Κριτική της παράστασης από την Κάτια Σωτηρίου
Οι Τρεις Αδερφές του Άντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, παρουσιάζονται στο θέατρο Tempus Verum εν Αθήναις.
Όπως με τα περισσότερα από τα έργα του Τσέχωφ, Οι Τρεις Αδερφές είναι ένα απλό χωρίς ηρωικές πράξεις ή μεγάλες τραγωδίες έργο, ωστόσο, θεωρείται από κάποιους κριτικούς ως το καλύτερο δράμα του 20ου αιώνα. Εκ πρώτης οι ήρωες των τσεχοφικών έργων συμπεριφέρονται με απλότητα, χρησιμοποιούν ευκολονόητες και συνηθισμένες λέξεις, πίσω τους όμως κρύβεται ένας κόσμος γεμάτος αισθήματα, σκέψεις και ανησυχίες.
Το Έργο
Οι Τρεις Αδελφές διερευνούν μια σειρά από διαχρονικά θέματα και ζητήματα, όπως τι είναι ευτυχία, αν η γνώση είναι καλύτερη από την άγνοια, πόσους συμβιβασμούς χρειάζεται να κάνει κανείς στη ζωή του. Ο Τσέχωφ επιτυγχάνει μια ισορροπία μεταξύ της «υποκειμενικά οδυνηρής» και «αντικειμενικά κωμικής» προοπτικής για τη ζωή, για να συνδέσει την καταστροφή με το ασήμαντο, σε αυτό το έργο χαρακτήρων, θολώνοντας τα όρια μεταξύ κωμωδίας και δράματος, για να σφυρηλατήσει την τραγική προσέγγιση με τη φάρσα, η οποία συχνά μπερδεύει κοινό και κριτικούς.
Το έργο οργανώνεται σε 4 πράξεις, για να εξετάσει τις ανεκπλήρωτες ελπίδες των αδελφών Prozorov, Όλγα, Μάσα και Ιρίνα και του αδελφού τους, Αντρέι που ζουν σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Τα γεγονότα του έργου λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο πολλών ετών. Καταγόμενες από μια οικογένεια ανώτερης τάξης οι τρεις αδελφές και ο αδελφός τους ονειρεύονται την ευτυχία, να αποδράσουν από την μικρή πόλη – στρατιωτικό φυλάκιο και να επιστρέψουν στη Μόσχα. Η Μόσχα είναι η μαγική λύση για το πρόβλημα τους, και δηλώνουν διακαώς κάθε στιγμή ότι θα ήθελαν να επιστρέψουν εκεί, γιατί για αυτές ήταν το μέλλον, όπου θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Ο Τσέχωφ ασκεί κριτική στους διανοούμενους της μικρής πόλης που σπαταλούν την εξουσία τους στη διαδικασία να αποκτήσουν επίγνωση της δικής τους αδυναμίας. Η ευτυχία είναι ένα συνώνυμο για τις άκαρπες φαντασιώσεις ενός λαμπρού μέλλοντος, αλλά ταυτόχρονα και ένας μακρινός στόχος: « Ευτυχισμένοι δε θα γίνουμε ποτέ» , μας τονίζει ο συγγραφέας
Το έργο ξεκινά ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα, σε ημερομηνία που συμπίπτει με τα γενέθλια της Ιρίνα. Το γεγονός του θανάτου λειτουργεί ως καταλύτης, για να ανοίξουν οι ασκοί των επιθυμιών, των προσδοκιών, και των φόβων των τριών αδερφών, και του περιβάλλοντος τους.
Η Όλγα, η μεγαλύτερη, είναι δασκάλα σε τοπικό σχολείο, η Μάσα, είναι παντρεμένη με τον Kulygin ο οποίος είναι επίσης δάσκαλος στο σχολείο, αλλά έχει βαρεθεί μαζί του και ερωτεύεται τον Vershinin, ένα γοητευτικό διοικητή του στρατού, ο οποίος είναι επίσης παντρεμένος. Η Irina εργάζεται στο τηλεγραφείο, αλλά φιλοδοξεί σε μια ζωή ουσίας. Είναι το αντικείμενο πόθου και αφοσίωσης τόσο από τον Solyony, έναν στρατιωτικό, όσο και από τον υπολοχαγό Baron Tuzenbach. Μη μπορώντας να εκπληρώσει το όνειρό του να γίνει καθηγητής φιλοσοφίας, ο Αντρέι παντρεύεται μια δεσποτική και αγέρωχη γυναίκα, τη Ναταλία Ιβάνοβα, η οποία διαπράττει μοιχεία με τον διευθυντή του σχολείου. Οι χαρακτήρες έχουν πολλές ατέλειες, καθώς και χαρίσματα, πάντα όμως σε μια πολύ ανθρώπινη κλίμακα, με τον Τσέχωφ να προσεγγίζει τρυφερά, και με μεγάλη κατανόηση τις ατέλειες των ηρώων του. Εξάλλου το μεγαλείο της γραφής του Τσέχωφ έγκειται στο ότι καταφέρνει να παρουσιάσει μια πλήρη γκάμα ανθρώπων, τους χυδαίους, τους παραιτημένους, τους υπομονετικούς, τους ευγενείς, τους ευαίσθητους, τους ηττημένους, τους οργισμένους, τους απελπισμένους, με σεβασμό στην ιδιαιτερότητα τους.
