στο Θέατρο Πειραιώς 260 Κριτική Κάτια Σωτηρίου
Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε η συνεργασία του Γιώργου Κιμούλη με τον διακεκριμένο Σλοβένο σκηνοθέτη Τομάζ Παντούρ, που σκηνοθετεί τη διασκευή του Λήρ για πρώτη φορά σε ελληνικό θέατρο, οι προσδοκίες για το Βασιλιά Λήρ ήταν εξαιρετικά υψηλές. Το έργο έκανε πρεμιέρα την Πέμπτη 16 Απριλίου, και για λίγες παραστάσεις θα παίζεται στο Θέατρο Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Σε ένα κατάμεστο θέατρο, στο κτίριο Δ, πολλοί διακεκριμένοι ηθοποιοί και καλλιτέχνες, αλλά και δημοσιογράφοι και άνθρωποι του θεάματος, έσπευσαν να παρακολουθήσουν το πολυαναμενόμενο αυτό ανέβασμα του Βασιλιά Λήρ.
Ανάμεσα τους, οι Φιλαρέτη Κομνηνού με τον Μηνά Χατζησάββα, η Μαρία Κίτσου με τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη, η Μαρία Αλιφέρη, η Δήμητρα Ματσούκα, ο Ταξιάρχης Χάνος, η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, ο Αργύρης Ξάφης, η Ταμίλα Κουλίεβα, η Βίκυ Βολιώτη, ο Διονύσης Τσακνής, ο Μάρκος Σεφερλής με την Έλενα Τσαβαλιά, ο Μανώλης Μαυροματάκης.
Δείτε όλες τις φωτογραφίες απο την πρεμιέρα στο facebook.com/mytheatro
Κριτική για το Βασιλιά Λήρ
Ο Βασιλιάς Ληρ ανέκαθεν αναγνωρίζεται ως η πιο επώδυνη από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ, και δεν αναφέρεται ως ένα από τα “πιο μελαγχολικά” έργα του θεάτρου άνευ λόγου. Το τέλος του ειδικά είναι τόσο καταθλιπτικό και μάταιο που ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι ο Λήρ είναι στην πραγματικότητα ένα παράλογο έργο (όπως το Endgame του Μπέκετ ή το Περιμένοντας τον Γκοντό), ένα έργο το οποίο αποδεικνύει ότι η ανθρώπινη ζωή και η δυστυχία είναι τελικά χωρίς νόημα. Ωστόσο οι κριτικοί έχουν δει πάντα δύο ακραίες πιθανές αναγνώσεις του Βασιλιά Ληρ: τη Χριστιανική άποψη, όπου η μοίρα ταυτίζεται με την ηθική, και την παράλογο, απαισιόδοξη άποψη.
Η τρέλα είναι κυρίαρχο στοιχείο του Βασιλιά Ληρ, και σε ό,τι την αφορά, πολλά έχουν ήδη ειπωθεί για έργο αυτό, πολύ περισσότερο, ίσως, από ό, τι για οποιαδήποτε από τις άλλες τραγωδίες. Ο Λήρ είναι η πιο προφανής περίπτωση της τρέλας μεταξύ των ηρώων του Σαίξπηρ. Πράγματι, αυτός είναι ο μόνος από αυτούς που τρελαίνεται πραγματικά κατά τη διάρκεια του έργου.
Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Λήρ είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη μετάβαση του στην τρέλα. Είναι ένας απόλυτος μονάρχης, χολερικός από ιδιοσυγκρασία, βιαστικός στις δράσεις του, και επιφανειακός στις αποφάσεις του. Ως εκ τούτου, ο Λήρ ήταν συνηθισμένος στην κολακεία και ήταν κολακευμένος σε τέτοιο βαθμό που έπρεπε να δημιουργήσει μια τεχνητή κατάσταση για τις κόρες του, προκειμένου να αποφασίσει ποια από αυτές τον αγαπούσε περισσότερο. Το κρίμα του, καθώς επίσης και η ειρωνεία του, είναι ότι ο Λήρ δεν ξέρει πώς να διακρίνει την αληθινή αγάπη από τις ψεύτικες διακηρύξεις, και καταλήγει να κάνει τη λάθος επιλογή. Ο Ληρ αμαρτάνει από υπερηφάνεια και ματαιοδοξία. θέλει να δώσει την ευθύνη της βασιλείας και να εξακολουθήσει να διατηρήσει τον τίτλο του και τη δύναμή του. Επιπλέον, ο ίδιος μοιράζει το βασίλειό του, μια επικίνδυνο πράγμα που κάνει όπως και κάθε ελισαβετιανής θα έλεγε, για να έρχεται σε αντίθεση με τη φυσική τάξη της αλυσίδας της ύπαρξης. Έτσι, το χαρακτήρα και τις δράσεις του Lear καθορίζουν τα τραγικά ελαττώματα του.
