Η Φόνισσα του Στάθη Λιβαθινού
Γράφει η Διονυσία Ρώντα
Ψάχνω παρέα για να πάω να δω τη «Φόνισσα» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Και τρώω «χ» από φίλες και φίλους: «Δεν θέλω να ψυχοπλακωθώ… Άμα είναι για καμιά κωμωδία, πες μου».
Εγώ όμως δεν πάω για τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Μ’ενδιαφέρει «Η Φόνισσα» του Λιβαθινού.
Πείθω μια φίλη να με συνοδέψει στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας λέγοντάς της ότι ο Λιβαθινός δεν είναι από εκείνους που το θεωρούν τέχνη να σε ψυχοπλακώσουν. Αν σε ρίξει κάτω, θα σε ξανανεβάσει. Όπως λέει κι ίδιος: «Η βουτιά σε βαθιά νερά σού ανοίγει παράθυρα. Και μετά σε ανεβάζει πιο πλούσιο στην επιφάνεια»
Όμως τον ρωτώ: Ψάχνοντας σήμερα στα Θέατρα Αθήνας για μια παράσταση που θα σου φτιάξει τη διάθεση, γιατί να επιλέξεις τη Φόνισσα;
Στάθης Λιβαθινός: «Είναι μία τρομερή ιστορία, που σήμερα θα ήταν στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων, όχι μόνο γιατί μια γυναίκα σκοτώνει μικρά παιδιά για να μην δυστυχήσουν οι γονείς, αλλά και γιατί πρόκειται για μα γυναίκα που σκοτώνει από άποψη. Όμως ο φόνος στον Παπαδιαμάντη είναι κάτι περισσότερο από φόνος. Έχει μια φωτεινή ομορφιά. Η Φραγκογιαννού αγωνιά για τη μοίρα της εποχής της και προσπαθεί να ξεφύγει έστω και μ’ αυτόν τον απόλυτο τρόπο απ’ την καταδικασμένη αυτή μοίρα. Θα τολμούσα να πω ότι υπάρχει μια δόση επανάστασης σ’ αυτό που κάνει. Μια πολύ στέρεη, αν και παραλογισμένη, ιδεολογία».
Στην παράσταση προσέχω ιδιαίτερα μια σκέψη του Παπαδιαμάντη:
«Κανένα πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλο — μάλλον το εναντίον».
Δεν θα “δώσω” τα σκηνοθετικά ευρήματα αυτής της παράστασης, για να τα χαρείτε ξαφνιασμένοι όπως κι εγώ. Εντάξει, ας σας υποψιάσω λίγο με κάποιες…
Εκμυστηρεύσεις του Στάθη Λιβαθινού
- «Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι μια γιορτή. Μου ξεκουράζει τ’ αυτιά και την ψυχή.
- Μ’ ενδιαφέρει η σκοτεινή πλευρά ενός συγγραφέα που θεωρείται κοσμοκαλόγερος, εντελώς λανθασμένα. Ο Παπαδιαμάντης έχει μια τεράστια ελευθερία! Γι’ αυτό ανακαλύπτουμε διαφορετικές πλευρές σ’ αυτόν, κάτι καινούργιο σε κάθε δεκαετία. Εξάλλου, η θεατρική πράξη πρέπει ν’ ανατρέπει τα στερεότυπα και να μας πλουτίζει με καινούργιες πληροφορίες, ακόμα και για λογοτέχνες που έχουν μια καθιερωμένη φήμη.
- Στο Θέατρο Κεφαλληνίας με αφήνουν να κάνω αυτά που θέλω.
- Η Μπέτυ Αρβανίτη με αφορά ως ηθοποιός. Με ενδιαφέρει να της προτείνω πράγματα καινούργια. Σ’ αυτόν τον ρόλο είναι όπως δεν την περιμένει κανείς και όπως δεν την αναγνωρίζει κανείς. Λένε ότι είναι ο καλύτερός της ρόλος μέχρι σήμερα. Μ’ ενδιαφέρει οι ηθοποιοί να κάνουν μια τομή στην καριέρα τους. Έκανε αρκετό καιρό να συνέλθει όταν της πρότεινα να παίξει τη Φόνισσα.
- Δεν υπάρχει θλίψη στον Παπαδιαμάντη. Γενικά, η αντίληψη ότι η τραγωδία ψυχοπλακώνει είναι επιφανειακή, εντελώς λανθασμένη. Η τραγωδία έχει πάντοτε την έννοια της κάθαρσης. Άλλωστε ο Παπαδιαμάντης είχε και χιούμορ.
- Ψυχοπλακωμένος βγαίνει ο άνθρωπος μετά από 3 ώρες σε καφετέρια. Το θέατρο όσο πιο τραγικό είναι, τόσο πιο πολύ σε ανεβάζει και τόσο πιο πολύ σε κάνει χαρούμενο, ευτυχισμένο άνθρωπο. Η αληθινή τραγωδία είναι καθαρά παρηγορητική. Ο θεατής πρέπει να θέλει να ζήσει μετά την παράσταση. Η τραγωδία είναι άλλος ένας τρόπος να δει κανείς τη ζωή. Όχι λιγότερο αισιόδοξος. Ίσως περισσότερο ανθρώπινος».
Σαν να ακούω τη φίλη μου, 11 παρά 5 Σάββατο βράδυ, βγαίνοντας απ’το θέατρο. «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ένιωθα τόσο όμορφα με ένα τέτοιο “βαρύ” θέμα. Μερικοί άνθρωποι έχουν χάρισμα… Ό,τι και να μου έλεγαν, ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι θα έβλεπα έτσι την Μπέτυ Αρβανίτη. Αυτό είναι αδύνατο να το περιγράψεις!»
Δεν σκοπεύω. Το μόνο που θα πω γι’αυτή την παράσταση είναι ότι ξεκίνησα για να δω Λιβαθινό και «διάβασα» ξανά τον Παπαδιαμάντη. Έναν Παπαδιαμάντη που κινείται σε μια εσωτερική εποχή, όταν η λέξη «αρά» σήμαινε μαζί και «ευχή» και «κατάρα». Και τον Στάθη Λιβαθινό να σε καλεί μπροστά από αυτή την «αρά» να βάλεις το δικό σου «Χ».