fbpx

Όσα η Καρδιά μου στην Καταιγίδα – Κριτική της Παράστασης

Κριτική Κάτια Σωτηρίου

Η ομάδα Bijoux de Kant ανεβάζει το έργο «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα», σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, στο Θέατρο Τέχνης. Και όπως φανερώνει ο τίτλος εξαρχής, τα ακραία καιρικά και φυσικά φαινόμενα εντός και εκτός των ηρώων, πρωταγωνιστούν, σε ένα κείμενο που συνθέτει τον έρωτα, την ανάγκη, την αρρώστια και το θάνατο. Καταιγίδες, θάλασσες, βουνά, απόκρημνοι γκρεμνοί θέτουν τα όρια στους ήρωες, που καλούνται να τα υπερβούν ή να τα υπηρετήσουν.

osa h kardia moy sthn kategida1

Η «Πρώτη αγάπη» του Κονδυλάκη δίνει την βάση στη διασκευή του Άκη Δήμου. Μεταφερόμαστε σε κάποιο χωριό της ορεινής Κρήτης στα τέλη του 19ου αιώνα για να παρακολουθήσουμε την ενηλικίωση ενός αγοριού που συναντά την πρώτη του αγάπη, που είναι κατά 15 χρόνια μεγαλύτερη του. Αυτό ανατρέπει τα δεδομένα και στερεότυπα της ηλικίας και της θέσης του, και τον φέρνει αντιμέτωπο με τη μάνα του, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να σταματήσει αυτό το δεσμό. Ωστόσο, η αρρώστια της αγαπημένης του είναι αυτή που θα δώσει το καθοριστικό χτύπημα στις ζωές των ηρώων. Στο πλαίσιο αυτό εμφανίζεται και ο ξάδερφος του έφηβου, ο οποίος αναλαμβάνει να τον ανδρώσει με το κυνήγι στο βουνό, αλλά δεν μπορεί να αποφύγει την έντονη σαρκική έλξη που νιώθει για αυτόν, έστω και αν θα την καταπιέσει να παραμείνει σε θεωρητικό μόνο επίπεδο.

Ο Κονδυλάκης, πολύ πριν από την επικράτηση της θεωρίας του Φρόιντ τόλμησε μια βαθιά ψυχολογική ανάλυση στους χαρακτήρες του έργου του. Με μαεστρία παρουσιάζει τον εσωτερικό κόσμο τους, τις ενστικτώδεις επιθυμίες τους, τις ψυχολογικές συγκρούσεις και τις πιο λεπτές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Είναι το μοναδικό έργο που πρόλαβε να γράψει στη δημοτική, ομολογώντας πως έγραψε τη νουβέλα αυτή στη δημοτική, γιατί μόνο με τη δημοτική μπορούμε να εκφράσομε απλά εκείνο που νοιώθουμε.

Ο Άκης Δήμου μεταφέρει τον πεζό λόγο του Κονδυλάκη με έντονο λυρισμό, με λόγο μουσικό και νατουραλιστικό, που συνδέει τις ζωές και τα συναισθήματα των ηρώων με τον φυσικό κόσμο, αναβιώνοντας με τον τρόπο αυτό όχι μόνο μια κοινωνία, αλλά και μια λογοτεχνική εποχή, όπου ο λόγος ήταν υψηλότερης αξίας από τη δράση, με ιδιαίτερη αισθητική στην απόδοση των συναισθημάτων και των σκέψεων των ηρώων. Με τη νατουραλιστική του προσέγγιση μελετά την ηθική συμπεριφορά των ηρώων, για να δείξει ότι είναι δέσμιοι εξωτερικών δυνάμεων και εσωτερικών παρορμήσεων, οι οποίες στην πραγματικότητα περιορίζουν την ελευθερία τους. Οι εσωτερικές παρορμήσεις, όπως το γενετήσιο ένστικτο, η πείνα, η ανάγκη, αφαιρούν από τον άνθρωπο την ιδιότητα του λογικού όντος. Επιμένει στην περιγραφική και φωτογραφική απόδοση της πραγματικότητας, στη λεπτομέρεια, στη σχολαστική ανάλυση. Με τον τρόπο αυτό το κείμενο του Δήμου αποκτά μια φωτογραφική και φωνογραφική πιστότητα, άκρως αποδοτική για το σύνολο της έκφραση.

