fbpx

Όποτε γινόταν ποδοσφαιρικός αγώνας στο γήπεδο του ΟΦΗ

  • mytheatro.grΤέχνη δεν είναι μόνο το θέατρο, αλλά με ότι καταπιάνεσαι στη ζωή και μπορείς να το κανείς καλά. Τέχνη είναι και να γράψεις ένα κείμενο σαν το παρακάτω, γιατί καταφέρνει ο γράφων να του δώσει ζωή, ζωή και εικόνες ζωντανές, που έρχονται και στη δική σου σκέψη, ίσως γιατί και εσύ έχεις ζήσει όλα όσα αναφέρονται παρακάτω

Του Στρατάκη Μιχάλη 

Όποτε γινόταν ποδοσφαιρικός αγώνας στο γήπεδο του ΟΦΗ στα Καμίνια, ήταν η καλύτερη μας. Όλη η πιτσιρικαρία των Καμινίων τη στήναμε από πολύ νωρίς έξω από το γήπεδο, με την ελπίδα να μπορέσουμε να μπούμε μέσα. Με το που βλέπαμε κάποιο φίλαθλο να κόβει εισιτήριο, πέφταμε πάνω του σαν μελίσσι. «Θείο, θείο, θα με βάλεις;». Αμέτρητα παιδικά στόματα αυτή την ερώτηση – ικεσία άρθρωναν. Έτσι ήταν τότε το σύστημα

Ο κάθε μεγάλος μπορούσε να συνοδεύει και ένα μικρό για το οποίο δε χρειαζόταν να πληρώσει εισιτήριο. Πολλοί μας έπαιρναν μαζί τους και μας άνοιγαν διάπλατη την πόρτα του παραδείσου. Μας κρατούσαν από το χέρι αλλά αυτή η επαφή μας τελείωνε με το που περνούσαμε την είσοδο. Από εκεί και πέρα άρχιζε το δικό μας πανηγύρι. Σπανίως καθόμασταν στην κερκίδα. Η μόνιμη θέση μας ήταν στα κάγκελα. Κολλούσαμε τη μούρη μας σ’ αυτά έχοντας την αίσθηση ότι έτσι βρισκόμασταν όσο πλησιέστερα γινόταν στους παίχτες. Εγώ δεν ήμουν «ομιλητής», αλλά «Εργοτελάρα».

Αναγκαστικά πήγαινα στο γήπεδο του ΟΦΗ επειδή βρισκόταν στη γειτονιά μου. Από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα. Με τη μούρη κολλημένη στα κάγκελα, ταυτιζόμασταν με τους παίχτες. Θυμάμαι τον Βάβουλα, τον Μπουρδαμή, τον Στρατάκη, τον Βουζουνεράκη, τον Πουπάκη, τον Γιδόπουλο και πολλούς άλλους. Πενήντα χρόνια πέρασαν και ακόμα τους θυμάμαι. Τη στιγμή που έχω ξεχάσει ακόμα και τα ονόματα των υπουργών της προηγούμενης κυβέρνησης. Αυτό διότι εκείνοι οι ποδοσφαιριστές υπήρξαν ινδάλματα των παιδικών μου χρόνων. Το όνειρο μου ήταν να τους μοιάσω. Ενώ με τους υπουργούς συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Το όνειρο μου είναι να μην τους μοιάσω.