Οι τρεις αδελφές θα μπορούσαν σχεδόν να θεωρηθούν πρόδρομος του Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, καθώς οι χαρακτήρες είναι παγιδευμένοι σε μια μάταιη, παράλογη ύπαρξη, παρατηρούν τα όνειρά τους να σβήνουν, τις αναμνήσεις τους να ξεθωριάζουν, και ακόμη και το φυσικό τους χώρο να συρρικνώνεται γύρω τους. Ωστόσο, το μήνυμα του Τσέχωφ είναι θεμελιωδώς διαφορετικό από το αντίστοιχο έργο του παραλόγου με την έννοια ότι δίνει στους χαρακτήρες του περισσότερες ελπίδες για το μέλλον, έστω και μόνο για να μπορούν να ξυπνήσουν και να σώσουν τους εαυτούς τους παρά να υποκύψουν σε μια ανούσια ύπαρξη ή / και στο θάνατο. Μέσα από τους χαρακτήρες του, ο Τσέχωφ προειδοποιεί το κοινό του ότι θα πρέπει επίσης να κάνει την ίδια επιλογή, , και να αντισταθεί στη ματαίωση των προσδοκιών, και την άτακτη προσγείωση σε μια σκληρή πραγματικότητα.
Η Παράσταση
Ο Δημήτρης Μυλωνάς σκηνοθέτησε τις Τρεις Αδερφές με τόνο νεανικό, θέλοντας να τονίσει το γεγονός ότι στην πλειονότητα τους οι χαρακτήρες είναι νέοι άνθρωποι, με προσδοκίες, όνειρα και ελπίδες. Επιλέγει ένα λιτό χώρο, που εξυπηρετεί τη σωματοποίηση των ιδεών από τους ηθοποιούς, σε μια προσπάθεια προφανώς να αφήσει πίσω του μια παλιομοδίτικη σκηνοθετική προσέγγιση που έχει ταυτιστεί με τα έργα του Τσέχωφ. Η προσέγγιση του δεν πτοήθηκε από τις προηγούμενες. Υπάρχει μια συνειδητοποίηση του πρωτοτύπου, αλλά μπορεί κανείς να το αντιμετωπίσει ως ένα νέο έργο, που πρέπει να διαλύσει κάθε ευλάβεια και φόβο και να γεννήσει κάτι καινούριο. Η ζεστή και απέριττη σκηνή, γεμίζει ζωή. Το μυστικό για να διατηρηθεί η κίνηση είναι μάλλον ότι έχει λιγότερες καρέκλες από ότι θα περίμενε κανείς στη σκηνή. Το κερδίζει το στοίχημα; Η πρόθεση του είναι σαφής και ειλικρινής, ως προς την ορμητικότητα και τη νεανική διάθεση των ηθοποιών του, όμως, η μικρή σκηνή του συγκεκριμένου θεάτρου περιορίζει αισθητά τους ηθοποιούς, και δημιουργεί κάποιες στιγμές αμηχανίας, καθώς οι ήρωες συνωστίζονται στη σκηνή, και δημιουργούν και προβλήματα ορατότητας στους θεατές. Επειδή ακριβώς πρόκειται για μια ομαδική δουλειά, μια παράσταση συνόλου, η συνεχής κίνηση και εναλλαγή των ηρώων, αλλά και η ταυτόχρονη παρουσία τους επί σκηνής ανά στιγμές δημιουργεί κάποια σύγχυση. Ίσως κάποια διαφορετική διαρρύθμιση της σκηνής να έλυνε αυτά τα προβλήματα που σε κάθε περίπτωση υπερφορτώνουν το ρυθμό.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της παράστασης είναι οι ερμηνείες της. Η Μάσα της Μαρούσκας Παναγιωτοπούλου είναι οργισμένη, εκρηκτική, φλογερή και γεμάτη ανάγκες και επιθυμίες. Η Όλγα της Βιβής Πέτση είναι κάπως παραιτημένη, μια γυναίκα που δεν μπορεί να αντισταθεί στη μοίρα της. Αποδίδει με μεγάλη ακρίβεια την ακροβατούσα στα όρια της υστερίας και του γεροντοκορισμού Όλγα. Η Ιρίνα της Ελεάνας Στραβοδήμου είναι συγκινητική, και πολύ προσιτή, μια ηρωίδα που την κατανοείς για τις ελπίδες της, αλλά και τον τρόπο που δέχεται τη ματαίωση τους περνώντας από την παιδικότητα στην ενηλικίωση. Ο Χρήστος Πλαΐνης, έμπειρος, σταθερός, παρουσιάζει έναν Βερσίνιν τρυφερό, διχασμένο ανάμεσα στο συναίσθημα και την υποχρέωση του.