Στην αρχή του παιχνιδιού, ο τόνος των ομιλιών του Λήρ δείχνει ότι δεν έχει εμπειρία τον έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής να διστάσει πάνω από τη σημασία και τα καθήκοντα της βασιλείας. Οι σχέσεις του με εκείνους κοντά σε αυτόν αντικατοπτρίζουν την αμφισημία της δικής του στάσης. Ωστόσο, η απέραντη αφοσίωση του Κεντ στο βασιλιά δείχνει ότι υπάρχουν ποιότητες στον Λήρ που είναι δεν είναι προφανείς για τους άλλους. Ο Λήρ χρειάζεται το γελωτοποιό του για να του δείξει ποιότητες κάτω από την επιφάνεια, ακόμη και όταν η εκδήλωση τους είναι πέρα από την προσιτότητα των λέξεων. Στην αρχή, ο Λήρ δεν θέλει να του υπενθυμίζεται η δυστυχία που συσσωρεύεται με την αυθαίρετη απόφαση του. Αργότερα, αυτή η πραγματικότητα τον εξαναγκάζει στην τρέλα.
Ο Τομάζ Παντούρ πήρε το εξαίρετο αυτό υλικό και με τη βοήθεια της Λίβια Παντούρ το επεξεργάστηκε για το ελληνικό κοινό, παρουσιάζοντας μια δραματουργική διασκευή φτιαγμένη για τον καλά διαβασμένο θεατή, που έχει βαθιά γνώση τόσο του πρωτότυπου έργου, όσο και της εν γένει φιλοσοφίας του Σαίξπηρ για ζητήματα όπως η τρέλα, η τυφλότητα, η ματαιοδοξία. Το έργο περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια του Ληρ, και εκείνη του Γκλόστερ, αναλύοντας την αδυναμία των δυο πατεράδων να αναγνωρίσουν την αγάπη και τη φαυλότητα αντίστοιχα.
Το βέβαιο είναι ότι το έργο είναι εικαστικό όχι μόνο άρτιο άλλα άκρως εντυπωσιακό. Με δεδομένο το βιομηχανικό χώρο της Πειραιώς με την αχανή σκηνή, θέλησε να παίξει με όλο το μήκος και πλάτος της, στήνοντας ένα σκηνικό χάους και δράματος, σκοτεινό και υποχθόνιο, όπως και οι περισσότεροι χαρακτήρες του έργου. Μέσα στο ημίφως, επιλέγοντας τον έντονο φωτισμό ή τον υποφωτισμό, τόνισε την ποιότητα των ηρώων, τις επιλογές τους, τη διάθεση τους, δημιουργώντας μια ιδιαίτερα ιντριγκαδόρικη ατμόσφαιρα, ραδιουργιών και ματαιοδοξίας. Στο πίσω μέρος της σκηνής προβάλλονταν λεκτικά βίντεο στοχασμών ή συναισθημάτων – σχολιασμών των σκηνών, που ήταν ενδιαφέρον, αν και όχι πρωτότυπο εύρημα.
Ειδικά στο πρώτο μέρος της παράστασης ο γρήγορος ρυθμός με τους πιο κοφτούς διαλόγους και τους περικομμένους μονολόγους, σε συνδυασμό με την συνεχή κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή δημιούργησαν την απαιτούμενη ένταση και κράτησαν το ενδιαφέρον των θεατών αμείωτο, ωστόσο ο ρυθμός αυτός έπεσε κατακόρυφα στο δεύτερο μέρος, και ξανακορυφώθηκε στο εντυπωσιακό φινάλε. Η μουσική συνετέλεσε στην αύξηση της έντασης, ωστόσο σε πολλά σημεία δημιουργούσε την αίσθηση θορύβου περισσότερο, και όχι τόσο του χάους και του ηχητικού πλαισίου της δράσης όπως ίσως αποσκοπούσε.
Απόλυτα συνυφασμένη με την εξαίσια εικαστική παρουσίαση του έργου και η επιλογή των κουστουμιών, με τον γυαλιστερό ταφτά, και την γκόθικ αισθητική τους. Αν και το γυμνό του έργου συζητήθηκε ήδη πολύ, δεν αποτελεί το κεντρικό σημείο της παράστασης, και θα είναι κρίμα να υποβιβάσει κανείς την παράσταση στο σχολιασμό του γυμνού.
Ερμηνείες
Ο Γιώργος Κιμούλης φάνηκε ότι περίμενε το ρόλο αυτό με αγωνία. Ο Ληρ του ήταν έντονος και πλήρης, ίσως ωστόσο με λίγο περισσότερες κορώνες από ότι θα χρειαζόταν σε κάποιες στιγμές. Η συνειδητοποίηση της ματαιοδοξίας και του λάθους και το πέρασμα στη συντριβή ήταν η πιο δυνατή στιγμή του Κιμούλη, που βρήκε την αναγκαία ισορροπία και εσωτερικότητα για να εκφράσει την μοναξιά και την εγκατάλειψη του τόσο λεκτικά όσο και εξωλεκτικά, με το κορμί του να συρρικνώνεται και να εκφράζει πια την συντριβή.