Έναν ποδοσφαιρικό αγώνα δεν τον παρακολουθήσαμε απλά. Τον ζούσαμε από το πρώτο δευτερόλεπτο του μέχρι το τελευταίο του. Ζούσαμε την αγωνία των παικτών, την κούραση τους, τις χαρές και τις λύπες τους. Mια φορά, θυμάμαι, είχε τραυματιστεί στο γόνατο ο Γιώργος Στρατάκης σε μια ανώμαλη προσγείωση του στο σκληρό γήπεδο. Τότε, όχι χορτάρι δεν υπήρχε, αλλά ούτε ξινήθρα δεν φύτρωνε στο γήπεδο. Και πώς να φύτρωνε αφού το χώμα ήταν σκληρότερο από το μπετόν; Τραυματίστηκε, λοιπόν ο Γιώργος Στρατάκης και πως το ‘κανε ο διάολος και την ίδια μέρα χτύπησα και εγώ στο γόνατο όταν κουτρουβαλιάστηκα κατά την έξοδο μου από το γήπεδο. Ε, λοιπόν, προσευχόμουνα να μη γιατρευτεί η πληγή στο γόνατο μου. Νόμιζα ότι εξαιτίας του πληγωμένου γονάτου μου ήμουν ο… Γιώργος Στρατάκης, ο μεγάλος μπαλαδόρος του ΟΦΗ.
Δεν πηγαίναμε μόνο στους αγώνες. Το βροντερό παρών μας δίναμε και στις προπονήσεις. Σ’ αυτές δεν χρειαζόμασταν και κανένα για να μας μπάσει μέσα και έτσι ήμασταν όλοι μας χαλαροί και λάιτ. Μόνο που οι προπονήσεις δεν είχαν εκείνη την ένταση και την αγωνία που είχαν οι αγώνες.
Χώρια που στις προπονήσεις δεν υπήρχε αντίπαλος και άρα εξ’ αυτού του λόγου ήταν ανιαρές. Διότι αν δεν υπάρχει «εχθρός» στο γήπεδο, δεν υπάρχει και ενδιαφέρον. Στους αγώνες πηγαίναμε όχι τόσο για να δούμε τους «δικούς μας» να κερδίζουν, όσο για να δούμε τον αντίπαλο να χάνει. Στην ήττα του αντιπάλου βρίσκεται η ζητούμενη ηδονή. Όχι στη νίκη των ημετέρων.Από τα παιδικά χρόνια μου άρχισα να μαθαίνω πόσο αναγκαίος είναι ο «εχθρός» στον άνθρωπο. Ιδιαίτερα στον Έλληνα. Ο «εχθρός» δίνει ουσιαστικό νόημα στη ζωή μας και η συντριβή του είναι το υπέρτατο ζητούμενο. Το γήπεδο καλύπτει μια χαρά αυτή την ανάγκη μας. Η αντίπαλη ομάδα και η αντίπαλη κερκίδα μας εξασφαλίζει άφθονους «εχθρούς». Αν δεν υπήρχαν αυτοί, αλίμονο μας. Θα ήμασταν υποχρεωμένοι να ανακαλύψουμε άλλους «εχθρούς», σε άλλους χώρους. Και αν δεν υπήρχαν, τους κατασκευάζαμε.
Ουσιαστικά, αυτό κάναμε όταν παίζαμε «πόλεμο» μεταξύ μας. Κατασκευάζαμε «εχθρούς». Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες, εξοπλιζόμασταν με καλαμένια ακόντια και ξύλινα σπαθιά, γεμίζαμε και τις τσέπες μας με πέτρες και αρχίζαμε οι μεν να σπάμε τα κεφάλια των δε. Στο τέλος του «πολέμου» και οι μεν και οι δε ήμασταν ξεκαυκαλωμένοι. Πλην ευτυχισμένοι, διότι είχαμε εξολοθρεύσει τον «εχθρό».Βεβαίως αυτό το φαινόμενο δεν εμφανίζεται μόνο στους πιτσιρικοχώρους.
Τα ίδια, και χειρότερα, συμβαίνουν και στις μεγαλύτερες ηλικίες. Και οι μεγάλοι αναζητούν παντού και πάντα «εχθρούς». Μόνο που οι μεγάλοι τους βρίσκουν πολύ πιο εύκολα και σε αφθονία. Όποιος δεν πηγαίνει στα γήπεδα και άρα δεν μπορεί να τρυγήσει «εχθρούς» στην εξέδρα, έχει και άλλους χώρους να στραφεί. Στο όνομα του πατριωτισμού, γίνεται εθνικιστής, οπότε βλέπει σαν «εχθρούς του» ολόκληρους λαούς και ολόκληρες ηπείρους. Αν δεν τον γεμίζει ο αρρωστημένος εθνικισμός, κάλλιστα μπορεί να γίνει ρατσιστής και ν’ αρχίσει να πολεμά ανθρώπους το χρώμα ή την καταγωγή των οποίων «του τη δίνουν». Εξάλλου, για την κάλυψη των αναγκών των μεγάλων στην εξασφάλιση «εχθρών», υπάρχουν και τα κόμματα. Βιομηχανίες παραγωγής «εχθρών». Για να μην αναφερθώ στις θρησκείες που αυτές κι αν δεν παράγουν «εχθρούς». Όλοι όσοι δεν πιστεύουν σε αυτό που εσύ πιστεύεις, αυτονόητα είναι «εχθροί σου» και, βεβαίως, στο όνομα του δικού σου Θεού έχεις όχι μόνο δικαίωμα αλλά ιερή υποχρέωση να τους ξεριζώσεις την καρδιά και να την προσφέρεις θυσία στον φιλεύσπλαχνο Θεό σου.

