Ιστορία Θεάτρου
Το vaudeville είναι ένα θεάτρικο είδος διασκέδασης, που θα μπορούσαμε στα ελληνικά να χαρακτηρίσουμε ως πολυθέαμα. Αναπτύχθηκε κυρίως στις ΗΠΑ και τον Καναδά από το τέλος του 19ου αιώνα (γύρω στο 1880) μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Συνήθως, μία παράσταση θεάτρου vaudeville αποτελείται από ένα σύνολο σκηνών, που δεν συνδέονται κατ’ανάγκην μεταξύ τους και μπορεί να συμπεριλαμβάνουν από ακροβατικά και ταχυδακτυλουργικά, έως χορευτές, μουσικούς, αθλητές, κωμικούς και αποσπάσματα θεατρικών έργων. Ως είδος ήρθε ως η εξέλιξη διαφορετικών πηγών διασκέδασης, όπως ήταν τα freak shows, οι μουσικοχορευτικές βραδιές στα σαλούνς και το αμερικάνικο μπουρλέσκ. Μάλιστα, το vaudeville γρήγορα έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς τρόπους διασκέδασης και ονομάστηκε «η καρδιά της αμερικάνικης show-business».
Αυτό που διαφοροποιούσε το vaudeville από τα «προγονικά» του είδη ήταν το κοινό του: οι θεατές ήταν πλέον και γυναίκες, ενώ τις παραστάσεις τις παρακολουθούσαν σε χώρους χωρίς αλκοόλ, με μεγαλύτερη νηφαλιότητα και κοσμιότητα. Πριν τον Αμερικανικό Εμφύλιο, υπήρχαν πάλι πολυθεάματα, όμως ο τρόπος διασκέδασης διέφερε. Περιπλανώμενα τσίρκα, τα λεγόμενα «μουσεία της δεκάρας», κρουαζιερόπλοια και πάρκα διασκέδασης προσέφεραν μία πιο «καθωσπρέπει» διέξοδο στην ψυχαγωγία, ενώ τα σαλούνς, τα music halls και τα μπουρλέσκ ήταν μία φόρμα διασκέδασης λιγάκι πιο «ριψοκίνδυνη».
Σταδιακά, άρχισε να διαμορφώνεται και να σταθεροποιείται ένα είδος αμερικάνικης μαζικής κουλτούρας στην διασκέδαση που είχε ενσωματώσει την κωμωδία, τα μουσικοχορευτικά νούμερα, τα ταχυδακτυλουργικά μαγικά κόλπα και δημιουργήθηκε το vaudeville, ως ένας πλέον «αστικός θεσμός» με κύριο target group την μεσαία τάξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Tony Pastor, ο οποίος ήταν αρχικά διευθυντής τσίρκου για να γίνει στην συνέχεια διευθυντής θεάτρου, φέρνοντας μια ποικιλία από πολυθεάματα σε διάφορα θέατρα της Νέας Υόρκης. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που απαγόρευσε την πώληση αλκοόλ στον χώρο του θεάτρου, καθώς επίσης και την χρήση άσεμνων θεμάτων και προκλητικού λεξιλογίου επί σκηνής, προκειμένου να διευρύνει το κοινό και να κερδίσει και τις γυναίκες. Το πείραμα του Pastor στέφθηκε με επιτυχία και το παράδειγμά του το ακολούθησαν και άλλοι θεατράνθρωποι. H γέννηση του vaudeville αποδίδεται στις 24 Οκτωβρίου του 1881, που ο Tony Pastor εγκαινίασε την πρώτη «καθαρή» παράσταση vaudeville στο Θέατρο της 14ης οδού στην Νέα Υόρκη.
