*Κριτική της παράστασης από την Κάτια Σωτηρίου
Το Θέατρο Τέχνης, επιστρέφοντας στην Επίδαυρο μετά από 7 χρόνια απουσίας, παρουσίασε τη Μήδεια του Ευριπίδη, σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη, στις 4 και 5 Αυγούστου.
Το έργο
Η Μήδεια, το από πολλούς θεωρούμενο ως το κορυφαίο έργο του Ευριπίδη, είναι μια ισχυρή μελέτη της παθιασμένης αγάπης που μετατρέπεται σε εξαγριωμένο μίσος. Ως τραγωδία, είναι αντίθετη με την αριστοτελική έννοια της τραγωδίας, αλλά ο αντίκτυπος της είναι πανίσχυρος. Αναδεικνύει το βαθμό στον οποίο ο Ευριπίδης αποκλίνει από τους έτερους τραγικούς, τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, στην απεικόνιση του ανθρώπινου πόνου. Με τη Μήδεια δεν υπάρχει καμία παρήγορη φιλοσοφία που να τοποθετεί την τραγική αγωνία σε ασφαλή ψυχολογική απόσταση. Αντ ‘αυτού, ο Ευριπίδης προσπαθεί να φέρει τη Μήδεια όσο το δυνατόν πιο κοντά σε μια πραγματική γυναίκα και να δείξει τη φλογερή της επιθυμία για εκδίκηση μέσα από καθαρό δράμα, χωρίς να μετριάσει το αποτέλεσμά της. Το κοινό είναι μάρτυρας ενός φρικτού πάθους και τελικά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος εάν ο Ευριπίδης το εγκρίνει ή το καταδικάζει. Απλώς το παρουσιάζει αντικειμενικά, ώστε να κατανοήσουμε τη Μήδεια, αλλά αφήνει στο ακροατήριό της να καθορίσει το νόημά του.
Ο Ευριπίδης πιθανότατα ήταν κοντά στα 50, όταν δίδαξε για πρώτη φορά το 431 π.Χ την τραγωδία, σε μια ηλικία δηλαδή που ως ευαίσθητο άτομο έχει πλήρη επίγνωση της αγωνίας που μπορεί να προκαλέσει η ζωή. Αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η καθολικότητα των δεινών. Αντιμετωπίζοντας τον πόνο, κάθε άλλη ανθρώπινη πραγματικότητα φαίνεται να διαλύεται. Μπροστά στο καταναγκαστικό μίσος της Μήδειας, η βασιλεία, οι νόμοι, ο πολιτισμός, η αυτοεκτίμηση και ακόμη και η μητρική αγάπη έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου. Στη Μήδεια, ο Ευριπίδης απεικονίζει μια πολύ σημαντική πτυχή του τρομερού πόνου, δηλαδή την επιθυμία του πάσχοντος να δημιουργήσει την ίδια αγωνία στο άτομο που το προκάλεσε. Ο δραματουργός αναγνώρισε τη ζωτική σχέση μεταξύ αγωνίας και μίσους, μεταξύ έρωτα και προδοσίας, που μετατρέπει ένα πλάσμα γεμάτο πάθος σε μία εκδικητική δύναμη της φύση
Το ζήτημα του Ξένου, που είναι το βασικό θέμα του φεστιβάλ φέτος, είναι κεντρικό θέμα επίσης στη Μήδεια. Η βαρβαρότητα της Μήδειας τονίζεται από την αρχή: από τον πρόλογο ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με το ζήτημα της καταγωγής της Μήδειας, από μια μακρινή και εξωτική γη. Ο Άλλος είναι μια πολύπλοκη και πολύπλευρη έννοια: περιλαμβάνει τους ξένους, τους εξωτικούς, τους άγνωστους, αυτούς που προκαλούν φόβο. Ο άλλος είναι επίσης απαραίτητος για τον αυτοπροσδιορισμό: καθώς οι Έλληνες αποδίδουν ορισμένα χαρακτηριστικά στους βάρβαρους, υπονοούν ορισμένα πράγματα για τους εαυτούς τους. Οι βάρβαροι είναι άγριοι. Εμείς οι Έλληνες όχι, όπως τονίζει ο Ιάσων στο διάλογο του με τη Μήδεια, όταν εκείνη τον φέρνει προ των καταπατημένων όρκων του. Κι όμως, μέσα στην δίκαιη Ελλάδα, η Μήδεια γνωρίζει πολύ καλά ότι κατοικεί με τα παιδιά της σε τόπο επικίνδυνο, και είναι η δική της επισφαλής θέση ως ξένης στην ελληνική κοινωνία που της επιτρέπει να δολοφονήσει τα παιδιά της για να τα προστατεύσει από τους εχθρούς.
