- mytheatro.gr –Τέχνη δεν είναι μόνο το θέατρο, αλλά με ότι καταπιάνεσαι στη ζωή και μπορείς να το κανείς καλά. Τέχνη είναι και να γράψεις ένα κείμενο σαν το παρακάτω, γιατί καταφέρνει ο γράφων να του δώσει ζωή, ζωή και εικόνες ζωντανές, που έρχονται και στη δική σου σκέψη, ίσως γιατί και εσύ έχεις ζήσει όλα όσα αναφέρονται παρακάτω
Του Στρατάκη Μιχάλη
Όποτε γινόταν ποδοσφαιρικός αγώνας στο γήπεδο του ΟΦΗ στα Καμίνια, ήταν η καλύτερη μας. Όλη η πιτσιρικαρία των Καμινίων τη στήναμε από πολύ νωρίς έξω από το γήπεδο, με την ελπίδα να μπορέσουμε να μπούμε μέσα. Με το που βλέπαμε κάποιο φίλαθλο να κόβει εισιτήριο, πέφταμε πάνω του σαν μελίσσι. «Θείο, θείο, θα με βάλεις;». Αμέτρητα παιδικά στόματα αυτή την ερώτηση – ικεσία άρθρωναν. Έτσι ήταν τότε το σύστημα
Ο κάθε μεγάλος μπορούσε να συνοδεύει και ένα μικρό για το οποίο δε χρειαζόταν να πληρώσει εισιτήριο. Πολλοί μας έπαιρναν μαζί τους και μας άνοιγαν διάπλατη την πόρτα του παραδείσου. Μας κρατούσαν από το χέρι αλλά αυτή η επαφή μας τελείωνε με το που περνούσαμε την είσοδο. Από εκεί και πέρα άρχιζε το δικό μας πανηγύρι. Σπανίως καθόμασταν στην κερκίδα. Η μόνιμη θέση μας ήταν στα κάγκελα. Κολλούσαμε τη μούρη μας σ’ αυτά έχοντας την αίσθηση ότι έτσι βρισκόμασταν όσο πλησιέστερα γινόταν στους παίχτες. Εγώ δεν ήμουν «ομιλητής», αλλά «Εργοτελάρα».
Αναγκαστικά πήγαινα στο γήπεδο του ΟΦΗ επειδή βρισκόταν στη γειτονιά μου. Από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα. Με τη μούρη κολλημένη στα κάγκελα, ταυτιζόμασταν με τους παίχτες. Θυμάμαι τον Βάβουλα, τον Μπουρδαμή, τον Στρατάκη, τον Βουζουνεράκη, τον Πουπάκη, τον Γιδόπουλο και πολλούς άλλους. Πενήντα χρόνια πέρασαν και ακόμα τους θυμάμαι. Τη στιγμή που έχω ξεχάσει ακόμα και τα ονόματα των υπουργών της προηγούμενης κυβέρνησης. Αυτό διότι εκείνοι οι ποδοσφαιριστές υπήρξαν ινδάλματα των παιδικών μου χρόνων. Το όνειρο μου ήταν να τους μοιάσω. Ενώ με τους υπουργούς συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Το όνειρο μου είναι να μην τους μοιάσω.
Σε κάποια φάση είχαμε ξεμείνει στη γειτονιά από «εχθρούς» και είχαμε καταληφθεί από… στερητικό σύνδρομο. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρούμε έναν τρόπο που να μας εξασφάλιζε το άγριο αλληλοξυλοφόρτωμα. Σε χρόνο μηδέν, λύσαμε το πρόβλημα και αρχίσαμε τις κλωτσοπατινάδες.
Η διαίρεση της παρέας και η δημιουργία δύο αλληλομισούμενων «στρατοπέδων», ξεκίνησε από μια συζήτηση που είχαμε για τους ήρωες και πρωταγωνιστές του τότε ελληνικού κινηματογράφου. Κάποιος από την παρέα είπε ότι ο ομορφότερος όλων ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, κάποιος άλλος διαφώνησε και προέβαλε ως ομορφότερο τον Χρίστο Νέγκα, κι αυτό ήταν όλο.
Σε λίγα λεπτά οι μισοί είχαμε γίνει «Ξανθοπουλικοί» και οι άλλοι μισοί «Νεγκικοί». Το φυτίλι είχε ήδη ανάψει και η φλόγα δεν άργησε να φτάσει στο μπαρούτι. Ίσαμε μια βδομάδα δερνόμασταν, προσπαθώντας να λύσουμε τον γρίφο ποιος ήταν ο πιο όμορφος. Ο Ξανθόπουλος ή ο Νέγκας;
Ακριβώς σ’ αυτή την ανάγκη του ανθρώπου για «εχθρούς» οφείλεται και η αδιαμφισβήτητη αποτελεσματικότητα του «διαίρει και βασίλευε». Και αν και έχουν περάσει αιώνες από την ανακάλυψη αυτής της συνταγής, συνεχίζει να έχει την ίδια αποτελεσματικότητα στις μέρες μας και χωρίς άλλο ούτε ίχνος της αποτελεσματικότητας της πρόκειται να χάσει όσοι αιώνες και αν περάσουν ακόμα.
Ρίξτε μια ματιά σε μια κλασσική ελληνική οικογένεια που αποτελείται από μέλη τριών γενεών. Θα διαπιστώσετε ότι και μέσα σ’ αυτή την οικογένεια υπάρχουν «εχθροί». Τα μέλη της οικογένειας έχουν χωριστεί σε «στρατόπεδα» όντας συσπειρωμένα γύρω από τον πατέρα, τη μάνα, τον παππού ή τη γιαγιά. Άλλοι στη μια όχθη και άλλοι στην άλλη. Αφορμές ζητούν και οι της μιας και οι της άλλης όχθης για να «πλακωθούν». Αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.
Στον μικρότερο αδερφό μου, τον Βασίλη, είχα ανέκαθεν υπερβολική αδυναμία. Όποιος τολμούσε ακόμα και να τον αγριοκοιτάξει, με έβρισκε απέναντι του. Και όμως, εγώ και ο Βασίλης είχαμε βρει έναν τρόπο να χωριστούμε σε δύο «στρατόπεδα». Η αιτία ήταν τα ανάγλυφα γράμματα που είχαν στην πίσω πλευρά τους τα … πιρούνια! Ο Βασίλης κάθε φορά που καθόμασταν να φάμε κοίταζε τα πιρούνια μας στην πίσω πλευρά τους. Αν το δικό μου πιρούνι ετύχαινε να έχει πιο πολλά γράμματα απ’ όσα είχε το δικό του, γινόταν πραγματικός πόλεμος. Εγώ δεν του έδινα με τίποτα το δικό μου πιρούνι για να αποτραπεί η σύρραξη. Για τον απλούστατο λόγο ότι πολύ τη γούσταρα τη σύρραξη. Κι ας τον λάτρευα τον Βασίλη.
Έτσι ήμασταν πιτσιρικάδες και, δυστυχώς, έτσι συνεχίζουμε να είμαστε. Φοβούμαι ότι και έτσι θα συνεχίσουμε μέχρι τέλους. Εκτός και αν, στο μεταξύ, η επιστήμη ανακαλύψει κάποια μέθοδο με την οποία θα μπορεί να αφαιρεί από το DNA μας το γονίδιο εκείνο που ευθύνεται για την… «εχθρολατρεία» που μας χαρακτηρίζει ως λαό.