Κριτική Κάτια Σωτηρίου – Την Είδαμε και τη Λατρέψαμε ( περισσότερο)
Η Χάρις Αλεξίου παρουσιάζει για 2η χρονιά το Χειρόγραφο της στο Θέατρο Βασιλάκου, και σύντομα και στη Θεσσαλονίκη. Πιο απελευθερωμένη φέτος, πιο χειμαρρώδης, πιο ευέλικτη ερμηνευτικά, και με πιο έντονη την εξομολογητική της διάθεση, είναι πραγματικά αξιολάτρευτη.
Είναι πάντα μια ιδιαίτερη στιγμή όταν ένας ιδιαίτερα καταξιωμένος και αγαπημένος καλλιτέχνης μεταπηδά σε ένα άλλο είδος. Κάπως έτσι θα μπορούσε να ξεκινά μια κριτική, αν η περί ής ο λόγος δεν ήταν η Χάρις Αλεξίου. Η δική μας Χαρούλα.
Η Χάρις Αλεξίου και ο Γιώργος Νανούρης επιμελήθηκαν τα κείμενα, που βασίζονται σε χειρόγραφα και σκέψεις της Χαρούλας, και παρουσιάζουν μια παράσταση – βιογραφία, που όμως δεν επικεντρώνεται στα γεγονότα, αλλά στην ψυχή της.
Η παράσταση μας μεταφέρει στον κόσμο της Χαρούλας. Σαν να κινούμαστε αόρατοι στο ημίφως και να παρακολουθούμε τις μύχιες σκέψεις μιας γυναίκας, που παρά τη διασημότητα και την υπερέκθεση της, παραμένει ένας άνθρωπος που πονά, φοβάται, νιώθει μόνος, ενθουσιάζεται, απογοητεύεται, μελαγχολεί. Είναι σπάνιο να βλέπει κανείς το ξεγύμνωμα της ψυχοσύνθεσης και των ψυχολογικών μεταπτώσεων μιας «θεάς», μιας «βασίλισσας», επί σκηνής. Ίσως γιατί μέχρι τώρα οι «βιογραφίες» προσεγγίζονταν επιφανειακά και με μια δόση ναρκισσισμού, κάτι που λείπει σε εντυπωσιακά μεγάλο βαθμό από το Χειρόγραφο. Δεν έχει υπάρχει τόσο ριζικά απογυμνωμένη μια γυναίκα αυτού του βεληνεκούς στη θεατρική σκηνή, και κανείς δεν έχει αποδώσει τόσο προσωπικά και σπαρακτικά τη διαδρομή του στη ζωή και την Τέχνη. Ίσως γιατί μέχρι σήμερα, είχαμε συνηθίσει σε μια ερμηνευτική απόδοση προσωπικοτήτων της Τέχνης από τρίτα πρόσωπα, που είχαν την ευχέρεια της προσέγγισης μιας προσωπικότητας με το ένστικτο τους, και τις πληροφορίες που είχαν. Ήταν ρόλοι. Εδώ, στο Χειρόγραφο, μιλάμε για τη ζωή την ίδια. Με τρόπο τολμηρό, άμεσο, συναισθηματικά φορτισμένο, αλλά και ιδιαίτερα αυτοσαρκαστικό.
Η Χαρούλα είναι ίσως η μεγαλύτερη φωνή που γέννησε ο τόπος αυτός. Όχι γιατί είναι η καλύτερη φωνή (αν μπορεί ποτέ να αποδοθεί ένας τέτοιος χαρακτηρισμός). Αλλά γιατί είναι μια φωνή χωμάτινη, πορώδης, γεμάτη βαθύ λυρισμό. Μια φωνή που μυρίζει Μεσόγειο. Που την ακούς ξαφνικά κάπου και γεμίζει την ψυχή σου, με μια οικειότητα απρόσμενη και σχεδόν απόκοσμη. Αλλά και γιατί η ίδια η Χαρούλα έδινε πάντα την αίσθηση μιας γυναίκας με ρωγμές. Που θα άκουγε να τη φωνάζουν θεά, αλλά που θα βάραινε πάντα από τη μοναξιά που φέρνει η φήμη και το συναίσθημα. Και αυτό είναι που μας εξομολογείται στη σκηνή.
