Για τον πολύ σημαντικό συγγραφέα Μ.Καραγάτση έχω αναφέρει πολλά στις κριτικές που έγραψα για τα έργα του Γιούγκερμαν και Μεγαλη Χείμαιρα.
Η Μαρίνα Καραγάτση, είναι κόρη του Μ. Καραγάτση και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936 σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε κυρίως με τη λαϊκή λιθογλυπτική της Άνδρου (Λίθινες εικόνες της Άνδρου”, 1990, “Μαρμάρινα τέμπλα στην Άνδρο τον 19ο αιώνα”, 1993, “Κτητορικές πλάκες της Άνδρου”, 1996). Έχει έναν γιό, τον ηθοποιό και διακεκριμένο σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου. Έχει γράψει πολλά βιβλία: Το ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι (βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» 2009), τα συλλογικά έργα: Τα κορόμηλα δεν θέλουν ζέσταμα, Νίκη Καραγάτση, Διαδρομές στην Άνδρο του ΄70 κ.α.
Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
Το έργο
Κεντρικό πρόσωπο του έργου ο Καραγάτσης (Χρήστος Μαλάκης) ως συγγραφέας αλλά και σύζυγος, πατέρας, γαμπρός, αφεντικό. Όλοι ξέρουμε και ακόμα περισσότερο όσοι έχουν γράψει κάποια κείμενα ή λογοτεχνικά έργα ότι η συγγραφή είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Μπορεί μέρες και νύχτες να προσπαθείς και να μην καταφέρνεις να γράψεις ούτε δύο λέξεις. Έρχεται όμως τελικά κάποια στιγμή που κάθεσαι και γράφεις σε πολύ σύντομο χρόνο ολόκληρα κεφάλαια. Απαραίτητη προϋπόθεση η συγκέντρωση και η ηρεμία. Έτσι και ο Καραγάτσης, λόγω όλων αυτών, μπορεί να μην είναι ένας πολύ εύκολος άνθρωπος πόσο μάλλον όταν ζει μέσα σε μια σχετικά δυσλειτουργική οικογένεια το κάθε μέλος της οποίας έχει τους δικούς του λόγους για να παραπονιέται, Φαινόμενο καθόλου σπάνιο στις αστικές οικογένειες της εποχής εκείνης. Σίγουρα όμως την κατάστασή του επιβαρύνει η συμβατική ζωή του όπως και το μόνιμο πρόβλημά του με την αυπνία.
Η σχέση με την κόρη του Μαρίνα (Σίσσυ Τουμάση), όσο και αν υπάρχει η αναντικατάστατη γονεϊκή αγάπη, δεν είναι καλή. Φέρεται αυταρχικά, έχει υπερβολικές απαιτήσεις και αυστηρότητα όμως όλα αυτά, όπως είναι φυσικό, τραυματίζουν την ευαίσθητη ψυχή της κόρης από όπου προκείπτει και ο αλληγορικός τίτλος «το ευχαριστημένο» το οποίο στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ευχαριστημένο.
Η ζωγράφος σύζυγός του Νίκη (Ειρήνη Δράκου) έχει τα δικά της παράπονα αλλά όποια και αν είναι αυτά τα αντιμετωπίζει με στωικότητα, τα ξεπερνάει αφενός μεν γιατί εκείνη τον διάλεξε ως σύζυγο, παρόλες τις αντίθετες απόψεις των γονέων της, αλλά και αφετέρου γιατί μπορεί να είναι ένας πολύ δύσκολος σύντροφος όμως ο κόσμος του έχει τεράστιο ενδιαφέρον για αυτό όπως λέει στη μητέρα της, δίπλα του δεν έχει πλήξει ποτέ στη ζωή της.
Η πεθερά (Σμαράγδα Σμυρναίου) έχει τα δικά της παράπονα, Υποτιμά τη δουλειά του από την οποία δεν βγάζει αρκετά λεφτά. Παράπονα όμως εκφράζει και για τον άντρα της που ήταν καπετάνιος χωρίς ωστόσο να καταφέρει να γίνει πλοιοκτήτης. Τον κατηγορεί επίσης και για το ότι σύχναζε στον «Μαύρο Γάτο» γνωστό και χωρίς καλή φήμη στέκι της Αθήνας εκείνης της εποχής. Συγκρίνει τον συγγραφέα με τους εφοπλιστές της Άνδρου οι οποίοι πλέουν στο χρήμα και στα πλούτη. Μαλώνει την κόρη της για τη λανθασμένη επιλογή χωρίς ποτέ να σκεφτεί ότι τα χρήματα έρχονται και φεύγουν ενώ τα έργα μένουν προσφέροντας στον δημιουργό τους την αθανασία.
