρία να διαγράψει μπροστά στο κοινό όλη την πορεία του Χέφγκεν. Παρόλ’ αυτά, υπήρξαν στιγμές που έδειξε την υποκριτική του δύναμη και το αδιαμφισβήτο ταλέντο του. Ο Χάρης Φραγκούλης στον ρόλο του Κλάους Μαν/Κλάους Μπρύκνερ, κερδίζει τις εντυπώσεις όσο προχωράει η παράσταση, ενώ δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε δύο ηθοποιούς που ξεχώρισαν: την Κωνσταντίνα Τάκαλου, που «ζωντάνεψε» αξιοζήλευτα την Πάμελα φον Νίμπουρν και την Μαρία Ζορμπά, για το γεμάτο ευαισθησία και δυναμισμό συνάμα πορτρέτο της Μύριαμ.
Μία παράσταση που σκηνοθετικά και ερμηνευτικά κερδίζει το στοίχημα, η διάρκειά της όμως μπορεί να κουράσει και ίσως να απογοητεύσει λίγο ως διασκευή τους γνώστες και τους οπαδούς του μυθιστορήματος ή της ταινίας.
Ειρήνη Μάρκου για το mytheatro.gr
Συντελεστές της Θεατρικής Παράστασης
Μετάφραση: Λουίζα Μητσάκου
Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης
Δραματουργική επεξεργασία (σε συνεννόηση
με την Αριάν Μνουσκίν): Νίκος Μαστοράκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκος Μαστοράκης
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Κίνηση: Αμάλια Μπένετ
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνογράφου: Αμαλία Θεοδωροπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Τόμμυ Σκλάβος
Φωτογράφος της παράστασης: Πάτροκλος Σκαφιδάς
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Μαρίνα Ασλάνογλου Έρικα Μπρύκνερ
Βίκυ Βολιώτη Καρόλα Μάρτιν
Μαρία Ζορμπά Μύριαμ Γκότσαλκ
Δανάη Κατσαμένη Τραγουδίστρια – Έμελυν
Θύμιος Κούκιος Εκδότης – Γιόστινκελ
Δημήτρης Μαύρος Oττο Ούλριχ
Υβόνη Μαλτέζου Κυρία Εφόυ
Στέφανος Μουαγκιέ Γιούλιους
Άλκης Παναγιωτίδης Θεόφιλος Σάρντερ
Εκτορας Λιάτσος Λούντβιχ
Τάσος Πυργιέρης Λορέντζο
Γιούλικα Σκαφιδά Τερέζα φον Χερτσφελντ
Γιάννης Στόλλας Κνουρ
Κωνσταντίνα Τάκαλου Πάμελα φον Νίμπουρν Χάρης Τζωρτζάκης Χανς Μίκλας Θάνος Τοκάκης Χέντρικ Χέφγκεν
Ένκε Φεζολάρι Άλεξ Χάρης Φραγκούλης Κλάους Μπρύκνερ Μηνάς Χατζησάββας Τόμας Μπρύκνερ
Νίκος Ψαρράς Μάγκνους Γκότσαλκ Πιάνο: Λήδα Μανιατάκου
Ημέρες και Ωρες παραστάσεων Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 20.00 Κυριακή 19.30
Τιμές εισιτηρίων: 20Euro, 15Euro,10Euro (φοιτητικό) Κάθε Πέμπτη ενιαία τιμή 13 Euro
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ Αγίου Κωνσταντίνου 22-24 , τηλ. 210.5288170-171