του Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989)
Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
Ο Αυστριακός ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας Τόμας Μπέρνχαρντ γεννήθηκε στην Ολλανδία όπου εργαζόταν ως υπηρέτρια η ανύπαντρη μητέρα του. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ. Μεγάλωσε κοντά στον παππού και στη γιαγιά του. Ο συγγραφέας παππούς του φρόντισε να του δοθεί μόρφωση με προσανατολισμό τις καλές τέχνες. Στα παιδικά του χρόνια του ζητήθηκε να ακολουθήσει τα ναζιστικά ιδεώδη συμμετέχοντας στη ναζιστική νεολαία κάτι το οποίο δεν έκανε μια και μισούσε οτιδήποτε είχε σχέση με τον ναζισμό.
Τα πρόσωπα που έπαιξαν τον μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του ήταν ο πολυαγαπημένος του παππούς καθώς και μια, είκοσι επτά χρόνια μεγαλύτερη του, κυρία με την οποία συνδέθηκε μετά από τον θάνατο του παππού και της μητέρας του.
Η κυρία αυτή ήταν εκείνη που τον ενεθάρρυνε και τον υποστήριξε για να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Έχοντας προσβληθεί από την μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση, έζησε κάποια χρόνια της ζωής του μπαινοβγαίνοντας σε σανατόρια αλλά το χειρότερο από όλα υπό τη δαμόκλειο σπάθη του θανάτου μια και εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε θεραπεία για αυτήν τη νόσο. Έδωσε τέλος στη ζωή του με ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία στην ηλικία των 58 χρόνων. Ο θάνατός κοινοποιήθηκε μετά από την κηδεία του! Στη διαθήκη του απαγόρευε το ανέβασμα των θεατρικών του έργων καθώς και την έκδοση των ανέκδοτων έργων του! Κάτι που άλλαξε αργότερα ο ετεροθαλής αδελφός και κληρονόμος του.
Θεωρείτε ως ένας από τους σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Το έργο του Ritter, Dene, Voss (1984) έχει παρουσιαστεί στην Αθήνα και παίζεται και σε αυτήν τη θεατρική χρονιά.
Στα έργα του κυριαρχούν τα δυσάρεστα αισθήματα της εγκατάλειψης, και του θανάτου. Έλεγε πως όλα φαίνονται γελοία όταν κανείς σκέφτεται τον θάνατο. Παρόλο που η κριτική του για τη γερμανική νοοτροπία και το ναζιστικό παρελθόν των συμπατριωτών του (αποκαλούσε τους αυστριακούς ένα βάρβαρο, ανόητο, απερίσκεπτο και ακαλλιέργητο έθνος!) δημιούργησε δυσαρέσκεια και ντροπή βραβεύτηκε πολλές φορές για τη λογοτεχνική αξία των γραπτών του.
Υπάρχουν άνθρωποι που μη έχοντας κατορθώσει κάτι σημαντικό στη ζωή τους, ψάχνουν κάποια ¨αιγίδα¨ για να προσποριστούν οφέλη για να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Τα άτομα αυτά αποτελούν την κυριότερη δεξαμενή από την οποία στρατολογούν οπαδούς οι διάφορες ομάδες, οι διάφοροι -ισμοί. Ο ωφελούμενος, πολλές φορές, προσπαθώντας να υπερακοντίσει όλους τους άλλους για να προσποριστεί το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος γίνεται φανατικός, βασιλικότερος του βασιλέως. Στη συνέχεια υπάρχουν δύο δρόμοι, ο ένας είναι αυτός της αλλαγής απόψεων, ή ακόμα και της άρνησης που φτάνει στην κατηγορία, όταν έρθει η ώρα και ο άλλος που οδηγεί στον αμετανόητο οπαδό που δεν αλλάζει. Ποιος από τους δύο είναι πιο σωστός; Δύσκολη η απάντηση. Είναι τίμιος αυτός που πήρε ότι είχε να πάρει, καρπώθηκε όλα τα καλά και μετά άρχισε να κατηγορεί τους ευεργέτες του; Είναι πιο σωστός αυτός που από ανάγκη ή από βλακεία προσχώρησε κάπου και παρόλο που τώρα βλέπει τα αρνητικά ή ακόμα και τα φρικιαστικά, επιμένει στις απόψεις του; Ερωτήματα που οι απαντήσεις τους έχουν σχέση με πολλούς παράγοντες. Πως αντιδρά το κοινωνικό σύνολο; Τους τιμωρεί; Τους συγχωρεί; Τους λυπάται; Τους στιγματίζει; Δίκαια; Άδικα; Σαν σύνολο; Κατά περίπτωση; O Bernhard τους καυτηριάζει αλύπητα (στο βιβλίο μου «ΚΡΙΤΙΚΗ» έχω γράψει σχετική κριτική για την κινηματογραφική ταινία “Malena”).