Όταν ο Ιάσων αγνοεί τους όρκους του γάμου τους, η Μήδεια γίνεται «ένας συνδυασμός της γυμνής βίας του Αχιλλέα και της ψυχρής τέχνης του Οδυσσέα» και η αποδοχή της ευθύνης για την παιδοκτονία αποκρύπτεται από την έντονη αίσθηση της εκδίκησης, όπως τονίζει ο Knox. Με αυτόν τον τρόπο, ο Ευριπίδης παραπέμπει σε οποιοδήποτε πολιτισμικό ή πολιτικό πρότυπο που θα μπορούσε να αναγκάσει έναν άνθρωπο που μοιάζει με τη Μήδεια να κάνει ακριβώς αυτό που θα έκαναν σε αυτήν και στα παιδιά της, εάν επέλεγε να είναι υποτακτική και όχι να διεκδικήσει το να καθορίσει το πεπρωμένο των παιδιών της, που εκείνη, εξάλλου, έφερε στον κόσμο.
Η παράσταση
Η Μαριάννα Κάλμπαρη έστρεψε την συγκεκριμένη παράσταση καθαρά στο μοτίβο του έρωτα και της προδοσίας, κάτι που δεν αποτελεί ούτε νέα, ούτε παράδοξη ανάγνωση. Σε πολλά σημεία του έργου, ο Ιάσωνας αποδίδει τη συμπεριφορά της Μήδειας στην ερωτική ζήλια αξιοποιώντας το στερεότυπο της ιδιότητας των γυναικών να υποτάσσονται στα ερωτικά τους ένστικτα και στις ανάγκες τους να έχουν τον άνδρα τους κοντά τους. Το ίδιο και ο Χορός, που αναφέρεται πολλές φορές στο γεγονός ότι Ιάσωνας πρόδωσε τη συζυγική κλίνη και ερμηνεύει τα έντονα συναισθήματα της Μήδειας ως αποτέλεσμα της απόλυτης, ακραίας αγάπης της. Εξάλλου, το ωραιότερο ίσως χορικό που έχει γραφτεί ποτέ για τραγωδία αναφέρεται στον έρωτα ως το καταστροφικό κακό, και που σύμφωνα και με την μετέπειτα υπαρξιστική θεωρία του Σαρτρ, μπορεί να αντιμετωπιστεί ως δράση, ως πράξη που ωθεί το άτομο να συνειδητοποιήσει τη θέση του σχέση με τον Άλλο.
Η ανάγνωση της Κάλμπαρη και η πρόθεση της είναι σαφείς, και παρουσιάζονται ξεκάθαρα στο κοινό. Είναι ίσως μια από τις πιο «εύληπτες» και συγκεκριμένες προθέσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Για το λόγο αυτό εντάσσει, πολύ επιτυχημένα θα λέγαμε, εμβόλιμα κείμενα στον ευριπίδειο λόγο, για να θυμίσει τόσο την ανθρώπινη ανάγκη για έρωτα, όσο και τον τρόμο της απώλειας και την πληγή της προδοσίας. Έτσι, η Θεοδώρα Τζήμου εμφανίζεται στην αρχή της παράστασης με μια τρυφερή αγωνία να μας αφηγηθεί την εισαγωγική προσθήκη του λόγου του Αριστοφάνη «περί έρωτα» στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, προδιαθέτοντας μας αμέσως για την θεματική της παράστασης: η αιώνια και βασανιστική αναζήτηση του αλλού μισού, η ολοκλήρωση. Και είναι αυτή η διατάραξη της διαδικασίας της ολοκλήρωσης που θα κλονίσει συθέμελα τη Μήδεια.