Σε κάποια φάση είχαμε ξεμείνει στη γειτονιά από «εχθρούς» και είχαμε καταληφθεί από… στερητικό σύνδρομο. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρούμε έναν τρόπο που να μας εξασφάλιζε το άγριο αλληλοξυλοφόρτωμα. Σε χρόνο μηδέν, λύσαμε το πρόβλημα και αρχίσαμε τις κλωτσοπατινάδες.
Η διαίρεση της παρέας και η δημιουργία δύο αλληλομισούμενων «στρατοπέδων», ξεκίνησε από μια συζήτηση που είχαμε για τους ήρωες και πρωταγωνιστές του τότε ελληνικού κινηματογράφου. Κάποιος από την παρέα είπε ότι ο ομορφότερος όλων ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, κάποιος άλλος διαφώνησε και προέβαλε ως ομορφότερο τον Χρίστο Νέγκα, κι αυτό ήταν όλο.

Σε λίγα λεπτά οι μισοί είχαμε γίνει «Ξανθοπουλικοί» και οι άλλοι μισοί «Νεγκικοί». Το φυτίλι είχε ήδη ανάψει και η φλόγα δεν άργησε να φτάσει στο μπαρούτι. Ίσαμε μια βδομάδα δερνόμασταν, προσπαθώντας να λύσουμε τον γρίφο ποιος ήταν ο πιο όμορφος. Ο Ξανθόπουλος ή ο Νέγκας;
Ακριβώς σ’ αυτή την ανάγκη του ανθρώπου για «εχθρούς» οφείλεται και η αδιαμφισβήτητη αποτελεσματικότητα του «διαίρει και βασίλευε». Και αν και έχουν περάσει αιώνες από την ανακάλυψη αυτής της συνταγής, συνεχίζει να έχει την ίδια αποτελεσματικότητα στις μέρες μας και χωρίς άλλο ούτε ίχνος της αποτελεσματικότητας της πρόκειται να χάσει όσοι αιώνες και αν περάσουν ακόμα.

Ρίξτε μια ματιά σε μια κλασσική ελληνική οικογένεια που αποτελείται από μέλη τριών γενεών. Θα διαπιστώσετε ότι και μέσα σ’ αυτή την οικογένεια υπάρχουν «εχθροί». Τα μέλη της οικογένειας έχουν χωριστεί σε «στρατόπεδα» όντας συσπειρωμένα γύρω από τον πατέρα, τη μάνα, τον παππού ή τη γιαγιά. Άλλοι στη μια όχθη και άλλοι στην άλλη. Αφορμές ζητούν και οι της μιας και οι της άλλης όχθης για να «πλακωθούν». Αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.

Στον μικρότερο αδερφό μου, τον Βασίλη, είχα ανέκαθεν υπερβολική αδυναμία. Όποιος τολμούσε ακόμα και να τον αγριοκοιτάξει, με έβρισκε απέναντι του. Και όμως, εγώ και ο Βασίλης είχαμε βρει έναν τρόπο να χωριστούμε σε δύο «στρατόπεδα». Η αιτία ήταν τα ανάγλυφα γράμματα που είχαν στην πίσω πλευρά τους τα … πιρούνια! Ο Βασίλης κάθε φορά που καθόμασταν να φάμε κοίταζε τα πιρούνια μας στην πίσω πλευρά τους. Αν το δικό μου πιρούνι ετύχαινε να έχει πιο πολλά γράμματα απ’ όσα είχε το δικό του, γινόταν πραγματικός πόλεμος. Εγώ δεν του έδινα με τίποτα το δικό μου πιρούνι για να αποτραπεί η σύρραξη. Για τον απλούστατο λόγο ότι πολύ τη γούσταρα τη σύρραξη. Κι ας τον λάτρευα τον Βασίλη.

Έτσι ήμασταν πιτσιρικάδες και, δυστυχώς, έτσι συνεχίζουμε να είμαστε. Φοβούμαι ότι και έτσι θα συνεχίσουμε μέχρι τέλους. Εκτός και αν, στο μεταξύ, η επιστήμη ανακαλύψει κάποια μέθοδο με την οποία θα μπορεί να αφαιρεί από το DNA μας το γονίδιο εκείνο που ευθύνεται για την… «εχθρολατρεία» που μας χαρακτηρίζει ως λαό.

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr