Κριτική Στέλιος Αντωνιάδης
Αιφνίδια, ασυναίσθητα, αδιόρατα ο θάνατος επισκέπτεται μια πόλη. Την επισκέπτεται; Ναι ή όχι; Μπορεί και ναι μπορεί και όχι.
Στην πρώτη σκηνή βλέπουμε τους κατοίκους μιας πόλης να ζουν τη μάλλον ευτυχισμένη καθημερινότητά τους. Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται ανάμεσα τους όμως κυκλοφορεί η επιβλητική και φοβερή φιγούρα του θανάτου ο οποίος θέλει να κάνει την παρουσία του αισθητή (memento mori, θυμήσου τον θάνατο). Ο θάνατος, το αναπόφευκτα τραγικό τέλος της ζωής επικρέμεται ως Δαμόκλειος σπάθη επάνω από την πόλη (στην αρχαιότητα κρατούσε σπαθί, αργότερα δρεπάνι). Στην αρχή απλά περιφέρεται από κάποια όμως στιγμή και μετά αναλαμβάνει δράση σκοτώνοντας μαζικά, σκοτώνοντας 30.000 ανθρώπους την ημέρα (το τι θα γίνουν όλα αυτά τα πτώματα είναι ένα ερωτηματικό που δεν έχει όμως και τόσο μεγάλη σημασία). Το έργο κατέχει ρεκόρ σκηνικών θανάτων και μάλιστα ως κωμωδία.
Ο θάνατος όλοι ξέρουμε πως κυκλοφορεί ανάμεσά μας αλλά ποιος μπορεί να είναι ο λόγος που τον κάνει να ξεκινήσει μια τόσο μεγάλη δολοφονική δραστηριότητα; Γίνεται λόγος για επιδημία, η ιατρική όμως, εδώ και πολλά χρόνια, έχει εξαφανίσει τις μεγάλες επιδημίες που παλαιότερα σκότωναν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Σήμερα μπορεί να υπάρχουν επιδημίες σε συγκεκριμένες περιοχές της γης, αλλά ούτε διάρκεια έχουν ούτε και τόσο μεγάλη θνησιμότητα προκαλούν. Μπορεί ο θάνατος να σημαίνει κάποιο -ισμό, κάποια πολιτική ιδεολογία (δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Ιονέσκο έζησε σε πολιτικά διαταραγμένες περιόδους) ο συγγραφέας όμως αρνείται κάποια τέτοια σχέση. Η αλήθεια είναι ό,τι ο συγγραφέας μπορεί να αρνείται αλλά και εμείς μπορούμε να δίνουμε μια τέτοια ερμηνεία και μάλιστα χωρίς πολύ σκέψη. Οι θάνατοι λόγω πολιτικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών οι άλλων διαφορών, δυστυχώς, δεν έχουν ακόμα εκλείψει από τον πλανήτη μας. Τι ποιο ζωντανό παράδειγμα από αυτά που γίνονται καθημερινά, με τους θανάτους ανθρώπων κάθε ηλικίας, τα οποία βλέπουμε στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο, ζώντας, έστω και από μακριά τη φρίκη αυτών των καταστάσεων και την αδυναμία του πολιτισμένου κόσμου να δώσει ένα τέλος (προσωπικά να ομολογήσω ότι η κατάσταση αυτή με κάνει να ντρέπομαι).