Στην παράσταση, η εσωτερική σύγκρουση της Μήδειας δεν είναι απλά μια ευθεία αντιπαράθεση της λογικής με το συναίσθημα. Από τη μια μεριά, συνυπάρχουν η μητρική αγάπη και ο οίκτος. Από την άλλη, η ηρωική της υπόσταση και τιμή της, η ερωτική απόρριψη, η οργή για την παραβίαση των όρκων, η επιθυμία να κάνει τους εχθρούς να υποφέρουν, που συγκρούονται στο πεδίο της μάχης που δίνει η Κόλχισσα. Και εδώ ακριβώς έγκειται το καινοτόμο εύρημα της Κάλμπαρη, που λειτουργεί εξαιρετικά σε κάθε επίπεδο: διχοτομεί τη Μήδεια, βάζοντας την Ναυπλιώτου να παρουσιάζει αρχικά την προδομένη αλλά ασταθή ως προς τις προθέσεις της Μήδεια, και την νεαρή Καζάζου ως τον εσωτερικό της δαίμονα, τον βάρβαρο, που την καθοδηγεί στο δρόμο της δράσης και που τελικά την κάνει να ενωθεί πάλι με τον πραγματικό εαυτό της: η Ναυπλιώτου από γήινη Μήδεια σταδιακά μετατρέπεται στη σκληρή, περήφανη γυναίκα που σπέρνει τον όλεθρο.
Η Κάλμπαρη επέλεξε την εξαίσια μετάφραση του Χειμωνά, με τη διαύγεια του λόγου και την ένταση της πληγής που φέρει στην ορχήστρα, και την έντυσε με τη μουσική που έπαιξαν ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και οι μουσικοί του – με τον Χάρη Φραγκούλη να κρατά τη γνώριμη τρομπέτα του, και τον Γεράσιμο Γεννατά κλαρινέτο. Το βασικό χορικό κομμάτι, «Του έρωτα μέγα κακό», σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη που ακούστηκε πρώτη φορά στη «Μήδεια» που σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Βουτσινάς το 1990 στην Επίδαυρο με τη Λυδία Φωτοπούλου, ακούγεται σε επανάληψη, πότε πιο εσωτερικά, πότε χορικά, και τελικά από την ίδια τη Ναυπλιώτου στο τέλος.
Ίσως το δυνατότερο στοιχείο αυτής της παράστασης είναι το εικαστικό κομμάτι. Οι φωτισμοί της Στέλλας Καλτσού είναι από τους καλύτερους που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο. Φλογεροί, κινηματογραφικοί φωτισμοί, γέννησαν εντάσεις, θέρμαναν τις σκηνές, απομόνωσαν στιγμές και κινήσεις, αγκάλιασαν υπέροχα τα χορικά. Από κοντά τα λειτουργικά, αλλά και συμβολικά σκηνικά. Πάνω στην περιστρεφόμενη κλιμακωτή βάση ένα τεράστιο κρεβάτι, με την αχανή τρύπα από κάτω να φαντάζει απειλητική, αλλά και να ετοιμάζεται να καταπιεί την όποια ανάμνηση του έρωτα. Καρέκλες, περιμετρικά τοποθετημένες, με την πλάτη στο κοινό, για να κάθεται ο χορός και να παρακολουθεί τις ζωές των δυο ηρώων να στροβιλίζονται και να καταπίνονται από την περιδίνηση της Μήδειας στον προσωπικό της δαίμονα. Τόσο τα σκηνικά του Κωσταντίνου Ζαμάνη όσο και τα κουστούμια του, ήταν έξοχα.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι αυτές που παρουσιάζουν τις περισσότερες αδυναμίες στην παράσταση καθώς κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα ύφους. Αρχικά, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι στα πρώτα λεπτά η εκφορά του λόγου, πάγωσε την ατμόσφαιρα. Πότε άτονο και πότε παράτονο με στόμφο, το ύφος αυτός ευτυχώς εγκαταλείφθηκε γρήγορα.
