Το θέατρο, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν περιορίζεται μόνο στην ψυχαγωγία αλλά έχει επίσης εντυπωσιακή επίδραση στην ψυχική υγεία των ανθρώπων. Μέσα από τη σκηνή, η τέχνη του θεάτρου μπορεί να αναδείξει, να θεραπεύσει και να εμπνεύσει.
Επικοινωνία και Έκφραση: Το θέατρο αποτελεί έναν μοναδικό τρόπο έκφρασης. Οι ηθοποιοί και οι θεατρικοί συντελεστές διανύουν τον κόσμο των συναισθημάτων και των ψυχολογικών καταστάσεων, προσφέροντας στο κοινό την ευκαιρία να ενστικτωδώς συνδεθεί με τα όσα βιώνουν.
Εκτόνωση και Απελευθέρωση: Οι θεατρικές παραστάσεις δίνουν τη δυνατότητα στους θεατές να απελευθερώσουν συγκεκριμένες συναισθηματικές καταστάσεις. Η εκτόνωση από το γέλιο ή το δάκρυο, που πολύ συχνά συνοδεύει μια θεατρική εμπειρία, μπορεί να λειτουργήσει ως θεραπευτικός μηχανισμός.
Ανάπτυξη Εμπιστοσύνης: Οι δραστηριότητες στον τομέα του θεάτρου ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και την επικοινωνιακή δεξιότητα. Οι συμμετέχοντες σε θεατρικά εργαστήρια αναπτύσσουν την ικανότητα να εκφράζονται ελεύθερα, κερδίζοντας παράλληλα νέα επίπεδα αυτογνωσίας.
Αντιμετώπιση Ψυχολογικών Διαταραχών: Στο πλαίσιο της θεραπευτικής τέχνης, το θέατρο έχει χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση ψυχολογικών προβλημάτων. Οι θεατρικές τεχνικές μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του άγχους, της κατάθλιψης και άλλων ψυχοσωματικών προβλημάτων.
Κοινωνική Σύνδεση: Οι θεατρικές ομάδες προσφέρουν ένα χώρο κοινωνικής σύνδεσης, όπου οι άνθρωποι με διάφορα υπόβαθρα και εμπειρίες συναντιούνται για να δημιουργήσουν κοινό έργο. Αυτή η κοινωνική διάσταση είναι κρίσιμη για τη ψυχική ευεξία.
Το δράμα χρησιμοποιείται συνήθως για εκπαιδευτικούς και θεραπευτικούς σκοπούς, ιδιαίτερα λόγω της αίσθησης ασφάλειας που προσφέρει, επιτρέποντας στους συμμετέχοντες να αποστασιοποιηθούν από τους ρόλους που υποδύονται. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσουν προσωπικά συναισθήματα και αντιδράσεις χωρίς την πιθανή συναισθηματική αγωνία της αποτυχίας (Κοντογιάννη, 2008). Επιπλέον, η ικανότητα να παρατηρεί κανείς συνειδητά τον εαυτό του ενώ συμμετέχει σε δραματικές δραστηριότητες είναι μια πολύτιμη γνωστική δεξιότητα που μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορους καθημερινούς ρόλους που συνήθως εκτελούνται μηχανικά (Peter, 2009). Ο συμβολικός χαρακτήρας της δραματικής σκηνής χρησιμεύει ως σημαντικό πλεονέκτημα, καθώς επιτρέπει την παρατήρηση και επεξεργασία μιας κατάστασης στην παρούσα στιγμή από άτομα (παίζοντας ρόλους) που σκέφτονται, αισθάνονται και επικοινωνούν και στο παρόν (Lothane, 2009 ).
Μέσω της χρήσης τεχνικών όπως ο αυτοσχεδιασμός και τα βιωματικά παιχνίδια, δίνεται η ευκαιρία στα άτομα να συναντήσουν διάφορες επαναλήψεις της ίδιας πραγματικότητας. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να μάθουν παρατηρώντας τη συμπεριφορά των άλλων και να κατανοήσουν την ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων δράσης, αποκτώντας έτσι μια βαθύτερη κατανόηση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτή η διαδικασία συμβάλλει στην προσωπική τους ενδυνάμωση και προωθεί μια ιδιαίτερα επιδραστική μαθησιακή εμπειρία (Κοντογιάννη, 2008· Φραγκή, 2012). Η βιωματική φύση αυτής της διαδικασίας είναι που της προσδίδει τη σημασία της. Αντί να ασχολούνται απλώς με έναν χαρακτήρα σε γνωστικό επίπεδο, οι ηθοποιοί πρέπει να χρησιμοποιούν τη φαντασία τους για να συνδεθούν συναισθηματικά με τον χαρακτήρα (Marin, 2014). Αυτή η διαδικασία ενσυναίσθησης διευκολύνει μια βαθύτερη κατανόηση των διαφορετικών πολιτισμών, καθώς ωθεί τα άτομα να αναγνωρίσουν τα κίνητρα, τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις που οδηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά (Μουδατσάκης, 1994). Επιπλέον, αυτή η προσέγγιση καλλιεργεί δεξιότητες κριτικής σκέψης και ενθαρρύνει τα άτομα να αναλογιστούν ηθικά και φιλοσοφικά ζητήματα, οδηγώντας τελικά σε βαθύτερη προσωπική και κοινωνική ενδοσκόπηση (Κοντογιάννη, 2008).