Ο συγγραφέας ερμηνεύει το έργο του με την αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων η οποία τους επιφυλάσσει ένα δυσάρεστο τέλος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είναι ένα από τα όψιμα έργα του το οποίο έγραψε στην ηλικία που ο άνθρωπος αρχίζει να έχει έντονες υπαρξιακές ανησυχίες (1974). Σκέφτεται το παρελθόν του, τις όμορφες μέρες με αγαπημένα πρόσωπα (τις ενσαρκώνει θαυμάσια το ηλικιωμένο ζευγάρι ντυμένο στα άσπρα) και φοβάται για αυτά που θα έρθουν. Σκέφτεται και φιλοσοφεί για τη σημασία και την ουσία της ύπαρξης, για την έλλειψη νοήματος και όλα τα παρόμοια αναπάντητα ερωτηματικά που μας βασανίζουν (το έργο φέρνει στη μνήμη την Πανούκλα του Camus). Ο Ιονέσκο επίσης θέλει να μας παρουσιάσει τον τρόπο που αντιδρούν οι άνθρωποι μπροστά στις μεγάλες δυστυχίες (θυμίζει κάπως το Δεκαήμερο του Βοκακίου). Στην ώριμη του ηλικία, αηδιασμένος από όσα έζησε και είδε (υποκρισία, κακία, μισαλλοδοξία, ζήλεια, βαρβαρότητα κτλ), έχει πλέον πειστεί για το ότι μπορεί ίσως να υπάρξει ευτυχία, κάτι όμως το οποίο είναι πολύ δύσκολο σχεδόν ανέφικτο. Όπως και να είναι με τον δικό του μαγικό τρόπο μας βάζει σε ένα κλίμα δυσάρεστων προβληματισμών που αργά η γρήγορα ξέρουμε ότι θα αρχίσουν να μας βασανίζουν.
Επιλογικά, μολονότι οι Ρωμαίοι Επικούρειοι φιλόσοφοι φορούσαν δακτυλίδια και μενταγιόν με την εικόνα του Επίκουρου και με τη λατινική φράση «Nihil igitur mors est ad nos που σημαίνει ο θάνατος είναι ένα τίποτα για εμάς, φαίνεται πως είτε τον φοβόμαστε είτε όχι, είναι ο αδιαμφισβήτητα τελικός νικητής. Αυτό νομίζω πως στην ουσία είναι και το νόημα του έργου. Όσο πικρό, λυπηρό, δυσάρεστο, απαισιόδοξο και αν είναι.
ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ
Μια παράσταση που μόνο το Εθνικό μπορεί να ανεβάζει και πρέπει να ανεβάζει.
Η Μετάφραση-Διασκευή του Γεράσιμου Ευαγγελάτου πολύ καλή, χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα.
Η Σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα εξαιρετική, νομίζω ένα από τα καλύτερα σκηνοθετικά του επιτεύγματα. Έστησε μια υψηλού επιπέδου παράσταση συνόλου εκμεταλλευόμενος σωστά τις δυνατότητες του Εθνικού Θεάτρου.
Η Σκηνογραφία του Γίαννη Κακλέα και του Σάκη Μπιρμπίλη απογειώνει την παράσταση. Το ίδιο και τα φανταστικά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, με ζωντανή ορχήστρα, σε ένα έργο που παίζει ιδιαίτερο ρόλο, απόλυτα επιτυχημένη. Το ίδιο και η εξαιρετική Χορογραφία της Αγγελικής Τρομπούκη. Οι φωτισμοί, του Σάκη Μπιρμπίλη, που πάντα έχουν τον ιδιαίτερα σημαντικό δικό τους ρόλο, τον έπαιξαν δημιουργώντας την κατάλληλα υποβλητική ατμόσφαιρα με μεγάλη επιτυχία. Βίντεο: Στάθης Αθανασίου.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Ερμηνεύουν: Ιερ. Καλετσάνος, Λ. Μαλκότσης, Χρ. Μαξούρη, Αγορ. Οικονόμου, Γ. Παπαγεωργίου, Ευδ. Ρουμελιώτη. Σκην.: Γ. Κακλέας, Σ. Μπιρμπίλης. Κοστ.: Ελ. Μανωλοπούλου. Μουσ.: Στ. Γασπαράτος. Φωτ.: Σ. Μπιρμπίλης. Όλοι τους πάρα πολύ καλοί, σε μια θαυμάσια παράσταση συνόλου.
Διάρκεια : 120 ‘