Η Μαρία Ναυπλιώτου στάθηκε επάξια ως Μήδεια, με ιδιαίτερη σταθερότητα στις αντιπαραθέσεις της με τον Ιάσωνα, κρατώντας τη θέση της και επιδεικνύοντας προσήλωση στο στόχο της, παρά τις αλλόκοτες ερμηνείες γύρω της, αλλά και στη σκηνή της αμφιταλάντευσης της ως προς τη δολοφονία των παιδιών. Στις τελευταίες σκηνές ανέδειξε πλήρως την ουσία των επιλογών της ηρωίδας της, με κλιμάκωση στην ένταση της και με μεγάλη στιβαρότητα. Ήταν εντυπωσιακή, τόσο εμφανισιακά – μέσα στο υπέροχα βαρύ ένδυμά της – όσο και ερμηνευτικά στη τελική σκηνή που ενώνεται πια με το φως. Την ίδια αυτή στιβαρότητα, αλλά και μανία επέδειξε η Αλεξάνδρα Καζάζου, που εντυπωσίασε από την αρχή.
Ο Χάρης Φραγκούλης προσέγγισε το ρόλο του με έναν τρόπο που ξένισε αρκετά ως προς την πρόθεση του. Δεν ήταν μόνο το ύφος του λόγου του στην αρχή, που εν μέρει θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την εγγενή ανεπάρκεια του Ιάσωνα και τη γελοιότητα των δικαιολογιών που παρουσιάζει στην Μήδεια, αλλά κυρίως η ερμηνεία του στη σκηνή του θρήνου, με την υπερβολική και αμήχανη σπαστικότητα στην κίνηση, και την πολύβουη, σαρκαστική σχεδόν έκφραση, που δημιουργούσε μάλλον δυσφορία παρά συμπάθεια και κατανόηση για τον ήρωα του τη στιγμή της καταστροφής του.
Η Θεοδώρα Τζήμου στάθηκε επάξια στο ρόλο της αφηγήτριας και απαγγέλουσας των εμβόλιμων κειμένων, ενώ έδωσε σάρκα και οστά και στη Γλαύκη (η οποία στο ευριπίδειο κείμενο δεν εμφανίζεται ποτέ) ντυμένη στα λευκά, σε αντιδιαστολή με το σκοτάδι της Μήδειας.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη και η Σύρμω Κεκέ ήταν σταθερές και μετρημένες, ενώ η Κωνσταντίνα Τάκαλου σήκωσε – παραδόξως για την ποιότητα της – αδύναμα μια από τις σημαντικότερες και συνταρακτικότερες στιγμές της τραγωδίας, την περιγραφή του θανάτου της Γλαύκης και του Κρέοντα. Δεν γνωρίζουμε αν η ελαφρά χαριτωμένη περιγραφή, με την τόσο υπερβολική κίνηση χεριών, ήταν σκηνοθετική επιλογή ή όχι, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν κατάφερε να αποδώσει τη φρικαλεότητα της σκηνής, μειώνοντας αισθητά την ένταση της. Και η περιγραφή της παιδοκτονίας μειώθηκε αισθητά, ξενίζοντας ίσως αρχικά, ωστόσο, πολλοί μελετητές έχουν τονίσει ότι είναι η ίδια η Μήδεια – θύμα της πατριαρχίας – που υποτιμά σε πολλά σημεία τη μητρότητα όπως τόνισε σε μια έξοχη ανάλυση του έργου ο McDemott το 1989. Ίσως όμως αυτή η αφαίρεση να μείωσε κι άλλο το συναίσθημα, η έλλειψη του οποίου κάποιες στιγμές ήταν εμφανής.
