Ο Νέστωρας Κοψιδάς, με μία μόνο λέξη αξίζει ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ
Η συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου έχει σπουδάσει στην Ελβετία με εξειδίκευση την κλινική ψυχολογία. Είναι καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει γράψει πολλά επιστημονικά βιβλία και δοκίμια. Έχει επίσης γράψει έναν μεγάλο αριθμό λογοτεχνικών βιβλίων πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν σε Ευρώπη και Αμερική.
Το μυθιστόρημά της «8 ώρες και 35 λεπτά (The Secret Sister) διακρίθηκε από το World Literature Today ως ένα από τα αξιοπρόσεκτα μεταφρασμένα βιβλία του 2015. Η μετάφρασή του στα Ιταλικά από τον Maurizio de Rosa ως (Sorella segreta) τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο μετάφρασης ελληνικού λογοτεχνικού έργου σε ξένη γλώσσα.
Το μονόπρακτο έργο της Το ακρωτηριασμένο άγαλμα παρουσιάστηκε μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας, Ένα Project, της Τατιάνας Λύγαρη «Έξι στα Δώδεκα». Μια πραγματικά πολύ αξιέπαινη πρωτοβουλία
Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
Το έργο
Ένας φτωχός νεαρός εικοσάχρονος αγρότης, βοσκός, που ζει σε κάποιο ελληνικό νησί και πιο συγκεκριμένα στη Μύλο, λίγο πριν απελευθερωθεί η Ελλάδα από τον Οθωμανικό ζυγό, βρίσκει στο χωράφι του ένα κομματιασμένο, μαρμάρινο, ημίγυμνο γυναικείο άγαλμα το οποίο ερωτεύεται! Του μιλάει, το χαϊδεύει το αγκαλιάζει και λυπάται που το άγαλμα, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν μπορεί να του μιλήσει. Η μητέρα του όλα αυτά τα χαρακτηρίζει ως αστόχαστα και βλαβητερά. Ο έρωτας του είναι τόσο μεγάλος που αλλάζει τη ζωή του. Ο αποχωρισμός από το λατρεμένο εύρημα του φαίνεται αδύνατος. Πρέπει όμως να αναλογιστούμε ότι την εποχή εκείνη στην υποδουλωμένη Ελλάδα δεν υπήρχαν αρχές στις οποίες να μπορεί να αναφέρει το εύρημά του ώστε να παραδοθεί στην αρχαιολογική υπηρεσία. Σε ποιόν ανήκει το άγαλμα αναρωτιέται; Ποια η αρχαιολογική-καλλιτεχνική του σημασία; Ποια η αναγνώριση της αξίας παρόμοιων επιτευγμάτων της τέχνης από τον κατακτητή ο οποίος έδινε άδειες ανασκαφών σε διάφορους ξένους που κάτω από τον μανδύα του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος επιδίδονταν σε στυγνή αρχαιοκαπηλία σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που είχαν φτάσει, όπως όλοι ξέρουμε, να ξηλώσουν τα γλυπτά του Παρθενώνα (τα οποία παρόλες τις μακροχρόνιες προσπάθειες ακόμα δεν μπορέσαμε να τα πάρουμε πίσω). Όλα αυτά βέβαια δεν συνέβαιναν μόνο στον Ελλαδικό χώρο αλλά και σε όλη την έκταση της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από την αρχική σκηνή του έργου το πρώτο που έρχεται στο μυαλό του θεατή είναι ότι πρόκειται για περίπτωση φετιχισμού. Ο μοναχικός αγρότης του βουνού, ο σεξουαλικά πεινασμένος, ο οποίος διεγείρεται στη θέα του γυμνού γυναικείου σώματος. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση γιατί ο αγρότης είναι παντρεμένος και έχει σύζυγο τη Μοσχούλα αλλά και παιδί, έναν γιο.