Μέσα σε μια σχεδόν ερεβώδη ατμόσφαιρα σκότους, η Αλεξίου μπαίνει στη σκηνή φωτισμένη μόνο από την οθόνη του iPad της. Και ξεκινά από το χώμα, τα χωράφια της Θήβας, την οικογένεια της, τις πρώτες της απώλειες. Είναι ενδιαφέρον ότι όλες οι φράσεις της στην αρχή είναι απόλυτες, ολοκληρωμένες σε μια πρόταση. Χωρίς εξήγηση. Σαν να διαβάζεις επικεφαλίδες μιας ζωής. Γιατί τα γεγονότα έχουν ενδιαφέρον, αλλά αποτελούν εν προκειμένω μόνο την αφορμή για το ξεδίπλωμα μιας ψυχής. Αντίθετα, οι φόβοι της, τα όνειρα της τυγχάνουν μακρύτερης αφήγησης. Γιατί η ίδια επέλεξε να εκτεθεί. Μας μιλά για την αρρώστια της, μέσα από μια αλληγορική και πολύ συγκινητική περιγραφή ενός ονείρου, για τις απώλειες των ερώτων της, για την μοναξιά των δωματίων στις συναυλίες της, για το ράγισμα της φωνής της.
Θέλει μεγάλη ψυχή να ανέβεις σε μια σκηνή και να πείς «Δεν είμαι πια η 30χρονη με τη φωνή καμπάνα, αλλά βρες μου έναν τρόπο να ανέβω πάνω στη σκηνή». Θέλει μια μαγκιά να είσαι η Αλεξίου, και να λες ότι η φωνή σου δεν είναι πια αυτή που ήταν. Και θέλει και τεράστια αξιοπρέπεια να παραδέχεσαι ότι παρά το ράγισμα, επιζητάς την αγάπη του κοινού. Για αυτό και η συγκίνηση στο κοινό ήταν έκδηλη. Γιατί η αγάπη που της προσέφερε, που της προσφέραμε τόσα χρόνια είναι αμοιβαία, και στέρεη. Και ίσως μετά το Χειρόγραφο, να είναι ακόμα πιο στέρεη, και πιο ειλικρινής. Γιατί η Αλεξίου επέλεξε να βγει χωρίς φτιασίδια, χωρίς αυλικούς, χωρίς το μύθο. Η Χαρούλα αυτοσαρκάζεται για την έπαρση που νιώθει ένας καλλιτέχνης του βεληνεκούς της. Χρησιμοποιεί τους χαρακτηρισμούς που την ακολουθούν χρόνια «θεά» και «βασίλισσα», και ανεβαίνει στη «σκηνή» που της φτιάχνει ο Νανούρης για να τονίσει πόσο άλλαζε επί σκηνής, πώς τα δευτερόλεπτα πριν ανοίξει η αυλαία τη μεταμόρφωναν, της έπαιρναν τη θλίψη, τους φόβους της.
Η φωτισμένη σκηνή γίνεται και αφορμή για αποκαλύψεις. Κανείς δεν θα μπορέσει να ξανακοιτάξει την τυρόπιτα κουρού με τα ίδια μάτια μετά το Χειρόγραφο. Ούτε και το φούρναρη!! Είναι εξαιρετικά χειμαρρώδης η περιγραφή της Αλεξίου για την πάλη της με τις δίαιτες, τους διαιτολόγους και τους ψυχολόγους. Και αυτός ο αυτοσαρκασμός της, την κάνει ακόμα πιο αξιαγάπητη. Αν μπορεί να γίνει περισσότερο τέλος πάντων.