Η Παράσταση Θεατρική Κριτική

Από την πρώτη στιγμή που μπαίνει ο θεατής στην αίθουσα της Φρυνίχου, τοποθετείται στο σπίτι της οικογένειας. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος βρίσκεται ήδη στη σκηνή, κάνοντας εργασίες στο «σπίτι», υπό το άγρυπνο βλέμμα της μάνας – Τάνιας Τσανακλίδου που στέκεται διακριτικά στο πλάι της σκηνής. Και έτσι εισάγεται σε κάτι γνώριμο, βαθιά ελληνικό, που στοιχειοθετείται από τα αντικείμενα – φετίχ της ομάδας Bijoux de Kant: ένα κεντρικό τραπέζι με σεμεδάκι, ένα μεγάλο πάγκο που αποτελεί το στοιχείο ανύψωσης και πτώσης των ηρώων, ένα ράντζο και μια προβιά, στοιχεία που με ιδιαίτερη απλότητα συνθέτουν το σκηνικό του έργου, και τον κόσμο στον οποίο καλείται ο θεατής να ζήσει για λίγη ώρα.

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη είναι μινιμαλιστική, δίνοντας χώρο και βάθος στο λόγο και τις ερμηνείες, και δημιουργεί έναν κόσμο γεμάτο νεράιδες, γκρεμούς, ακροβασίες, κυνήγι και καταπιεσμένα ένστικτα, μεταφέροντας ιδιαίτερα εύγλωττα τη μεταμόρφωση του θαύματος της αγάπης στον εφιάλτη του θανάτου. Ο σκηνοθέτης σημειώνει για το έργο: «Ο Γιωργής βρέχεται από μια θάλασσα κι ανεβαίνει ένα βουνό για να στεγνώσει. Αυτή ήταν η εικόνα που καρφώθηκε στην καρδιά μου, διαβάζοντας την «Πρώτη αγάπη».

Η Τάνια Τσανακλίδου είναι αναμφισβήτητα το πρόσωπο της παράστασης. Η επανεμφάνιση της στο θέατρο Τέχνης μετά από 40 σχεδόν χρόνια αναμενόταν με μεγάλη αγωνία, ειδικά από εκείνους που λάτρεψαν όλα αυτά τα χρόνια τις θεατράλε μουσικές της εμφανίσεις και ερμηνείες. Στο «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» μας χαρίζει μια μάνα γήινη, ανθρώπινη, οικεία, που αγωνίζεται για αυτό που θεωρεί σωστό, κόντρα στο θέλω του παιδιού της. Και παρά το ότι υπό κανονικές συνθήκες μια τέτοια μάνα θα μας ήταν αντιπαθής, η Τσανακλίδου καταφέρνει να θέσει τις σωστές βάσεις για την ηρωίδα της: δεν είναι μια μάνα που θέλει να κρατήσει το γιο της για τον εαυτό της, ή μια μάνα που δεν θέλει το καλό του παιδιού της. Αντίθετα γίνεται εξαιρετικά συμπαθής η μάνα της Τσανακλίδου, ως προστάτις του παιδιού της, ως μια γυναίκα που κινείται από αγάπη και κατανόηση του κόσμο στον οποίο ζει. Η παρουσία της Τσανακλίδου στην σκηνή του Τέχνης έχει μια βαθιά εσωτερικότητα, μια βιωματική μελαγχολία στην κίνηση και την εκφορά του λόγου. Έχει μια πηγαία συγκίνηση, που μεταφέρεται αβίαστα στο θεατή. Ελπίζουμε να την βλέπουμε ακόμα πιο συχνά, σε όλων των ειδών τις σκηνές.