Ο Κουλίγκιν του Ευθύμη Μπαλαγιάννη έχει κωμικές νότες, αλλά κρύβει μια τραγικότητα στη μονοτονία του, και μια βαθιά κατανόηση της προσπάθειας απολύτρωσης της συζύγου του. Ο Ανδρέας του Πάρη Θωμόπουλου είναι ευνουχισμένος , ένα υποχείριο στα χέρια της συζύγου του, με εξαιρετικές εντάσεις και σιωπές.
Η Νατάσα Ζαγκλή στήνει μια πιο κωμική Νατάσα, τονίζοντας την εγγενή γελοιότητα της ματαιοδοξίας, και αποσυμφορίζει κάπως την ένταση των στιγμών, αλλά δημιουργεί και νέες εντάσεις με το δηκτικό της χαρακτήρα.
Ο Σπύρος Κυριαζόπουλος, έχει μια αύρα αλλόκοτη και μυστηριώδη, σχεδόν απειλητική. Η εξομολόγηση του στην Ιρίνα είναι από τις πιο δυνατές στιγμές του.
Ο Τσεμπουτίκιν του Γιώργου Χουλιάρα είναι πληθωρικός, γεμάτος αντιφάσεις, έντονος αλλά και παραιτημένος, η φωνή της λογικής, αλλά και της απελπισίας. Ο Κωνσταντίνος Δημητρακάκης ως Τούζενμπαχ δημιουργεί έναν ιστό ασφάλειας και σταθερότητας επί σκηνής, και αποτελεί στιβαρό στοιχείο της παράστασης. Οι Νατάσα Σαραντοπούλου και Εύα Γαλογαύρου, υπηρετούν με σώμα και διάνοια τις σκηνοθετικές επιταγές, συνδυάζοντας στοιχεία χορού, παντομίμας, μουσικής, και θεατρικής έκφρασης.
Ενδιαφέρουσα και πρωτοποριακή η μουσική επένδυση, και η επιμέλεια κίνησης, που δίνει όμορφες σκηνές. Η μετάφραση του έργου ακολουθεί την επιθυμία του σκηνοθέτη, και τη διάθεση του να γίνει η παράσταση πιο νεανική και ίσως πιο ποιητική, χωρίς να βαρύνεται από καθωσπρεπισμούς.
Συνολικά η παράσταση του Δημήτρη Μυλωνά είναι μια νέα αισθητική πρόταση, με αξιόλογες ερμηνείες, με σκηνές που δημιουργούν την αίσθηση του πένθους και της ελπίδας, με την προσποίηση μιας εφήμερης χαράς. Παρά τις ενστάσεις μας για το χώρο και το στήσιμο της σε αυτά τα πλαίσια, η παράσταση εμποτίζεται από σημαντικά ευρήματα, μια σύγχρονη και νεανική ανάγνωση, ξεφεύγοντας από τα παραδοσιακά πλαίσια και πρότυπα, και αξίζει της προσοχής μας.
Η ταυτότητα της παράστασης
«Τρεις αδελφές» του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ
Θέατρο Tempus Verum Εν Αθήναις
Iάκχου 19, Γκάζι Τ: 210. 3425170
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης & Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Σκηνικά-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Άννα Σμπώκου
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Σαραντοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αμαλία Αντώνη
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):
Εύα Γαλογαύρου – Ανφίσα, Φεντότικ
Κωνσταντίνος Δημητρακάκης – Τούζενμπαχ
Νατάσα Ζαγκλή – Νατάσα
Πάρις Θωμόπουλος – Αντρέι
Σπύρος Κυριαζόπουλος – Σολιόνι
Ευθύμης Μπαλαγιάννης – Κουλίγκιν
Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου – Μάσα
Βιβή Πέτση – Όλγα
Χρήστος Πλαϊνης – Βερσίνιν
Νατάσα Σαραντοπούλου – Ροντέ,Φεραπόντ
Ελεάνα Στραβοδήμου – Ιρίνα
Γιώργος Χουλιάρας – Τσεμπουτίκιν