Η Κόρα Καρβούνη για μια ακόμα φορά ξεδίπλωσε τις ερμηνευτικές της δυνατότητες, παρουσιάζοντας την πιο μεστή ερμηνεία των τριών αδερφών, με απόλυτη συνέπεια και συγκέντρωση στο ρόλο της, και με εξαιρετική απόδοση της δολοπλόκας φύσης της ηρωίδας της. Η Στεφανία Γουλιώτη απέδωσε τη Ρέγκαν με κάποια υπερβολή αλλά και ακρίβεια στις κινήσεις της, ενώ η Πηνελόπη Τσιλίκα στο ρόλο της Κορντέλια προσπάθησε να συνταχθεί με τις υπόλοιπες ερμηνείες, υστερώντας όμως σε πάθος.
Ο Γιώργος Γάλλος φάνηκε να βρίσκεται ίσως λίγο έξω από τα νερά του, σε μια ερμηνεία κάπως άχρωμη, και πάντως ελλιπούς ισορροπίας, κάτι στο οποίο δεν μας έχει συνηθίσει.
Αξιοσημείωτη η προσπάθεια του Προμηθέα Αλειφερόπουλου στο ρόλο του Έντγκαρ, που απέδωσε με ακρίβεια την αφέλεια και την αθωότητα του ήρωα του, με φυσικότητα που προκαλούσε τη συμπάθεια του θεατή, αλλά και που λειτουργούσε υποστηρικτικά στις υπόλοιπες ερμηνείες.
Ο Χάρης Τζωρτζάκης εντυπωσίασε σίγουρα με το καλογυμνασμένο του κορμί, και προσπάθησε να εντάξει όλο του το σθένος και το νεύρο στο ρόλο του Έντμοντ, αλλά κατέληξε σε μια μάλλον υπερβολική ερμηνεία, που βασίστηκε περισσότερο στην δημιουργία υπέροχων εικόνων, όχι όμως και ανάλογου συναισθηματικού βάθους. Τόνισε τον κτηνώδη χαρακτήρα του, αλλά δεν εξερεύνησε τόσο τις αιτίες της συναισθηματικής του έλλειψης.
Αφήνουμε τελευταία την ερμηνεία του Αργύρη Πανταζάρα, ο οποίος μας χάρισε την πιο πολυεπίπεδη αλλά και ώριμη ερμηνεία του έργου, με σοβαρότητα, λεπτότητα, χάρη και απόλυτο έλεγχο. Είναι αξιοπρόσεκτο το πώς μεταμορφώνεται επί σκηνής από απλό γελωτοποιό σε στοχαστικό παρτενέρ του βασιλιά Ληρ. Ξεχωριστή ερμηνεία.
Συνολικά η παράσταση στο Θέατρο Πειραιώς 260 είναι μια εμπειρία που πρέπει ένας θεατής να έχει. Ίσως το υπέροχο εικαστικό κομμάτι, αλλά και η έντονες δραματουργικές παρεμβάσεις να καπέλωσαν τις ερμηνείες και να αφαίρεσαν συναίσθημα από το έργο, προσπαθώντας να πετύχουν τον εντυπωσιασμό του θεατή, σε κάθε περίπτωση όμως η προσέγγιση του Παντούρ είναι αξιόλογη. Αξίζει να δει κανείς την παράσταση για την πρόταση της, έστω και αν δεν δικαιώνει απόλυτα τον πολύ υψηλό πήχη που τέθηκε εξαρχής.
Συντελεστές
Βασιλιάς Ληρ” Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
με τον Γιώργο Κιμούλη σε σκηνοθεσία Τομάζ Παντούρ
Πειραιώς 260 – Αίθουσα Δ’
Έως την Κυριακή 3 Μαΐου 2015
• Σκηνοθεσία: Tomaž Pandur
• Διασκευή: Livija Pandur
• Μετάφραση: Γιώργος Κιμούλης
• Δραματουργική επεξεργασία: Livija Pandur
• Σκηνικά: Sven Jonke
• Κοστούμια: Felype de Lima
• Μουσική: Silence
• Video: Dorijan Kolundžija
• Φωτισμοί: Juan Gomez Cornejo
• Σχεδιασμός ήχου: Mariano Garcia
• Φωτογραφίες: Aljoša Rebolj
• Υπεύθυνος casting και βοηθός σκηνοθέτη: Άκης Γουρζουλίδης
• Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Τζάθας, Χάρης Χιώτης
Φωτογραφίες Κάτια Σωτηρίου. Από την πρεμιέρα
Δείτε όλες τις φωτογραφίες απο την πρεμιέρα στο facebook.com/mytheatro
Πραγματι πολυ ενδιαφερουσα παρασταση, ο Πανταζαρας εκπληκτικός, και η ατμοσφαιρα υπεροχη