Η Λένα Δροσάκη, με την εύθραυστη παρουσία της αλλά τη στιβαρή της ερμηνευτική ικανότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ομάδας Bijoux de Kant, και αποθέτει και εδώ μια συνταρακτική ερμηνεία. Κινείται με εξαιρετική άνεση από την αισθησιακή εν είδη αρπακτικού μορφή, ως την καταραμένη και καταδικασμένη από την αρρώστια ηρωίδα, με έντονο τον πόνο και την απόγνωση, παρουσιάζοντας μια ηρωίδα βγαλμένη από τα ηθογραφικά κείμενα μιας παλιάς Ελλάδας, που είναι όμως και πιο αυθεντική. Κινείται επί σκηνής σαν αερικό, και κάπως έτσι φεύγει.

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος αποδίδει τον σπαραγμό του έρωτα, την πρώτη αγάπη της νεότητας με πάθος, με την ένταση που απαιτεί η απόγνωση και η απελπισία του γκρεμού. Συνδυάζει την παιδικότητα και την μεταλλακτική διάθεση της ωριμότητας, και με την ιδιαίτερη σωματικότητα της ερμηνείας του πλάθει έναν ήρωα που μετατρέπεται από αθώο και ονειροπόλο παιδί, σε συνειδητοποιημένο, αλλά και ερωτικά αποστασιοποιημένο, λόγω της απώλειας του, ενήλικα.

osa h kardia moy sthn kategida

Ο άντρας του έργου, που ερμηνεύει ο Νικόλας Αγγελής, κρατά μικρό ρόλο στο πρωτότυπο έργο του Κονδυλάκη, ωστόσο στη διασκευή του Δήμου, παρουσιάζεται ως ο πιο άξεστος, βουνίσιος ήρωας, με μια έλλειψη νόρμας και κανονικότητας, που τελικά του δίνει και μεγαλύτερη αγνότητα και αθωότητα στην προσέγγιση. Και για το λόγο αυτό αποτελεί και πιο καθοριστικό παράγοντα για την πλοκή του έργου, θέτοντας όλους τους ήρωες απέναντι στην πραγματικότητα τους και την ανάγκη να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του εαυτού τους. Λιτός και στιβαρός ο Αγγελής, είναι μια μεγάλη αποκάλυψη στην παράσταση αυτή.

Στο σύνολο της η παράσταση είναι μια προσπάθεια να έρθει ο θεατής πιο κοντά στο αρχέγονο συναίσθημα, στο «σώμα», μέσα από τον έντονο λυρισμό, την εσωτερικότητα και το συνδυασμό αλληγορίας και νατουραλισμού που ενισχύουν το δραματικό στοιχείο. Αναμετράται ο θεατής με το αντίκτυπο της πρώτης αγάπης, με την μεταλλακτική της δράση, με την θέρμη και την καταστροφή.

Φεύγοντας, πήραμε μαζί μας τη συγκίνηση που μας δημιούργησε η βιωματική ερμηνεία της Τσανακλίδου και η αέρινη παρουσία της Δροσάκη… και κάποιους στίχους του κειμένου:

Τι είναι η αγάπη; Ξέρεις; / Αναπνοή. / Και το φιλί τι είναι;/ Τσίμπημα πεταλούδας/Και ποια είναι του φιλιού η καλύτερη ώρα;/Μεσάνυχτα, που χαμηλώνουν τ’άστρα/ Και πότε μεγαλώνει το γέλιο του ανθρώπου;/Όταν ξαστερώνει η καρδιά του/Και πώς αλλιώς τη λένε την καρδιά;/Δόλωμα για το θαύμα/Και τι είναι θαύμα;/Το κορμί,/Και του κορμιού η άκρη;/Εκεί που πνίγεται η στιγμή:ένα ρυάκι ασπρο”

Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα
Σκηνική Σύνθεση των bijoux de kant
Διαρκεια : 85 ‘
Σκηνοθ.: Γ. Σκουρλέτης
Ερμηνεύουν: Τ. Τσανακλίδου, Λ. Δροσάκη, Γ. Παπαδόπουλος, Ν. Αγγελής

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr