Ο Θέσπις, (6ος αιώνας π.Χ., Αθήνα), Έλληνας ποιητής, λέγεται ότι γεννήθηκε στο δήμο της Ικαρίας. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο Θέσπις ήταν ο πρώτος ηθοποιός στο ελληνικό δράμα. Συχνά ονομαζόταν εφευρέτης της τραγωδίας και καταγράφηκε ως ο πρώτος που έκανε μια τραγωδία στα Μεγάλα (ή Πόλη) Διονύσια (περίπου το 534 π.Χ.). Οι μελετητές διαφωνούν ως προς τα λιγοστά στοιχεία σχετικά με τον Θέσπη και τον ρόλο του στην ανάπτυξη του ελληνικού δράματος. Σύμφωνα με τον Έλληνα ρητορικό Θεμιστή (4ος αιώνας μ.Χ.), ο Αριστοτέλης είπε ότι η τραγωδία ήταν εντελώς χορωδία έως ότου ο Θέσπις εισήγαγε τον πρόλογο και τις εσωτερικές ομιλίες.
Αν ναι, ο Θέσπις ήταν ο πρώτος που συνδύασε το χορωδιακό τραγούδι με τις ομιλίες ενός ηθοποιού, και ξεκίνησε ο τραγικός διάλογος όταν ο ηθοποιός αντάλλαξε λόγια με τον αρχηγό του χορού.
Αρχαίες πηγές μαρτυρούν ακόμα πως ο Θέσπις πρόσθεσε στα διθυραμβικά τραγούδια τον πρόλογο και τις ρήσεις, δηλαδή τα πρώτα ομιλητικά μέρη, και πως επινόησε τις υφασμάτινες μάσκες. Και αν ακόμα οι παραπάνω νεωτερισμοί είχαν προετοιμαστεί ή προεξοφληθεί από τη φυσική εξέλιξη του διθυράμβου, ο Θέσπις ήταν που διαμόρφωσε την πρώιμη τραγωδία και καθιέρωσε τις τραγικές παραστάσεις ως οργανικό μέρος της αθηναϊκής λατρείας του Διονύσου.
Από τα έργα του μας σώζονται τέσσερις τίτλοι και πέντε μικρά αποσπάσματα, που όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι είναι δικά του.
Πιο Αναλυτικά
Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα στον ελλαδικό χώρο από τα τελεστήρια αναδύεται η μορφή των θεάτρων, ενώ ο Θέσπις εξελίσσει τα θεατρικά και σκηνικά μέσα. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ένας από τους πιο σημαντικούς ευρετές του θεάτρου είναι ένας άνθρωπος γνωστός για τις περιοδείες. Έτσι λοιπόν, λέγεται ότι ο Θέσπις, που πρώτος συνέδεσε τ’ όνομά του με την τέχνη του θεάτρου, ταξίδευε μαζί με τον χορό του ξεκινώντας από την Ικαρία (περιοχή της Αττικής), κουβαλώντας τις αποσκευές του σ’ ένα κάρο. Ο Οράτιος, ο οποίος γράφει 500 χρόνια μετά την εμφάνιση του Θέσπη -υπολογίζεται ότι ο Θέσπις δίνει παραστάσεις ήδη από το 560 π.Χ.- είναι ο πρώτος που καταγράφει την ιστορία του και ισχυρίζεται ότι έκανε περιοδείες, ενώ είναι πιθανό -αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις- ότι ταξίδευε και έξω από την Αττική. Αντίστοιχη αναφορά συναντάμε και στον Οβίδιο: «Ο Θέσπις πρώτος, μουτζουρωμένος με τρυγιά/ γύριζε με τούτη την εύθυμη τρέλα στα χωριά» Το κάρο, που προαναφέρθηκε, με το οποίο κουβαλούσε τις αποσκευές του δεν αποτελούσε μόνο μέσο μεταφοράς, αφού «το πίσω μέρος και το πάτωμά του […] μπορούσε να μετατρέπεται σε αυτοσχέδια σκηνή»
Μέσα από αυτή την σκηνική εξέλιξη προκύπτουν τα δύο πιο βασικά συστατικά στοιχεία του θεατρικού χώρου: η σκηνή και το προσκήνιο. Η πρώτη λειτουργεί ως αναπαραστατικός χώρος και το δεύτερο ως χώρος δράσης των ηθοποιών. Εξ’ άλλου, η λέξη σκηνή στην ελληνική γλώσσα σημαίνει επίσης αντίσκηνο, δηλαδή κάτι το οποίο στήνεται εύκολα και γρήγορα και μετακινείται με την ίδια ευκολία. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι το περίφημο άρμα ήταν περισσότερο μία κινούμενη κατασκευή για να τιμηθούν οι θεοί παρά ένα καραβάνι περιοδευόντων ηθοποιών.
Σύμφωνα με πληροφορίες που συλλέγουμε απ’ τον Διοσκορίδη, τον Πλούταρχο, τον Κλήμη, τον Ευάνθιο κι ακόμ’ απ’ τον Αθήναιο, τον Διογένη τον Λαέρτιο και τη Σούδα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Θέσπις υπήρξε ο πατέρας της τραγωδίας και πιο συγκεκριμένα :
1) Ανακάλυψε το τραγικό είδος και δημιούργησε το τραγικό άσμα.
2) Επινόησε πρώτος τους σατύρους.
3) Χορογράφησε ο ίδιος τα έργα του.
4) Καθιέρωσε τον Πρώτο Υποκριτή.
5) Έβαψε το πρόσωπό του με φυσικές χρωστικές ουσίες και μετά έφτιαξε Προσωπεία από πανί, δηλαδή υφασματένιες μάσκες.
6) Πρόσθεσε στα διθυραμβικά τραγούδια τον πρόλογο και τις ρήσεις, δηλαδή τα πρώτα ομιλητικά μέρη.
Τη θεατρική του σταδιοδρομία την άρχισε πριν απ’ το 600 π.Χ.
Ο Σόλων, γέρος πια, τον κατηγόρησε ότι η θεατρική του τέχνη βασίζεται στο ψέμα. Έτσι τουλάχιστον μας λεει ο Πλούταρχος.
Αν και ο Αριστοτέλης δεν τον αναφέρει καθόλου ούτε κι οι παλιότεροι συγγραφείς, όμως ο Αριστοφάνης στο τελευταίο επεισόδιο στους Σφήκες τον αναφέρει ως εκπρόσωπο της παλιάς τραγικής τέχνης.
Τίτλοι και αποσπάσματα απ’ τα έργα του Θέσπη φτάσαν σε μας, αλλά σίγουρα όχι γνήσια. Κατά τη Σούδα είναι: Άθλα Πελίου ή Φορβάς, Ιερείς, Ήμίθεοι, Πενθεύς. Για το πόσο σημαντικός ήταν ο Θέσπις μπορεί να το καταλάβει κανείς από το γεγεονός ότι κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα κυκλοφορούσαν με τ’ όνομά του νόθα έργα.
Οταν σε όλη του την ιστορία το ανθρώπινο είδος με διάφορες μεθόδους, μαγικού χαρακτήρα στους προϊστορικούς και πρώιμους ιστορικούς χρόνους, προσπαθούσε να εξαγνισθεί με πολλών ειδών καθαρμούς και ενώ κάποιοι άλλοι λαοί επινόησαν τον αποδιοπομπαίο τράγο**, οι Ελληνες επινόησαν για κάθαρση την τραγωδία:
Ο Αριστοτέλης, στην Ποιητική του, καθορίζοντας τα ιδεώδη χαρακτηριστικά της τραγωδίας, δίνει τον εξής ορισμό: “Τραγωδία ουν εστίν μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα, την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν”.
Η τραγωδία είναι μίμηση, ελεύθερη αναπαράσταση μίας αξιόλογης πράξης, η οποία έχει αρχή, μέση και τέλος και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μελωδίας. Όλα όμως αυτά τα στοιχεία δεν είναι τυχαία και ανομοιόμορφα διασκορπισμένα, αλλά ακολουθούν μία συγκεκριμένη αλληλουχία. Κυρίαρχο γνώρισμα είναι η δράση, δηλαδή δεν περιορίζεται στην απλή απαγγελία αλλά προχωρά στην μίμηση των ηρώων. Μέσα από τις καταστάσεις του ελέου και του φόβου, επέρχεται η κάθαρση, μία έννοια πολυσύνθετη και πολυδιάστατη. Σύμφωνα με την ευρύτερα παραδεκτή άποψη, η κάθαρση είναι η λύτρωση, η ψυχική ανακούφιση στην οποία φτάνουν οι θεατές με το να συμπάσχουν, να ταυτίζονται και να αγωνιούν για την τύχη των ηρώων.