Ο Γιώργος Νανούρης κέρδισε τις εντυπώσεις και το σεβασμό μας ως σκηνοθέτης στην «Κατερίνα», και εδώ, στο Χειρόγραφο, επιδεικνύει εξαιρετική ωριμότητα. Είναι ρίσκο να πάρεις ένα μύθο σαν την Αλεξίου και να τον ανεβάσεις στη σκηνή να εκτεθεί. Το στοίχημα το κέρδισε, γιατί επέτρεψε στην Αλεξίου να απογυμνωθεί, να μιλήσει, να τραγουδήσει, να κλάψει, χωρίς ο μύθος να καπελώσει τον άνθρωπο σε κανένα σημείο. Με ένα λιτό σκηνικό, που γεμίζει μόνο όταν μπαίνει η «σκηνή» της συναυλίας, αφήνει την Αλεξίου να γίνει παιδί, να ερωτευτεί, να γίνει η Χάρις Αλεξίου, να γίνει η Χαρούλα, να μας μιλήσει αυτή τη φορά. Θέλει χάρισμα αυτό, και ο Νανούρης το έχει σε περίσσεια. Και αν τα τραγούδια της μπαίνουν εμβόλιμα στο λόγο, μπαίνουν μόνο για να μας θυμίσουν πώς γεννήθηκαν, πώς έφτασαν σε εμάς. Ζητούμενο δεν ήταν η άριστη θεατρική ερμηνεία. Και αυτό ο Νανούρης το ξέρει πάρα πολύ καλά, για αυτό και δεν έβαλε την Αλεξίου να κάνει κάτι που θα την εξέθετε. Άσχετο αν το τελικό αποτέλεσμα της ερμηνείας της είναι πολύ αρτιότερο από πολλούς επαγγελματίες ηθοποιούς. Η Αλεξίου εξάλλου, είναι πάνω από όλα μια τεράστια ερμηνεύτρια, και η ερμηνεία, σε όποιο επίπεδο και αν υπάρχει, απαιτεί δυο πράγματα: αλήθεια και συναίσθημα. Ένα ακόμα στοίχημα κερδισμένο λοιπόν, και για το Νανούρη, και για τη Χαρούλα.
Πολύ διακριτική και όμορφη η παρουσία των τριών μουσικών επι σκηνής: ο Παναγιώτης Τσεβάς, ο Γιώργος Λιμάκης και ο Αναστάσης Μισυρλής.
Τι μας μένει από το Χειρόγραφο; Ο λυγμός της φωνής της Χαρούλας, που μένει σαν κόμπος στο λαιμό όταν βγαίνεις από το Βασιλάκου, και που σε ακολουθεί για μέρες μετά. Η αξιοπρέπεια της. Τα κόκκινα της χείλη. Η πιο δική μας Χαρούλα από ποτέ.
Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου
Συντελεστές:
Κείμενο-Ερμηνεία: Χάρις Αλεξίου
Σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης
Σύνθεση κειμένων- επιλογή τραγουδιών: Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Νανούρης
Μουσικοί:
Παναγιώτης Τσεβάς: ακορντεόν-πιάνο
Γιώργος Λιμάκης: Κιθάρα
Αναστάσης Μισυρλής : Βιολοντσέλο
Σκηνικά: Δήμητρα Σπυρίδωνος
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου
Ήχος: Μανώλης Ολλανδέζος
Βοηθός σκηνογράφου: Ελεάνα Δημοπούλου
Διεύθυνση παραγωγής: Τζωρτζίνα Δαλιάνη
Συντονισμός παραγωγής: Αλεξάνδρα Μουζακίτη
Φωτογραφίες: Ιωάννα Χατζηανδρέου
Αrtwork: MMK design team
Η αγαπημένη μας Χάρις. Σε μια καταπληκτική παράσταση. Πολύ ωραία κριτική, ευχαριστούμε.
Εξαιρετικη! Ο,τι ακριβως ενιωσα μετα την παρασταση.