Το επόμενο βήμα έγινε στην Βοστώνη από τον B. F. Keith, που έχτισε μία αλυσίδα από θέατρα και εξάπλωσε το είδος στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Λίγο αργότερα, ο E. F. Albee, συνεργάστηκε με τον Keith και εξελίχτηκαν σε ένα από τα πιο σημαντικά επιχειρηματικά δίδυμα, (ήταν μάλιστα οι πρώτοι που έφεραν τον κινηματογράφο στις ΗΠΑ). Εκμεταλλευόμενοι την άνθηση και ανερχόμενη απήχηση του vaudeville ως είδος, οργάνωσαν την «βιομηχανοποίηση» του είδους και συστηματοποίησαν τις παραστάσεις κλείνοντας θιάσους για τοπικές και εθνικές περιοδείες μέσω της αλυσίδας θεάτρων που δημιούργησαν, φέρνοντας έτσι την λύση στην πρότερη κατάσταση χάους που επικρατούσε στα προγράμματα των θεάτρων και των θιάσων, όταν έπρεπε να κλείνουν τον κάθε χώρο ξεχωριστά. Ο Albee έδινες κι αυτός μεγάλη σημασία στην «ευγενή» διασκέδαση και προσπαθούσε να επιβάλλει την «καλή συμπεριφορά» στους υπαλλήλους του, ακόμα και πίσω από την αυλαία.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1890, τα θεάτρα vaudeville είχαν εξαπλωθεί σε όλη την χώρα, άλλα μικρά και άλλα μεγάλα, κυρίως ως μέρη αλυσίδων. Απευθύνονταν σε κοινό διαφορετικής οικονομικής κατάστασης και ήταν τα πιο πολυσύχναστα δημόσια μέρη μετά την εκκλησία και τα σχολεία! Στα μεγάλα κέντρα, τα θεάματα ήταν έτσι διαμορφωμένα ώστε να στοχεύουν σε ένα συγκεκριμένο κοινό: μαύροι, εβραίοι και μετανάστες (πχ Ιταλοί), ανέπτυσσαν τις δικές τους παραστάσεις vaudeville, σε δικές τους μικρότερες αλυσίδες, που τους επέτρεπαν να περιοδεύσουν την χώρα, διευκολύνοντας έτσι την αφομοίωσή τους, ενώ παράλληλα συνεισέφεραν πολιτισμικά στην αμερικάνικη κουλτούρα. Τα μικρότερα τοπικά δίκτυα που απευθύνονταν κυρίως σε ένα «λευκό» κοινό, έδιναν την ευκαιρία να αναδειχθούν νέοι καλλιτέχνες, ενώ επίσης αποτελούσαν τον χώρο που καθιερωμένοι μεγάλοι θίασοι θα δοκίμαζαν νέο υλικό.
Το vaudeville ήταν και ο χώρος που οδήγησε στην θέαση του γυναικείου σώματος ως ένα αντικείμενο σεξουαλικότητας. Ως στρατηγική μάρκετινγκ, η προβολή του γυναικείου σώματος με έμφαση στην σεξουαλικότητά του αύξησε ραγδαία το κοινό του vaudeville, ενώ η εικόνα αυτή του γυναικείου σώματος από τον χώρο του θεάτρου πέρασε πια σταδιακά σε όλους τους χώρους διαφήμισης και κατανάλωσης. Ακόμα και τις γυναίκες καλλιτέχνες άρχισε να τις απασχολεί πλέον περισσότερο η εμφάνισή τους (ντύσιμο, μαλλιά, μακιγιάζ, σώμα), παρά το ταλέντο και η τέχνη τους.
Στιαδιακά, με την αυξανόμενη δημοτικότητα του κινηματογράφου και τα πιο οικονομικά εισιτήρια του σινεμά, το vaudeville υπέστη μεγάλο πλήγμα. Αρχικά οι ταινίες φιλοξενούνταν στους ίδιους χώρους που φιλοξενούνταν και οι παραστάσεις. Μόνο που έτσι, ήταν πλέον δυνατό να δουν σε όλη την χώρα ένα νούμερο και μια ερμηνεία, που πριν το σινεμά θα συντηρούσε τον καλλιτέχνη για τουλάχιστον έναν χρόνο ή και περισσότερο σε περιοδεία. Η άνοδος του ραδιοφώνου ήταν επίσης κάτι που ενδεχομένως να μείωσε το κοινό των θεάτρων. Και όταν την δεκαετία του 1930 ξεκίνησε ο ομιλών κινηματογράφος, σήμανε πια και επίσημα το τέλος του vaudeville.