Τέλος παράπονα έχει ακόμα και η υπηρέτρια (Καίτη Μανωλιδάκη) από τον Καραγάτση ως αφεντικό και όχι μόνο αλλά και από τη μοίρα της που αφού της έδωσε πολλές πίκρες την έκανε να γίνει υπηρέτρια των άλλων. Περιγράφει τη δύστυχη ζωή της, την καταπίεση από την οικογένειά και τον σύζυγο της με ιδιαίτερη έμφαση στην καταπίεση των γυναικών από τους άνδρες, κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια.
Όλοι θεωρούν τον συγγραφέα ανάποδο, νευρικό, καταπιεστικό και δύστροπο χωρίς να κατανοούν το δικό του πρόβλημα του να ζεις μέσα σε μια οικογένεια χωρίς αγάπη και κατανόηση. Φυσικά όπως είναι ευνόητο όλα αυτά τον κάνουν να αναζητήσει σε άλλες αγκαλιές όσα του λείπουν, κάτι που έκανε όπως αναφέρθηκε και ο πεθερός του.
Όλη η ιστορία της οικογένειας παρουσιάζεται πριν αλλά και μετά από τον θάνατο των μελών της σε μια τελευταία πολύ όμορφη σκηνή όπου συναντώνται οι νεκροί με τους ζωντανούς για να θυμηθούν και να ξεχάσουν να απολογηθούν, να λυτρωθούν και να συγχωρήσουν με τη βοήθεια των χρόνων που πέρασαν. Κάτι που μπορεί να γίνει μόνο στο θέατρο και ίσως καμιά φορά στην τέχνη (όπως η Νέκυια του πρόσφατα χαμένου Μπότσογλου). Η σκηνή μου θύμισε τη Μεγάλη Χείμαιρα.
Επιλογικά το Ευχαριστημένο μπορεί να μην ήταν ευχαριστημένο αλλά σίγουρα πρέπει να ήταν υπερήφανο που αξιώθηκε να έχει έναν τέτοιο πατέρα του οποίου τα έργα διαβάζονται και παίζονται μέχρι τις μέρες μας. Όπως και να είναι όμως η συγγραφέας με το έργο της συμβάλλει θετικά στη μυθοποίηση του πατέρα της που ή ούτως ή άλλως αποτελεί ένα «μυθικό» πρόσωπό της ελληνικής λογοτεχνίας.
Συντελεστές
Η πάντα πολύ καλή Έρι Κύργια έκανε και σε αυτήν την περίπτωση πολύ σπουδαία δουλειά για τη θεατρική διασκευή του έργου με τους μονολόγους που έγραψε η Μαρίνα Καραγάτση
Μία ακόμα εξαιρετική σκηνοθεσία, θαυμάσιο ονειρικό θέατρο και επιλογή ηθοποιών από τον Δημήτρη Τάρλου και πως να μην είναι για ένα έργο που έχει γράψει η μητέρα του, το οποίο έχει ως θέμα την οικογένειά του.
Τα σκηνικά της κ. Μανωλοπούλου μου φάνηκαν φτωχικά για ένα σπίτι μιας εύπορης οικογένειας (υπήρχε και ράντζο!) τα κοστούμια της ίδιας ήταν πολύ σωστά. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασία δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα μαζί με τη μουσική της Nalyssa Green σε απόλυτη συμφωνία με τις διάφορες στιγμές και τις ψυχικές καταστάσεις των ηρώων του έργου.
Παίζουν
Ο Χρήστος Μαλάκης αποτελεί εξαιρετική επιλογή μια και εκτός από την πολύ καλή ερμηνεία του μοιάζει και πάρα πολύ στον Καραγάτση. Κλειστός, δύσκολος, νευρικός. Η ειρήνη Δράκου επίσης πολύ καλή, ήρεμη, στωική, απορροφημένη από την τέχνη της. Η Σμαράγδα Σμυρναίου με την εξαιρετική ερμηνεία της, μια πραγματική αρχόντισσα της εποχής. Η Καίτη Μανωλιδάκη ως υπηρέτρια μου φάνηκε υπερβολική και φωνακλού. Η Σίσσυ Τουμάση προσπάθησε να εκφράσει την παιδική αγνότητα, αθωότητα.
Πραγματικα ωραια παρασταση με εξαιρετη την επιλογη του ηθοποιου που ενσαρκωνει τον Καραγατση
Καλη σκηνοθεσια
Καλοι οι περισσοτεροι ηθοποιοι στον ρολο τους
Βεβαια δεν περιμεναμε κατι λιγοτερο απο τον Κο Ταρλοου
Πολυ καλη και η κριτικη προσεκτικη και στοχευμενη απο τον κυριο Αντωνιαδη που παντα πιστος και αναλυτικος στο θεμα του εργου μας διαφωτιζει κυριως στην ψυχοσυνθεση των ρολων