Ο Σπύρος Φωκάς υπήρξε ένας από τους ωραιότερους ζεν πρεμιέ όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού μεταπολεμικού κινηματογράφου, κι ας το αρνιόταν ο ίδιος στη δύση της καριέρας του, λέγοντας ότι ήταν απλώς μια «ευχάριστη παρουσία». Αυτή η παρουσία του στους κοσμικούς κύκλους της εποχής έκανε μεγάλη αίσθηση από το ξεκίνημά του και δεν είναι λίγες οι πικάντικες ιστορίες που συνόδευαν τη φήμη του από τα πρώτα του βήματα στην ντόπια σόου μπίζνες.
Γεννημένος στην Πάτρα στις 17 Αυγούστου του 1937 ως Σπύρος Ανδρουτσόπουλος (το Φωκάς είναι ψευδώνυμο που απέκτησε με την πρώτη του εμφάνιση), αλλά μεγαλωμένος στην Αθήνα, όπου μετακόμισε η οικογένεια του όταν ήταν 9 χρονών, οι γονείς του στήριξαν την απόφασή του να γίνει ηθοποιός από την πρώτη στιγμή.
Ο πρώτος και πρωταγωνιστικός ρόλος στο σινεμά ήρθε με την αποφοίτησή του από τη Σχολή Κωστή Μιχαηλίδη και αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, στα 22 του, δίπλα στον Κώστα Χατζηχρήστο και τη Ρίκα Διαλυνά στην κωμωδία του Βασίλη Γεωργιάδη «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα». Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο ταινίες-φουστανέλα που εξυμνούσαν την ελληνική λεβεντιά και αρρενωπότητα, το «Λύγκος ο λεβέντης» του Στέλιο Τατασόπουλου, όπου ερμήνευε έναν τσέλιγκα που βγαίνει στην παρανομία, και το «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα» του Ανδρέα Λαμπρινού που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών του 1959, φέρνοντάς τον σε επαφή με τις πρώτες διεθνείς γνωριμίες.
Το 1964 συμμετείχε στα «Σκαλοπάτια» του Leonard Hirschfield σε σενάριο του Βασίλη Βασιλικού που γυρίστηκε γυρισμένο στη Σαντορίνη με την Ειρήνη Παππά και το 1966 στην ελληνογαλλική παραγωγή «Μια σφαίρα στην καρδιά» του Ζαν-Ντανιέλ Πολέ με την Τζένη Καρέζη. Το 1969 έγινε στην Ιταλία Ζορό για χάρη του σκηνοθέτη Φράνκο Μοντεμούρο. Στην ελαφριά ερωτική κωμωδία «Basta guardarla» του Λουτσιάνο Σάλτσε έπαιξε δίπλα στη Μαριάντζελα Μελάτο και στη Μαρία Γκράτσια Μπουτζέλα.
Τη δεκαετία του ’70 αναλώθηκε σε ταινίες δράσης και ελαφριές κωμωδίες, ενώ ξεκίνησαν και οι συμμετοχές του στα πρώτα τηλεοπτικά σίριαλ τόσο της RAI στην Ιταλία όσο και της νεόκοπης τότε ελληνικής τηλεόρασης. Το 1977 ο Βινσέντε Μινέλι του έδωσε, μετά από οντισιόν, ρόλο δίπλα στην κόρη του Λάιζα, στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν και στον Σαρλ Μπουαγιέ στο «Όταν θέλει η γυναίκα», ενώ λίγο μετά έπαιξε δίπλα στον Κερκ Ντάγκλας στο «Σπέρμα του Σατανά».
Το 1964 συμμετείχε στα «Σκαλοπάτια» του Leonard Hirschfield σε σενάριο του Βασίλη Βασιλικού που γυρίστηκε γυρισμένο στη Σαντορίνη με την Ειρήνη Παππά και το 1966 στην ελληνογαλλική παραγωγή «Μια σφαίρα στην καρδιά» του Ζαν-Ντανιέλ Πολέ με την Τζένη Καρέζη. Το 1969 έγινε στην Ιταλία Ζορό για χάρη του σκηνοθέτη Φράνκο Μοντεμούρο. Στην ελαφριά ερωτική κωμωδία «Basta guardarla» του Λουτσιάνο Σάλτσε έπαιξε δίπλα στη Μαριάντζελα Μελάτο και στη Μαρία Γκράτσια Μπουτζέλα.
Τη δεκαετία του ’70 αναλώθηκε σε ταινίες δράσης και ελαφριές κωμωδίες, ενώ ξεκίνησαν και οι συμμετοχές του στα πρώτα τηλεοπτικά σίριαλ τόσο της RAI στην Ιταλία όσο και της νεόκοπης τότε ελληνικής τηλεόρασης. Το 1977 ο Βινσέντε Μινέλι του έδωσε, μετά από οντισιόν, ρόλο δίπλα στην κόρη του Λάιζα, στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν και στον Σαρλ Μπουαγιέ στο «Όταν θέλει η γυναίκα», ενώ λίγο μετά έπαιξε δίπλα στον Κερκ Ντάγκλας στο «Σπέρμα του Σατανά».