Ο Θέσπις ήταν ο πρώτος από τους χορευτές του Διθυράμβου που βγήκε από τον κύκλο του χορού και αποκρίθηκε στους χορευτές. Έτσι είχαμε την αρχή ενός διαλόγου και την μετάβαση από την αφήγηση στην δράση. Ο Θέσπις κατασκεύασε ένα άρμα και μαζί με τους “χορευτές” του περιόδευσε σ’ όλη την Αττική παίζοντας τα Δράματα που ίδιος έγραφε.
Ο παροιμιώδης όρος αποδιοπομπαίος τράγος κατάγεται από μια τελετουργία που περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη, το Γιομ Κιπούρ, την Ημέρα της Εξιλέωσης. Δύο τράγοι παραδίδονται από την κοινότητα στον ιερέα ως θυσία εξαγνισμού. Ο ιερέας ρίχνει κλήρους για τους δύο τράγους στο ιερό προορίζοντας τον ένα για τον Γιαχβέ και τον άλλο για τον Αζαζέλ. Εκείνος του Γιαχβέ θυσιάζεται με τον κανονικό τρόπο, ο άλλος του Αζαζέλ στήνεται ζωντανός μπροστά στο ναό και ο ιερέας ακουμπάει τα δύο του χέρια στο κεφάλι του τράγου και εξομολογείται τις αμαρτίες του Ισραήλ. Μετά ο τράγος παραδίδεται σε έναν άνθρωπο που τον πηγαίνει στην έρημο -μακριά από τους εύφορους αγρούς, τα έργα των ανθρώπων..
Πέρα από μεταγενέστερες αναπαραστάσεις του άρματος του Θέσπη και τις μεταγενέστερες γραπτές αναφορές, δεν υπάρχουν πρωτογενή τεκμήρια που να αποδεικνύουν τις πληροφορίες που έφτασαν ως εμάς. Όμοια με όλες τις άλλες γνώσεις που έχουμε για την προκλασική περίοδο, οι ιστορήσεις σχοινοβατούν ανάμεσα στον μύθο και την ιστοριογραφία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι ακόμα και αν όσα αποδίδονται στον Θέσπη δεν αποτελούν τελικά την πραγματικότητα, δεν μειώνεται αναγκαστικά η εγκυρότητα των πληροφοριών γύρω από την πρακτική του θεάματος που περιοδεύει ανά την Ελλάδα κατά τα χρόνια της γέννησης του θεάτρου. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, λοιπόν, με αρκετή ασφάλεια, ότι ακόμα και μετά τον Θέσπη και την καθιέρωση της θεατρικής τέχνης, όπως και του θεατρικού χώρου στον Ελλαδικό χώρο, συνεχίζει η πρακτική της περιοδείας από θεατρικά σχήματα. Δεν γνωρίζουμε εάν παρουσίαζαν ολοκληρωμένα έργα, ενδέχεται να συνέχιζαν την παράδοση των διθυραμβικών χορών με αφορμή διάφορες θρησκευτικές γιορτές. Την πρώτη ημέρα των Εν Άστει Διονυσίων, γινόταν μία μεγάλη πομπή στην πόλη των Αθηνών, όπου λάμβαναν μέρος και οι υποκριτές φορώντας τα κοστούμια τους χωρίς όμως τις μάσκες τους.
Αυτού του είδους οι πρακτικές ενισχύουν την πεποίθηση που έχουμε σήμερα ότι το θέατρο της αρχαιότητας δεν χάνει ποτέ στην πορεία του τον δεσμό του με τις θρησκευτικές γιορτές, οι οποίες περιλαμβάνουν πολύ έντονα το στοιχείο της θεατρικότητας σε συνδυασμό με την κίνηση: την αναπαράσταση του θεού και της ζωής του και την διάδοση του μηνύματος αυτού σε όσο περισσότερο κόσμο γίνεται μέσα από την κίνηση.
Πηγές και Βιβλιογραφία
Πέτρος Μαρτινίδης, Μεταμορφώσεις του θεατρικού χώρου, Νεφέλη, Αθήνα, 1999, σ. 139.
Brockett-Hildy, Ιστορία του Θεάτρου
Ovide, «Ars Poetica», v.275-277, ψαλμός ΙΙΙ, στο: Νικολά Μπουαλώ, Ποιητική Τέχνη, εισ.-μτφ.-σχ. Φανή Παιδή, Αθήνα, Στιγμή, 2010, σ. 55.
Φίλις Χάρτνολ, Ιστορία του Θεάτρου, μτφ. Ρούλα Πατεράκη, Υποδομή, Αθήνα, 1980, σ.11
Βαφειάδη Κ. Ζητήματα χώρου στο περιοδεύον θέατρο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2018