Το έργο
Στο έργο που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1979 στη Στουτγάρδη, ένας φανατικός ναζί αξιωματικός (Ρούντολφ-Περ.Μουστάκης), μετά την πτώση του ναζισμού όχι μόνο κατορθώνει να διαφύγει τη σύλληψη και την όποια τιμωρία αλλά καταφέρνει να αναρριχηθεί στα ανώτατα αξιώματα της γερμανικής κοινωνίας. Ζει μαζί με τις δύο αδελφές του. Η μία (Βέρα-Μπ.Αρβανίτη) δείχνει να τον συμπαθεί και να ασπάζεται τις απόψεις και τις θέσεις του. Η άλλη (Κλάρα-Σμ.Σμυρναίου) ανάπηρη, καθηλωμένη σε αμαξίδιο μετά από τον τραυματισμό της κατά τη διάρκεια των αμερικανικών βομβαρδισμών, βρίσκεται σε μόνιμη αντιπαράθεση μαζί του αλλά και σε μια δύσκολη σχέση με την αδελφή της. Μια φορά φανατικός, πάντα φανατικός και βαμμένος ο αξιότιμος πλέον κύριος Δικαστικός επίτροπος. Όχι μόνο, παρόλη την παγκόσμια καταδίκη, δεν έχει αλλάξει τα πιστεύω του αλλά ακόμα και μετά από τη γνώση όλων αυτών των τραγικών που έγιναν συνεχίζει και παραμένει φανατικός οπαδός. Ο φανατισμός του φτάνει στο να έχει στολισμένο το σπίτι του με κόκκινες σημαίες που έχουν τη σβάστικα και ένα τεράστιο πορτραίτο του λατρεμένου του Χίμλερ (δεύτερος τη τάξει στο Γ΄ Ράιχ) του οποίου γιορτάζει κάθε χρόνο τα γενέθλια. Με μεγάλη ικανοποίηση και χαρά φοράει τη στρατιωτική του στολή, ανοίγει σαμπάνια και χαιρετάει το είδωλό του ναζιστικά, μέσα σε όλα το παράξενο είναι ότι εκφράζει και οικολογικές ανησυχίες! Στον παραλογισμό συμμετάσχει η μία αδελφή ενώ ή άλλη τα βλέπει με φρίκη. Ο συγγραφέας εξαντλεί στο κείμενό του την κριτική, τον θυμό και την απέχθειά του μια και πιστεύει ό,τι οι Γερμανοί, όπως και οι Αυστριακοί συνεχίζουν να παραμένουν αμετανόητοι και η υποτιθέμενη από-ναζιστικοποίηση στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ.
Συντελεστές:
Στη μετάφραση του Βασίλη Πουλαντζά δεν διέκρινα λάθη.
Στη σκηνοθεσία του έμπειρου και αξιόλογου Νίκου Μαστοράκη το πρώτο μέρος, μέχρι την εμφάνιση του Ρούντολφ, ώρες ώρες γίνεται κουραστικό. Οι χαρακτηριστικοί του συγγραφέα μακροσκελείς μονόλογοι απέναντι σε σιωπηλό αποδέκτη γίνονται βαρετοί. Το πάνε έλα, τα ντουλάπια που ανοίγουν και κλείνουν, το συμμάζεμα, το τόσο μακρόσυρτο σιδέρωμα ρούχων νομίζω πως καλό θα ήταν να μειωθούν σε χρόνο. Η ατμόσφαιρα πετυχημένη.
Τα σκηνικά και τα Κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Οι Φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου σωστοί.
Παίζουν:
Η Μπέττυ Αρβανίτη με την εμπειρία των χρόνων, πάρα πολύ καλή, με νεανική κίνηση και άριστη εκφορά λόγου. Της αξίζει ένα πολύ μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ για το επίπεδο των παραστάσεων και για τα έργα που επιλέγει να ανεβάσει όλα αυτά τα χρόνια.
Η Σμαράγδα Σμυρναίου ερμηνεύει τον ρόλο της με απόλυτα ικανοποιητικό τρόπο.
Ο Περικλής Μουστάκης μου φάνηκε κάπως υπερβολικός. Προσπαθεί να εκφράσει το γκροτέσκο, τον κυνισμό και τον σαρκασμό που υπάρχει στο έργο, δεν ξέρω σε ποιο βαθμό μπορεί να πει κανείς ό,τι το καταφέρνει.
Διάρκεια : 120 ‘