Ο Γεράσιμος Γεννατάς και ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ήταν θετικές παρουσίες, με σταθερό και συνεπή προς τους ήρωες τους λόγο, αποφεύγοντας υπερβολές και κρατώντας το μέτρο στην κίνηση και το λόγο.
Η κίνηση του χορού υπήρξε επίσης ασταθής, άλλοτε με αμήχανη περιφορά και φλύαρα χορευτικά ή κουτρουβαλιάσματα στη σκηνή, άλλοτε όμως πιο συντονισμένη και πιο ουσιώδης, ακολουθούσε τη μυσταγωγική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι φωτισμοί και η μουσική.
Στο σύνολο της η παράσταση άφησε θετικές εντυπώσεις, κυρίως λόγω της εικαστικής της αρτιότητας, της σαφούς ταυτότητας και πρόθεσης της, αλλά και των ερμηνειών της Ναυπλιώτου και της Τζήμου. Είναι σημαντικό ότι το Θέατρο Τέχνης επέστρεψε στην Επίδαυρο, με μια ενθουσιώδη προσέλευση κοινού και τις δυο ημέρες. Και παρά τις προσωπικές μας διαφωνίες για κάποιες ερμηνείες και στιγμές, αυτό που κατάφερε η Κάλμπαρη ήταν να υψώσει τη Μήδεια ως το αιώνιο σύμβολο της εγκαταλελειμμένης γυναίκας που ζητάει να πάρει εκδίκηση φθάνοντας μέχρι και την παιδοκτονία. Το πρόσημο, σαφώς, θετικό και η ανταπόκριση του κοινού θερμή – στην παράσταση του Σαββάτου που παρακολουθήσαμε.
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Δραματουργική επεξεργασία: Μαριάννα Κάλμπαρη – Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Σκηνικό –κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική σύνθεση: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Κίνηση: Μαρίζα Τσίγκα
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Α’ Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Γεωργουδάκη
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Βοηθός συνθέτη: Βάϊος Πράπας
Βοηθός σκηνογράφου: Μαρία Παπαδοπούλου
Βοηθός σχεδιαστή φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Πρωταγωνιστούν: Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης και αλφαβητικά οι Γεράσιμος Γεννατάς, Μαριάννα Κάλμπαρη, Αλεξάνδρα Καζάζου, Σύρμω Κεκέ, Ιωάννα Μαυρέα, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Θεοδώρα Τζήμου.
Χορός: Λήδα Κουτσοδασκάλου, Βασιλίνα Κατερίνη, Μάριος Κρητικόπουλος, Ευθύμης Χαλκίδης, Αλέξανδρος Σκουρλέτης.
Μουσικοί επί σκηνής: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος (κιθάρα), Κλέων Αντωνίου (ηλεκτρική κιθάρα), Βάϊος Πράπας (μπάσο – κρουστά), Κωνσταντίνος Ευστρατίου (μεταλλόφωνο).
* Στην παράσταση παρουσιάζονται κείμενα από τους παρακάτω συγγραφείς της αρχαιοελληνικής γραμματείας: Πλάτωνας (Ο λόγος του Αριστοφάνη στο Συμπόσιο), Θεόκριτος (μτφ. Ιωάννης Πολέμης), Σαπφώ, Αρτεμίδωρος, Μνησίλοχος, Πλούταρχος, Μακηδόνιος Ύπατος σε μετάφραση – απόδοση Μαριάννας Κάλμπαρη και Έλενας Τριανταφυλλοπούλου.