Η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση στα πρώτα της ανοίγματα τον κάλεσε από τους πρώτους στην απόπειρά της να παράγει σίριαλ διεθνών προδιαγραφών, όπως το «Γαλάζιο διαμάντι», η «Ανατομία ενός εγκλήματος», οι «Τολμηρές ιστορίες». Ο αφοσιωμένος στην ελληνική του ταυτότητα, ο Σπύρος Φωκάς, ο οποίος πάντα επέστρεφε στην πατρίδα του, όσες επιτυχίες κι αν είχε στο εξωτερικό, δεν σταματούσε να δέχεται προτάσεις τόσο για την τηλεόραση όσο και για τον κινηματογράφο και για το θέατρο.
Το 1992 πρωταγωνίστησε στη φιλόδοξη ταινία του Γιώργου Καρυπίδη «Το πεθαμένο λικέρ», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, ενώ μετά το «Μπίζνες στα Βαλκάνια» του Βασίλη Μπουντούρη επανασυνδέθηκε το 2000 με τον Νίκο Ζερβό για τα «Βίτσια γυναικών» και το 2002 για το «Στη σκιά του Λέμμυ Κώσιον». Εν τω μεταξύ, έδωσε το «παρών» και στις ταινίες «Αλέξανδρος και Αϊσέ» του φίλου του Δημήτρη Κολλάτου και «Ο Χάρος βγήκε παγανιά» του Αλέξανδρου Κολλάτου.
Το 2013 πραγματοποίησε και μία από τις σπάνιες εμφανίσεις του στο ελληνικό θέατρο, ερμηνεύοντας τον ρόλο ενός ηλικιωμένου ιερέα με παρελθόν παιδεραστή στο έργο «Τα παιδιά του πατρός» του Στέφανου Κακαβούλη. Ωστόσο, η νέα γενιά Ελλήνων τον γνώρισε μέσα από τηλεοπτικές σειρές όπως «Δύο ξένοι», «Οι κληρονόμοι», «Φιλί ζωής» και «Της αγάπης μαχαιριά», όπου κρατούσε τον ρόλο του Αντώνη Σταματάκη, του πάτερ-φαμίλια της μίας από τις δύο οικογένειες που εμπλέκονταν σε κρητική βεντέτα. Δυστυχώς, διαγωνίστηκε στη «Φάρμα των διασήμων», ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στο οποίο ενδεχομένως συμμετείχε επειδή δεν είχε άλλη επιλογή.
Ο διεθνής ηθοποιός, μετά από τρεις γάμους ‒κατά δική του ομολογία οι εκπληκτικές αμοιβές των ξένων παραγωγών κατέληγαν στους λογαριασμούς των συζύγων του‒, έφτασε στο τέλος της ζωής του έχοντας μείνει χωρίς λεφτά και όταν αρρώστησε, έπεσε στην ανάγκη των φίλων. Η τελευταία και τέταρτη σύζυγός του Λίλιαν Παναγιωτοπούλου ήταν εκείνη που τον στήριξε. Καθώς αδυνατούσαν να συντηρήσουν το σπίτι που νοίκιαζαν στο κέντρο της Αθήνας, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα σπιτάκι σε άθλια κατάσταση έξω από την Κόρινθο. Τότε ήταν που ενδιαφέρθηκαν για το δράμα του πάλαι ποτέ ζεν πρεμιέ τα πρωινάδικα και τα κουτσομπολίστικα έντυπα. Αλλά ήταν όντως λυπηρό ένας άνθρωπος που δεν έπαψε να εργάζεται όλη του τη ζωή (στο IMdB εμφανίζονται περισσότεροι από εκατό τίτλοι ταινιών και σίριαλ στα οποία έχει συμμετάσχει), υπηρετώντας το δύσκολο επάγγελμα του ηθοποιού σε κάθε μέρος του κόσμου, που είχε ζήσει μεγάλες δόξες και τιμές, είχε φιλίες με τις μεγαλύτερες διασημότητες διεθνώς, κέρδισε άπειρα χρήματα, να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με μια τιμητική σύνταξη που δεν κάλυπτε σχεδόν τίποτα. Μέχρι τέλους δεν έχασε ούτε την αισιοδοξία του ούτε το χιούμορ του. Μόνο την αξιοπρέπειά του, και γι’ αυτό ευθύνονταν κυρίως κάποιοι άλλοι, όχι ο ίδιος.
Πηγή Wikipedia, lifo.