Η αναμόρφωση του ατόμου μέσω του θεάτρου είναι τόσο προληπτική όσο και θεραπευτική, επιτρέποντας την ανατροφοδότηση και την απελευθέρωση. Η θεραπευτική δύναμη του θεάτρου επεκτείνεται και στους θεατές, οι οποίοι ασχολούνται πνευματικά και συναισθηματικά με την παρουσιαζόμενη δράση. Ο Elsass (1992) εντοπίζει ομοιότητες μεταξύ της θεατρικής πρακτικής και της ψυχοθεραπείας, καθώς και οι δύο στοχεύουν να αποκαλύψουν κρυφές και ανείπωτες πτυχές. Και οι δύο μοιράζονται επίσης τον στόχο της προώθησης της αλλαγής, με την ψυχοθεραπεία να στοχεύει στην αποκατάσταση της ευημερίας του ατόμου και το θέατρο να εισάγει νέες προοπτικές στην πραγματικότητα. Η επανάληψη είναι το κλειδί για την επίτευξη αυτών των στόχων, με τους ηθοποιούς να κάνουν πρόβες και τους θεραπευτές να αντιμετωπίζουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ο Elsass (1992) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και οι δύο διαδικασίες μπορούν να είναι εποικοδομητικές και ανακουφιστικές όταν καθοδηγούνται από ένα σαφές και ουσιαστικό όραμα.
Το παράδοξο του δράματος έχει τις ρίζες του στην ασυμφωνία μεταξύ της δημιουργίας απόστασης μέσω της παράστασης ρόλων, σκηνών ή κειμένων και της ταυτόχρονης ευκαιρίας για τα άτομα να εμβαθύνουν στον εσωτερικό τους εαυτό. Αυτή η εξερεύνηση λαμβάνει χώρα μέσω της εις βάθος εξέτασης συμβολικών σκηνών και όχι πραγματικών προσωπικών εμπειριών, επιτρέποντας μεταμορφωτικές εμπειρίες για τους συμμετέχοντες. Επιπλέον, η χρήση της δραματικής μεταφοράς είναι απαραίτητη για την καλλιτεχνική δημιουργία καθώς διευκολύνει τις γνωστικές διαδικασίες και συμβάλλει στον μηχανισμό της μεταμόρφωσης. Η διαδικασία συνειδητής ερμηνείας ή προσφοράς εξηγήσεων του δράματος συχνά εμποδίζει τη συνεχή και πολύπλοκη διαδικασία κατανόησης. Η δραματική προβολή περιλαμβάνει τους συμμετέχοντες που προβάλλουν στοιχεία του εαυτού τους ή τις εμπειρίες τους στο θεατρικό υλικό ή στην ίδια την παράσταση. Σύμφωνα με τον Wilshire, ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους το θέατρο είναι ελκυστικό και απαραίτητο είναι επειδή αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας με ενισχυμένο τρόπο μέσα από αυτό. Αντίθετα, ο Μπρουκ χαρακτηρίζει την ενασχόληση του κοινού με το θέατρο ως «συνάντηση» ή μια δυναμική σχέση ανάμεσα στους προετοιμασμένους ερμηνευτές και το απροετοίμαστο κοινό.
Μια παράσταση μπορεί να έχει θεραπευτικά οφέλη, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο ή το υλικό που επιθυμεί να επεξεργαστεί ο συμμετέχων. Η υιοθέτηση πολλαπλών ρόλων μέσα στην παράσταση επιτρέπει στον συμμετέχοντα να αλλάξει τη σχέση του με το δραματικό υλικό και να αλλάξει την οπτική του, μερικές φορές αναλαμβάνοντας τον ρόλο του πρωταγωνιστή, του βοηθού ή του θεατή. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η διατήρηση ενός ορισμένου επιπέδου αποστασιοποίησης στο δράμα, όπως υποστηρίζει ο Μπρεχτ, επιτρέπει στον ηθοποιό να αποφύγει την πλήρη εμβάπτιση του χαρακτήρα του στη σκηνή, ενώ εξακολουθεί να βιώνει μια αίσθηση ταύτισης και συναισθηματικής προσκόλλησης. Επιπλέον, η ενσυναίσθηση παίζει σημαντικό ρόλο στο δράμα, ενισχύοντας τη σύνδεση μεταξύ του ηθοποιού και του κοινού, καθώς και του ηθοποιού και του χαρακτήρα του. Μέσω αυτού του ενσυναισθητικού δεσμού, το κοινό είναι σε θέση να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες και να επενδύσει συναισθηματικά, διευκολύνοντας την ανταλλαγή εμπειριών και συναισθημάτων.
Το θέατρο, ως μέσο έκφρασης, ανάπτυξης και θεραπείας, προσφέρει πολλαπλά οφέλη για την ψυχική υγεία. Αυτή η τέχνη συμβάλλει στη δημιουργία ενός χώρου όπου οι άνθρωποι μπορούν να εκφράσουν τον εαυτό τους, να ανακαλύψουν νέες δυνατότητες και να συνδεθούν με άλλους στο πλαίσιο μιας κοινότητας που υποστηρίζει την ψυχική ευημερία.