Κάτι άλλαξε στην δραματουργία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θεατρικοί συγγραφείς καταπιάστηκαν με θέματα και δημιούργησαν χαρακτήρες κατά έναν τέτοιον τρόπο, που διαμόρφωσαν ένα νέο υφολογικό και γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο περιστρεφόταν γύρω από έναν κοινό μίτο. Ο πρώτος που εντόπισε το νέο θεατρικό ρεύμα (και ο «νονός» του όρου) είναι ο Άγγλος συγγραφέας Martin Esslin, στο κείμενο που έγραψε το 1960 με τίτλο «Το θέατρο του παραλόγου». Ο Esslin εντόπισε ότι στα έργα συγγραφέων όπως ο Samuel Beckett, ο Eugene Ionesco και ο Jean Genet, άρχισε να εκδηλώνεται μία νέα τάση, την οποία συσχέτισε με τον όρο «παράλογο», όπως τον είχε χρησιμοποιήσει στο δοκίμιό του, «Ο μύθος του Σισύφου», το 1942 ο Albert Camus.
Ο Camus εισάγει την φιλοσοφία του παραλόγου: την μάταιη προσπάθεια του ανθρώπου αναζήτησης νοήματος σε έναν κόσμο που όλες οι αξίες έχουν εκπέσει και η μοίρα του φαντάζει εκτός του ελέγχου του. Στον μύθο του Σισύφου, ο Σίσυφος τελικά «κερδίζει» με την κατάφασή του στην έξωθεν επιβαλλόμενη ποινή, κάτι που συνιστά την μόνη μορφή ευτυχίας που μπορεί να κατακτήσει˙ ο Esslin όμως δανείζεται τον όρο για να περιγράψει το θέατρο που γεννήθηκε την δεκαετία του 1950, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που σύστηνε κάτι νέο στα έως τότε δραματουργικά ειωθότα.
Είναι γεγονός πως ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε ένα γερό πλήγμα στην θεωρία του διαφωτισμού και στην πίστη του ανθρώπου στον ορθό λόγο, όμως –παρά τον κλονισμό που επέφερε– μία μερίδα του πνευματικού κόσμου, εξακολούθησε να αγωνίζεται ελπίζοντας. Δεν συνέβη το ίδιο με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την επανάληψη ενός ακόμη πιο φρικώδους πολέμου από τον πρώτο, το ασύλληπτο της ατομικής βόμβας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι πνευματικοί άνθρωποι έχασαν πια τελείως την πίστη τους στην δύναμη του ορθού λόγου. Απεναντίας, προσπάθησαν να βρουν τρόπους να διαχειριστούν μια πραγματικότητα που αδυνατούσαν να εκλογικεύσουν, μέσα από έργα κωμικής πρόσοψης, τραγικού όμως περιεχομένου. Γι’ αυτό εξάλλου, έργα που ανήκουν στο θέατρο του παραλόγου συχνά χαρακτηρίζονται ως τραγικωμωδίες.
Οι ήρωες στο θέατρο του παραλόγου μοιάζουν χαμένοι χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό, σε έναν κόσμο που αδυνατούν να κατανοήσουν. Συχνά παίρνουν μορφή αρχετυπική ή στερεοτυπική, μιλώντας με φράσεις κλισέ και επαναλαμβάνοντας μικρές, καθημερινές συνήθειες χωρίς χρησιμότητα και σκοπό. Πολλές φορές λειτουργούν σε ζεύγη, αναπτύσσοντας λόγο και διάλογο φαινομενικά καθημερινό: το παράλογο προκύπτει επειδή και ο ίδιος ο λόγος έχει απωλέσει την λειτουργικότητά του και οι λέξεις αποδεικνύονται κενές νοήματος και περιεχομένου. Αυτό συχνά δημιουργεί μια κωμική αύρα, ιδίως χάρη στον ρυθμό τον οποίον οι συγγραφείς επιστρατεύουν στους διαλόγους των ηρώων.
Η πλοκή δεν αποτελεί κεντρική μέριμνα του θεάτρου του παραλόγου, το οποίο ουδόλως επιθυμεί να χτίσει μια ιστορία σύμφωνα με την αριστοτελική θεωρία (αρχή, μέση, τέλος). Η απουσία (στο διπλό επίπεδο της ανθρώπινης επικοινωνίας αλλά και ως απουσία Θεού), η σιωπή, η μοναξιά, η κενότητα και μια αίσθηση μυστηρίου αποτελούν συχνά μοτίβα του συγκεκριμένου είδους θεάτρου. Πολλές φορές φυσικοί νόμοι ανατρέπονται, ενώ βασικό ρόλο ενδέχεται να παίζει μια επαναλαμβανόμενη συνήθεια. Εξ ου και το γεγονός πως αρκετά από τα έργα του είδους, διακρίνονται για την κυκλική δομή τους.
Οι συγγραφείς του θεάτρου του παραλόγου επηρεάστηκαν από σύγχρονά τους φιλοσοφικά ρεύματα, κυρίως τον υπαρξισμό, αλλά και τον υπερρεαλισμό. Το θέατρο της σκληρότητας του Artaud επίσης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση ενός διαφορετικού θεάτρου. Πρόδρομοι του θεάτρου του παραλόγου θεωρούνται ο Luigi Pirandello και ο Alfred Jarry. Το θέατρο της αποστασιοποίησης του Bertolt Brecht ίσως να υπήρξε με την σειρά του πηγή έμπνευσης και φυσικά, ο William Shakespeare, που ενέπνευσε ακόμα και θεματικά έργα όπως το «Ρόζενγκρατς και Γκίλδεστερν» του Tom Stoppard (Rosencrantz and Guildenstern Are Dead). Στην διαμόρφωση των ηρώων των έργων του είδους, ρόλο θα έπαιξαν και οι μεγάλοι κωμικοί που είχαν αναδυθεί στον κινηματογράφο, όπως οι Charlie Chaplin, Buster Keaton και αδερφοί Μαξ, που με την σειρά τους φέρουν επιρροές από την Commedia dell’arte.
Συγγραφείς όπως ο Harold Pinter και ο Edward Albee έχουν επίσης συσχετιστεί με το θέατρο του παραλόγου, ενώ μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του είδους είναι τα εξής: «Περιμένοντας τον Γκοντό» (Μπέκετ), «Η φαλακρή τραγουδίστρια» (Ιονέσκο), «Οι δούλες» (Ζενέ), «Ευτυχισμένες μέρες» (Μπέκετ) κ.α. Το θέατρο του παραλόγου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της τέχνης του 20ου αιώνα και τμήμα του ευρύτερου κινήματος του μεταμοντερνισμού, μόνο που προκύπτει από παλλόμενες και εμφανώς οδυνούσες ψυχές, παρά την φαινομενική ελαφράδα του.
- Δείτε και άλλες φωτογραφίες στο facebook.com/mytheatro
Οι ήρωες στο θέατρο του παραλόγου μοιάζουν χαμένοι χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό, σε έναν κόσμο που αδυνατούν να κατανοήσουν..