Να είναι η τέχνη της γλυπτικής που τον συγκλονίζει; Μάλλον και αυτή η εκδοχή είναι απίθανη μια και δεν περιμένει κανείς από έναν αγρότη ενός μικρού νησιού που δεν έχει κάποια σχετική εκπαίδευση, ίσως ούτε και τη βασική, χωρίς επίσης να έχει άλλα μέχρι τότε αισθητικά ερεθίσματα να μπορεί να θαμπωθεί από την ομορφιά της τέχνης και την τεχνική αρτιότητα ενός μαρμάρινου αγάλματος.
Να αισθάνθηκε το κάλεσμα των αρχαίων Ελλήνων προγόνων του και των επιτευγμάτων τους μάλλον είναι απίθανο μια και τότε οι Έλληνες μετά από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς είχαν σε μεγάλο βαθμό απωλέσει την εθνική τους ταυτότητα. Σίγουρα δε οι προσπάθειες αυτών που είχαν κάνει σκοπό τους να ξυπνήσουν τον λαό και να τον κάνουν να καταλάβει ποιος είναι και ποιων απόγονος είναι δεν θα είχαν φτάσει ακόμα σε απομακρυσμένες περιοχές όπως κάποια νησιά του Αιγαίου.
Τελικά παρόλο που ο σφοδρός του έρωτας τον κάνει να το κρατήσει επί είκοσι χρόνια (ψυχοπαθολογικό πρόβλημα ή δεν έβρισκε αγοραστή) ο αγρότης με το δέλεαρ των χρημάτων αποφασίζει να πουλήσει σε ξένους το αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, την Αφροδίτη της Μύλου, έναντι του σοβαρού ποσού των 400 γροσιών και όχι για τριάντα αργύρια, που τον σώζει από τη φτώχια και τη μιζέρια.
Το γλυπτό εκτίθεται πλέον σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου που όλοι το βλέπουν και το θαυμάζουν χωρίς όμως κανείς ποτέ να το αγαπήσει όσο ο φτωχός και ταπεινός αγρότης. Αλλά επειδή και τα αγάλματα θυμούνται το γλυπτό αναπολεί τις φωνές του αγρότη που το παρακαλούσε να του μιλήσει.
Η όλη ιστορία παρουσιάζει και μια αλληγορική ανάγνωση που έχει σχέση με την Ελλάδα, τους Έλληνες με τη βαριά κληρονομιά τους, την ομορφιά του μαρμάρου που βρίσκεται σε αφθονία σε διάφορες περιοχές της χώρας και όσα σπουδαία έργα τέχνης φιλοτεχνήθηκαν με το απαράμιλλής ομορφιάς αυτό υλικό. Φυσικά συνυπάρχουν και η φτώχια και η αγραμματοσύνη που δεν επιτρέπει την αναγνώριση της αξίας των έργων τέχνης την οποία όμως εκτιμούσαν οι καλλιεργημένοι ξένοι φροντίζοντας να γεμίσουν τα μουσεία και της συλλογές τους με τα αριστουργήματα που έφτιαξαν κάποτε οι πρόγονοί μας.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα της συγγραφέως «Ο Έλληνας ασθενής» (εκδ.Καστανιώτη,2018).
Συντελεστές
Η σύλληψη της ιδέας από την Τατιάνα Λύγαρη πραγματικά πολύ πετυχημένη. Η σκηνοθεσία της ίδιας με μία λέξη εξαιρετική. Η Εικονοληψία του Πάτροκλου Σκαφίδα άψογη. Τα κοστούμια του μοναδικού Γιάννη Μεντζικώφ δεν μπορεί παρά να είναι καταπληκτικά. Η Μουσική του Φώτη Μυλωνά πάρα πολύ καλή. Η Διεύθυνση φωτογραφίας ανήκει στον πολύ γνωστό Σάκη Μπιρμπίλη. Όλοι οι συντελεστές αξίζουν ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ
Ερμηνεία
Ο Νέστωρας Κοψιδάς, με μία μόνο λέξη αξίζει επίσης ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